Εισαγωγική Διευκρίνηση
Το κύριο ρεύμα, στη γενική αντίληψη των ανθρώπων, είναι ότι τα Μαθηματικά και η Λογοτεχνία γενικότερα, και η Ποίηση ειδικότερα, συνιστούν δυο κόσμους εντελώς διαφορετικούς, χωρίς κοινά στοιχεία, δυο σύνολα ξένα μεταξύ τους. Όμως, το έργο, οι εκφρασμένες απόψεις ποιητών και επιστημόνων και κυρίως η έρευνα των τελευταίων χρόνων δείχνουν ότι έχουν κοινά στοιχεία, δηλαδή η τομή των δυο συνόλων δεν είναι το κενό σύνολο. Σήμερα πάντως έχει πλέον τεκμηριωθεί ότι υφίσταται μεταξύ τους αλληλεπίδραση και συμπληρωματικότητα.
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΤΟΜΗ: ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΥΠΟΣΥΝΟΛΟ: ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Σύμφωνα με το πιο πάνω σχήμα, τα Μαθηματικά και η Λογοτεχνία τέμνονται και δημιουργούν ένα ‘χώρο’ που λέγεται Μαθηματική Λογοτεχνία ή κατ’ άλλους Λογοτεχνικά Μαθηματικά. Υποσύνολο αυτού του χώρου αποτελεί η ‘Μαθηματική Ποίηση’. Το θέμα λοιπόν βρίσκεται στην τομή δυο ετερογενών πεδίων, αυτών της Λογοτεχνίας και των Μαθηματικών, τα οποία συναντιούνται/ τέμνονται στο ευρύτερο πεδίο της Μαθηματικής Λογοτεχνίας, ενώ, αν περιοριστούμε μόνο στην Ποίηση, έχουμε τη Μαθηματική Ποίηση ως στενότερο πεδίο.
Η σύνδεση δύο διαφορετικών χώρων, όπως η Λογοτεχνία και τα Μαθηματικά, φαίνεται στους πολλούς από δύσκολη έως αδιανόητη. Πράγματι, όχι μόνο η κοινή γνώμη, αλλά και πολλοί άλλοι ως μη όφειλαν, θεωρούν Λογοτεχνία και Μαθηματικά ως δυο ασύμβατα θέματα, ενώ αυτά αποτελούν κορυφαίες εκφάνσεις και δημιουργικά επιτεύγματα της πολιτισμικής δραστηριότητας σε όλο τον κόσμο από τις απαρχές του πολιτισμού. Παρ’ όλα αυτά που θεωρούν οι πολλοί και την αρνητική στάση, υπάρχουν λογοτέχνες που εμπνέονται από τα Μαθηματικά. Αυτή η τάση σύνδεσης Μαθητικών και Λογοτεχνίας ανήκει σε μια ευρύτερη τάση σύνδεσης της Τέχνης με την Επιστήμη-Τεχνολογία, ιδιαίτερη περίπτωση της οποίας συνιστά η σύνδεση Λογοτεχνίας µε τις Επιστήμες, και ακόμα ειδικότερα της Ποίησης με τα Μαθηματικά. Ουσιαστικά, όποια συζήτηση γίνεται για τις αλληλεπιδράσεις αυτών των πεδίων, εκφράζει την ευρύτερη αρχική ιδέα των ‘δύο πολιτισμών’ του Snow (The Two Cultures). Η σύνθεση των δύο πολιτισμών κινείται ανάμεσα στη Λογοτεχνία και στις Επιστήμες µε τέτοιους τρόπους, ώστε να πραγματωθεί το λεγόμενο ‘σύστημα των δυο κόσμων/ πολιτισμών’, δηλαδή η σύνθεση Τέχνης από τη μια πλευρά και Επιστήμης-Τεχνολογίας από την άλλη, που αναφέρεται με τον όρο Τεχνο-επιστήμη. Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη πλευρά αναφέρεται σήμερα συνήθως ως Humanities [ανθρωπιστικές, κοινωνικές, θεωρητικές σπουδές] και η δεύτερη με τον όρο STEM–H [Science, Technology, Engineering, Mathematics, Health]
Σε μια σχετική έρευνα μπορούν να εξεταστούν ζητήματα όπως:
(α) σχέσεις αλληλεπίδρασης και συμπληρωματικότητας Λογοτεχνίας και Μαθηματικών˙
(β) σύνδεση της αφήγησης µε τα Μαθηματικά˙
(γ) ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των δύο πεδίων˙
(δ) λογοτεχνικά έργα γενικότερα και ποιήματα ειδικότερα, που εμπνεύστηκαν από τα Μαθηματικά˙
(ε) μαθηματικές μέθοδοι στον πεζό και ποιητικό λόγο.
