You are currently viewing Δημήτρης Γαβαλάς: Τι Είναι Αναλογική Σκέψη

Δημήτρης Γαβαλάς: Τι Είναι Αναλογική Σκέψη

Ο άνθρωπος κατανοεί καταστάσεις και επιλύει προβλήματα χρησιμοποιώντας συχνά ως βάση τη γνώση του για ανάλογες καταστάσεις. Όταν μάλιστα του δίνεται η πληροφορία ότι δυο προβλήματα είναι ανάλογα μεταξύ τους, τότε σχεδόν πάντα επιτυγχάνει τελικά να τα λύσει. Αυτή η αναλογική λύση προβλημάτων είναι ιδιαίτερα χρήσιμη ευρετική μέθοδος σε περιπτώσεις όπου ο άνθρωπος αντιμετωπίζει νέα άγνωστα ζητήματα.

 

Αναλογία, Αναλογική Σκέψη, Αναλογική Λύση Προβλήματος

 

Τα τελευταία χρόνια