Στη διεθνή βιβλιογραφία συναντάει κάποιος αντίστοιχους στόχους:
(i) Ποιήματα με μαθηματικά ‘καλολογικά στοιχεία’ (Mathematical Imagery) (χρήση συμβόλων, όρων, εννοιών, θεμάτων κτλ.)˙
(ii) Ποιήματα με μαθηματική δομή (εσωτερική επανάληψη, κυκλικότητα, συμμετρία, χιασμός, χαρακτηριστικοί αριθμοί κτλ.)˙
(iii) Τα Μαθηματικά επηρεάζουν την Ποίηση και αντίστροφα˙
(iv) Τι κοινό έχουν η Ποίηση και τα Μαθηματικά: ομοιότητες και διαφορές˙
(v) Αναζήτηση τελικής απόδειξης ότι τα Μαθηματικά και η Ποίηση έχουν ιδιαίτερη σχέση.
Για τη Γλώσσα
Κάνουμε εδώ μια μικρή παρέκβαση για να αναφερθούμε στη γλώσσα γενικά. Διακρίνουμε δυο βασικές προσεγγίσεις στην κατανόηση των γλωσσικών ικανοτήτων: αφενός την ‘εξελικτική/ κατασκευαστική’ και αφετέρου την ‘παραγωγική/ δομιστική’.
Σύμφωνα με την πρώτη, η απόκτηση της γλώσσας, μολονότι έχει κάποιες βιολογικές προϋποθέσεις, είναι ουσιαστικά επίκτητη ανθρώπινη ικανότητα, η οποία διαμορφώνεται σταδιακά από τις αλληλεπιδράσεις με το περιβάλλον. Πιο γνωστοί εκπρόσωποι αυτής της σχολής είναι οι Piaget, Vygotsky, Dennett, Levinson κ.ά. Αυτοί ισχυρίζονται ότι η γλώσσα είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την εμφάνιση της ανθρώπινης σκέψης και άλλων ανώτερων νοητικών λειτουργιών: η γλώσσα μας καθορίζει τα όρια της σκέψης μας.
Κατά τη δεύτερη προσέγγιση, ο ανθρώπινος λόγος σε όλες του τις εκδοχές/ γλώσσες διαθέτει τόσο εμφανώς καθολικά χαρακτηριστικά, κοινά σε όλους τους ανθρώπους, ώστε η γλωσσική ικανότητα δεν μπορούσε ποτέ να προκύπτει από τη μεταφορά πληροφορίας από το περιβάλλον, αλλά παράγεται από έμφυτες γλωσσικές δομές, σύμφωνα με την ‘καθολική γραμματική’ του Chomsky, οι οποίες μόνο βιολογικά προκαθορισμένες μπορούσαν να είναι. Πιο γνωστοί εκπρόσωποι αυτής της σχολής είναι οι Chomsky, Pinker, καθώς και ο Fodor. Σύμφωνα με τους τελευταίους, η γλώσσα και η σκέψη αποτελούν διακριτές ικανότητες του ανθρώπινου νου: η βασική λειτουργία της γλώσσας ούτε επηρεάζει ούτε και επηρεάζεται από τις άλλες νοητικές λειτουργίες με τις οποίες αναπτύσσεται παράλληλα, αλλά ανεξάρτητα. Κατά τη θεωρία, λοιπόν, της ‘καθολικής γραμματικής’, οι άνθρωποι διαθέτουν έμφυτη και μοναδική γλωσσική ικανότητα. Πίσω από την τεράστια ποικιλομορφία και τις μεγάλες διαφοροποιήσεις των ανθρώπινων γλωσσών ανακαλύφθηκαν κοινές θεμελιακές γραμματικές και συντακτικές δομές. Πάντως, το επίμαχο ζήτημα είναι το πρόβλημα των αλληλεπιδράσεων και των πολύπλοκων σχέσεων ανάμεσα στις νοητικές και τις γλωσσικές δεξιότητες που αναπτύσσονται κατά τα πρώτα έτη στη ζωή του ανθρώπου. Ο Vygotsky αναφέρεται στην ανάπτυξη του παιδιού και δηλώνει ότι: «Μέχρι ένα χρονικό σημείο, οι δύο -γλώσσα και σκέψη- ακολουθούν διαφορετικές πορείες. Σε κάποιο σημείο οι δύο πορείες συναντιούνται, εκεί όπου η σκέψη γίνεται λεκτική και η γλώσσα λογική». Για τον Vygotsky, το πιο σημαντικό σύστημα συμβόλων είναι η γλώσσα, η οποία είναι πολιτισμικό εργαλείο, ιδιαίτερο όργανο επικοινωνίας, που σχετίζεται µε τη σκέψη.
Ο Bruner υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο τύποι σκέψης, ο ένας είναι ο λογικο-επιστημονικός και ο άλλος ο αφηγηματικός. Ο λογικο-επιστημονικός χρησιμοποιεί τη λογική και στοχεύει στη μελέτη της και στην αλήθεια, ενώ ο άλλος στο νόημά της. Στον αφηγηματικό τρόπο σκέψης, χρησιμοποιούμε μεταφορές και αναλογίες για να κατανοήσουμε και περιγράψουμε τον τρόπο που συνδέονται γεγονότα και καταστάσεις. Αυτός ο τρόπος σκέψης, για τον Bruner, είναι μια ‘μορφή τέχνης’. Πώς όμως συνδέεται γλώσσα, σκέψη και αφήγηση;
ΤρόποςΣτοιχεία |
Παραδειγματικός/ Λογικο-επιστημονικός |
Αφηγηματικός |
Στόχος |
Αλήθεια |
Αληθοφάνεια |
Κεντρικό πρόβλημα |
Γνώση της αλήθειας |
Νοηματοδότηση της εμπειρίας |
Στρατηγική |
Εμπειρική ανακάλυψη καθοδηγούμενη από τεκμηριωμένη υπόθεση |
Καθολική κατανόηση στηριζόμενη σε προσωπική εμπειρία |
Μέθοδος |
Ø Ισχυρό επιχείρημαØ Σωστή ανάλυσηØ Λογική σκέψηØ Τυπική λογικήØ Απόδειξη |
Ø Καλή ιστορίαØ Εμπνευσμένο θέμαØ ΣύνδεσηØ ΑισθητικήØ Διαίσθηση |
Ο Bruner υποστηρίζει ότι η αφήγηση αποτελεί γενετικό ανθρώπινο γνώρισμα που βιώνεται φυσικά από τον καθένα. Λέει: «Είμαστε τόσο ειδικοί στην αφήγηση που αυτή μοιάζει να είναι σχεδόν εξίσου φυσική µε την ίδια τη γλωσσική ικανότητα. Οι ιστορίες εμφανίζονται νωρίς στη ζωή µας και συνεχίζουν αδιάκοπα: δίχως αμφιβολία γνωρίζουμε να τις χειριστούμε». Θεωρείται ότι η πρόοδος των παιδιών στην απόκτηση της γλώσσας, κινητοποιείται από ένα είδος αφηγηματικής ενέργειας (ομιλιακό ενέργημα). Η αφήγηση δεν αποτελεί συγκεκριμένη ικανότητα μιας ομάδας ανθρώπων, εν προκειμένω συγγραφέων, λογοτεχνών κτλ., αλλά πανανθρώπινο χαρακτηριστικό, όπως η ύπαρξη της σκέψης και του λόγου.
Ο Bruner, λοιπόν, εστιάζει σε δύο τρόπους γνωστικής λειτουργίας, μέσω των οποίων προσπαθούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο. «Οι δύο τρόποι, αν και συμπληρωματικοί, δεν ανάγονται ο ένας στον άλλον. Προσπάθειες για να αναχθεί ο ένας τρόπος στον άλλον ή να αγνοηθεί ο ένας σε βάρος του άλλου αποτυγχάνουν αναπόφευκτα να συλλάβουν την ποικιλομορφία της σκέψης. Οι δύο τρόποι διαφέρουν ριζικά ως προς τις διαδικασίες επαλήθευσης που χρησιμοποιούν. Μια καλοδιατυπωμένη ιστορία και ένα καλοδιατυπωμένο επιχείρημα είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Και τα δυο μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσα για να πείσουν, αλλά για ριζικά διαφορετικά πράγματα: τα επιχειρήματα πείθουν για τις αλήθειες τους, οι ιστορίες για την αληθοφάνεια τους».
Ο πρώτος τρόπος, ο παραδειγματικός/ λογικό-επιστημονικός, κυρίαρχος στον διάλογο που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους διανοούμενους της Δύσης, τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα, προσπαθεί να εκπληρώσει το ιδανικό ενός τυπικού αξιωματικού/ μαθηματικού συστήματος περιγραφής και ερμηνείας. Στα πλεονεκτήματά του συγκαταλέγονται η αμερόληπτη, επαληθεύσιμη ανάλυση, η «λογική απόδειξη, το υγιές επιχείρημα και η εμπειρική ανακάλυψη που καθοδηγείται από αιτιολογημένες υποθέσεις». Παρ’ όλα αυτά, ο Bruner θεωρεί αυτόν τον τρόπο ‘άκαρδο’, διότι επιδιώκει «να ξεπεράσει το ιδιαίτερο, που κομίζουν οι ιστορίες, με στόχο να κατακτήσει την αφαίρεση».
Στον δεύτερο τρόπο, τον αφηγηματικό, γίνεται χρήση μεταφορών και αναλογιών, ώστε να κατανοηθεί και παρουσιαστεί η αλληλεπίδραση από γεγονότα και καταστάσεις. Ο Bruner θεωρεί αυτόν τον δεύτερο τρόπο σκέψης, ως μια ‘μορφή τέχνης’. Η ικανότητα να ακούς ή να διαβάζεις ιστορίες, ενισχύει την ικανότητα πρόβλεψης και αναγνώρισης, την ενσυναίσθηση, την ικανότητα μνήμης και συγκέντρωσης, ενώ επιπλέον ενθαρρύνει τη διάθεση για μάθηση. Στην πραγματικότητα, οι μαθηματικές ιδέες αναπτύσσονται συχνά κατά τρόπο αφηγηματικό, ενώ αντίστροφα και τα λογοτεχνικά έργα μπορούν να περιλάβουν τον παραδειγματικό τρόπο δόμησης.
Ο διαχωρισμός σε δύο τρόπους σκέψης, ενισχύεται και από τα αποτελέσματα των Νευροεπιστημών. Επίσης, δεν υπάρχει ιδέα η οποία να μην μπορεί να εξηγηθεί με μια καλή ιστορία. Η χρησιμοποίηση των Μαθηματικών στην αφήγηση ιστοριών και η χρησιμοποίηση ιστοριών για την εξήγηση των Μαθηματικών είναι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Ενώνουν αυτά που δεν έπρεπε να έχουν χωριστεί: τους τρόπους του επιστήμονα και του καλλιτέχνη να αποκαλύπτουν αλήθειες για τον κόσμο.
Συνθετικά, υπάρχει η γλώσσα του νου και κατ’ επέκταση της σκέψης, η οποία εξειδικεύεται κάθε φορά, ανάλογα με το πλαίσιο, σε γλώσσα λογική-επιστημονική, γλώσσα τεχνολογική, γλώσσα αφηγηματική, γλώσσα ποιητική, γλώσσα τέχνης (μουσική, ζωγραφική κτλ.). Η αρχετυπική γλώσσα του νου έχει όλες αυτές τις εκφάνσεις που ‘πατάνε’ πάνω σε αυτή την αρχική, καθολική, συμβολική γλώσσα του νου και της σκέψης˙ συνιστά δηλαδή ένα μοντέλο-σκελετό με βάση το οποίο κατασκευάζονται οι ειδικές, κατά το ανάλογο πλαίσιο, γλώσσες. Αν σκεφτούμε, λοιπόν, μια προσωπική γλώσσα, η οποία αποτελείται από νοητικές αναπαραστάσεις με δομή πρότασης λόγου, τότε καταλαβαίνουμε τι είναι η γλώσσα της σκέψης. Βασίζεται περισσότερο στα χαρακτηριστικά της γλώσσας από ό,τι στα χαρακτηριστικά της εικόνας. Εξ άλλου, η ασυνείδητη για μας αδιαφοροποίητη ενότητα εκφράζεται και συνειδητοποιείται ως διαφοροποιημένη ενότητα.
Γενικά, η αφήγηση ξεκινάει προφορικά από τα παραμύθια και τα ποιητικά έπη και εξελίσσεται στον γραπτό λόγο με το μυθιστόρημα, που θεωρείται συνέχεια του έπους. Τι άλλο είναι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια παρά αφηγήσεις/ διηγήσεις στην ‘εύκολη’ γλώσσα της εποχής, την ποιητική με τα προκαθορισμένα μέτρα και ομοιοκαταληξίες που βοηθάνε την έκφραση και την απομνημόνευση; Η αφήγηση εμφανίζεται επίσης στην αφηγηματική ποίηση/ ποιητική αφήγηση, στην ποιητική πρόζα (poème en prose) και στη σύγχρονη πεζολογική ποίηση, όχι όμως στην καθαρή λυρική ποίηση που ακολουθεί την άμεση διαχείριση του θέματος (δες στα καθ’ ημάς Σεφέρης vs. Ελύτης). Το είδος της λογοτεχνικής αφήγησης, που σχετίζεται µε τα Μαθηματικά, δηλαδή η λεγόμενη ‘Μαθηματική Λογοτεχνία’, ή κατ’ άλλους ‘Λογοτεχνικά Μαθηματικά’, έχει μελετηθεί τελευταία κατά κόρον. Σε αυτά τα κείμενα περιοριζόμαστε μόνο στη ‘Μαθηματική Ποίηση’.
Μαθηματική Ποίηση
Ως ‘Μαθηματική Ποίηση’ ορίζεται η κατηγορία εκείνων των ποιημάτων στα οποία τα Μαθηματικά, γενικά και με οποιοδήποτε τρόπο, παίζουν σημαντικό/ καθοριστικό ρόλο. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας ‘γενικά και με οποιοδήποτε τρόπο’, εννοούμε, μεταξύ άλλων, σχέση/ σύνδεση Μαθηματικών και Ποίησης, αναφορά σε μαθηματικές προσωπικότητες, σε γεγονότα, στην ιστορία των Μαθηματικών, στη διαπραγμάτευση θεμάτων των Μαθηματικών, όπως φιλοσοφίας, επιστημολογίας, έρευνας, εφαρμογών και διδακτικής, δομής, αφηγηματικής τεχνικής και πλοκής. Ένα ποίημα τέτοιου είδους μπορεί να αποτελεί παράδειγμα ‘Μαθηματικής Ποίησης’, αρκεί η μορφή, ο ρυθμός και ο στίχος να είναι αυθόρμητα και φυσικά και όχι κατασκευασμένα/ πλαστά. Η ‘Μαθηματική Ποίηση’ αποτελεί μέρος της ευρύτερης περιοχής που είναι γνωστή σήμερα ως ‘Μαθηματική Λογοτεχνία’.
ΔΙΠΟΛΙΚΗ ΟΛΟΤΗΤΑ/ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΤΕΧΝΟ-ΕΠΙΣΤΗΜΗ
ΤΕΧΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ –
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ
ΠΟΙΗΣΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Μαθηματικά και λογοτεχνία μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά ως προς τη δομή, το ύφος, την αισθητική και την προσφορά τους στην ανθρώπινη σκέψη και φαντασία. Άλλο είδος ομοιότητας Μαθηματικών και Λογοτεχνίας αφορά τη συμβολή τους στη νοητική υπέρβαση, στην ανάπτυξη της αισθητικής, της φαντασίας και της κριτικής σκέψης.
Να σημειώσουμε εν προκειμένω την ενδιαφέρουσα άποψη της Von Franz ότι το να διηγείσαι, είτε μια συλλογική μυθολογική ή αρχετυπική ιστορία, είτε μια σύγχρονη προσωπική, είναι σαν να μετράς. Το ‘αφηγούμαι’ είναι το πέρασμα μέσα από τον χρόνο με ένα ρυθμό -να προχωράμε με τον ρυθμό των αρχετύπων και αυτό να έχει μια μυστική τάξη. Μια αρχετυπική ιστορία, όπως και ένα όνειρο, αναπαριστά μια αυτο-εκπροσώπηση της ροής της ψυχικής ενέργειας.
Αφήγηση/ Ποίηση |
Μαθηματικά |
Διαίσθηση/ έμπνευση/ ‘ανακάλυψη’ για να δοθεί το τέλος της ιστορίας/ του ποιήματος |
Διαίσθηση/ έμπνευση/ ‘ανακάλυψη’ για να επιτευχθεί η εύρεση της λύσης/ απόδειξης |
Αφηγηματική συνέπεια στη Λογοτεχνία |
Λογική συνέπεια στα Μαθηματικά |
Διατύπωση μιας ιστορίας |
Διατύπωση θεωρήματος-απόδειξης |
Ήρωες της ιστορίας |
Μαθηματικές έννοιες |
Σχέσεις που τους συνδέουν |
Αξιωματικό σύστημα |
Αναδρομές |
Λήμματα |
Αφηγηματική λογική |
Μαθηματικός συλλογισμός |
Αφηγηματική συνέπεια |
Μαθηματική συνέπεια |
Δημιουργικότητα/ φαντασία/ διαίσθηση/ συνέπεια απέναντι στην πλοκή της ιστορίας |
Δημιουργικότητα/ φαντασία/ διαίσθηση/ συνέπεια απέναντι στην αλήθεια των Μαθηματικών |
Από τον Πλάτωνα μέσω Καρτέσιου στον Husserl
Στον σύγχρονο κόσμο, η άποψη ότι όλα εξηγούνται από τις Θετικές Επιστήμες και τα Μαθηματικά θεωρείται προφανής. Αυτή όμως η τάση για αναζήτηση της αλήθειας μέσω της λογικής ξεκινάει από τον Πλάτωνα. Να σημειωθεί βέβαια ότι σήμερα πρόκειται κυρίως για την ‘προτασιακή αλήθεια’ και όχι για κάτι άλλο.
Μελετώντας την Πολιτεία του Πλάτωνα (βιβλίο 2ο, 377-378), διαπιστώνουμε ότι αυτός αναφέρεται σε μυθοποιούς, οι οποίοι χρειάζονται επίβλεψη, σε ψεύδη που λέει ο Ησίοδος και ο Όμηρος και οι άλλοι ποιητές και στον κίνδυνο που διατρέχουν οι νέοι όταν τους ακούνε και, τέλος, στο τι οφείλουν να γνωρίζουν οι τελευταίοι γι’ αυτούς τους μύθους. Συνεπώς, οι μυθοποιοί και ποιητές είναι επικίνδυνοι για τους νέους και την πολιτεία γενικότερα, γιατί διδάσκουν μύθο και όχι λόγο –άποψη που αναπαράγει την αντίστοιχη του Ηράκλειτου. Έτσι, ο μύθος των μυθοποιών και ποιητών δεν παρέχει αξιόπιστη γνώση και είναι εχθρός της αλήθειας. Αντίδοτο σε αυτά είναι ο λόγος και η λογική και η γνώση των Μαθηματικών με την αφαίρεση και γενίκευση που παρέχουν. Σε αυτό το πεδίο, μυθοποιοί και ποιητές δεν έχουν θέση και πρέπει να εξορισθούν.
Άλλοι όμως διατείνονται ότι η εχθρότητα του Πλάτωνα προς την ποίηση είναι μύθος, που πιθανώς ξεκίνησε από επιπόλαιη ανάγνωση κάποιων χωρίων, ιδίως στην Πολιτεία, και έκτοτε διαδίδεται άκριτα. Και δεν έπρεπε, διότι ο μύθος είναι μάλλον παράδοξος για όποιον διαβάζει με προσοχή τον Πλάτωνα: πώς είναι δυνατόν ο ποιητικότερος των φιλοσόφων (ο Αριστοτέλης συγκαταλέγει τους διαλόγους του ως πρότυπα ποιημάτων στην Ποιητική του) να διάκειται εχθρικά προς την ποίηση; Η αλήθεια είναι ότι καθόλου εχθρός του ποιητικού λόγου γενικώς δεν υπήρξε ποτέ του ο Πλάτων. Υπήρξε πολέμιος μιας κατηγορίας μόνον ποιημάτων και αυτό μόνον στα πλαίσια της υποθετικής και καμιάς πραγματικής πολιτείας. Παρ’ όλο που αγαπά και σέβεται τον Όμηρο: «καίτοι φιλία γέ τίς με καί αἰδώς ἐκ παιδός ἔχουσα περί Ὁμήρου» και παρόλο που δεν έχει διάθεση να κακοκαρδίσει τους φίλους του ποιητές: «εδώ που τα λέμε μεταξύ μας, οὐ γάρ μου κατερεῖτε πρός τους τῆς τραγωδίας ποιητάς μην πάτε και με καταδώσετε στους ποιητές που φτιάχνουν τραγωδίες και τους ἄλλους ἅπαντας τους μιμητικούς», τους οποίους συχνά συναναστρέφεται, ο πλατωνικός Σωκράτης προτείνει «τό μηδαμῆ παραδέχεσθαι αὑτῆς» -της ποιήσεως- ὅση μιμητική», αλλά μόνον «ὅση μιμητική».
Ο λόγος, που το έπος και η τραγωδία δεν πρέπει να ακούγονται στην ιδανική πολιτεία, δεν είναι καθόλου η ποιητικότητά τους, αλλά οι επιπτώσεις της, και αυτές όχι γενικώς, αλλά σε πολύ ειδικές περιστάσεις. Συγκεκριμένα, ο λόγος είναι ότι η αδιαφιλονίκητη ποητικότητά τους παρασύρει κυρίως τους νέους που δεν έχουν αναπτυγμένη λογική ούτε εμπειρία και γνώσεις για να ξεχωρίζουν την αλήθεια από το είδωλό της (με το οποίο δομούν οι ‘μιμητικοί’ τα έργα τους), αναπτύσσοντας το άλογο μέρος της ψυχής σε βάρος του λογικού, πράγμα που δυσχεραίνει το έργο της ορθής ανατροφής ιδανικών πολιτών. Αλλά στην κάθε πραγματική πολιτεία κανένα λόγο δεν έχει ο πλατωνικός Σωκράτης (και επομένως ο Πλάτων) να αποφεύγει το θέατρο ή τις απαγγελίες των επών και, τόσο στις πραγματικές όσο και στην ιδανική πολιτεία, έχει κάθε λόγο να ενθαρρύνει (όπως πράγματι ενθαρρύνει) τους μη-μιμητικούς ποιητές, όπως, για παράδειγμα, τους συνθέτες ύμνων.
Εξάλλου, στον Φαίδρο (253-254), ο Πλάτων λέει ότι η ψυχή αποτελείται από τρία μέρη: Λογιστικό, Θυμοειδές και Επιθυμητικό. Το Λογιστικό αφορά στις λογικές λειτουργίες, το Θυμοειδές στις συναισθηματικές και το Επιθυμητικό στις επιθυμίες.
Η τριχοτόμηση αυτή της ψυχής παρουσιάζεται ως άρμα που το σύρουν δυο άλογα και το διευθύνει ο ηνίοχος, που είναι το Λογιστικό, ο λογικός νους. Τα δυο άλογα είναι το Θυμοειδές και το Επιθυμητικό. Αυτό το σύμπλεγμα είναι ενιαίο και αδιαίρετο και εναπόκειται στον ηνίοχο να κατευθύνει τα άλογα, έτσι ώστε να υπάρχει αρμονία.
Ο ρασιοναλιστικός Νους άρχει, το Θυμοειδές υπακούει και συνοδοιπορεί με τον Νου, ώστε να μπορεί να δαμάσει το Επιθυμητικό. Χρειάζεται συλλειτουργία ώστε η ψυχή να βρίσκεται σε αρμονία. Ως συνέπεια όλων αυτών θεωρείται ότι υφίσταται δυϊσμός λογικής και συναισθήματος˙ λογική και συναίσθημα είναι αντίθετες λειτουργίες. Το συναίσθημα είναι κατώτερη λειτουργία, μη έλλογη, και πρέπει να ελέγχεται από τη λογική.
Στα νεότερα χρόνια, η άποψη ότι Επιστήμη και Τέχνη αποτελούν ξένα σύνολα, θεμελιώνεται στον καρτεσιανό δυϊσμό μεταξύ λογικής σκέψης και συναισθήματος, όπου η πρώτη εκλαμβάνεται θετικά, ενώ το δεύτερο αρνητικά. Το πλαίσιο αυτής της άποψης είναι η διαρκής επιστημονική-τεχνολογική πρόοδος, αποτέλεσμα της μεταφυσικής θεοποίησης του Ορθού Λόγου, που κυριαρχεί από τον λεγόμενο Αιώνα της Λογικής, 17ο αιώνα, μέχρι σήμερα.
Στον 20ο αιώνα, σύμφωνα με τον Husserl, υπαίτιος της κρίσης του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι οι μαθηματικοποιημένες Θετικές Επιστήμες και ο τρόπος με τον οποίο θεωρούν τον εαυτό τους και τη μέθοδό τους. Οι Θετικές Επιστήμες συμβάλλουν στη μαθηματικοποίηση της φύσης, μετατρέποντάς την από αντικείμενο άμεσης εμπειρίας στο εσωτερικό ενός κόσμου-της-ζωής σε ιδεατό μαθηματικό μόρφωμα, και θεωρούν ότι αυτή η μαθηματικοποίηση είναι επαρκώς θεμελιωμένη στον εαυτό της. Το αποτέλεσμα είναι ο κατακερματισμός του κοσμοειδώλου του ευρωπαίου ανθρώπου με καταστροφικές συνέπειες. Αν αναλογιστεί κάποιος, μαζί με τον κατακερματισμό της γνώσης/ γνωστικού κοσμοειδώλου, την εκθετική αύξηση της πληροφορίας σε κάθε εξειδικευμένο τομέα και την απαίτηση για αποτελεσματικότητα της δράσης μας, τότε αποκτάει εικόνα των βαθιών σημερινών καταστάσεων, του τριπλού προβλήματος της γνώσης και όχι μόνο.
Πηγές Πληροφορίας
-
Husserl, Edmund. Η Κρίση της Ευρωπαϊκής Ανθρωπότητας και η Φιλοσοφία. Εκκρεμές, Αθήνα, 2011.
-
Παπανικολάου, Α. Κ. Σχόλιο στη Συζήτηση Περί Ποιητικού Λόγου, στο Εντός και επέκεινα της Νευροεπιστήμης. Παρισιάνος, Αθήνα, 2018.
-
Bruner, J. S. (1986). Two modes of thought. In Actual minds, possible worlds. Harvard University Press, Cambridge MA.
-
Papadimitriou Ch. (2003), Mythematics: In Praise of Storytelling in the Teaching of Computer Science and Math. This paper is based on the talk at the 2003 ITICSE conference on July 2, 2003 in Thessaloniki.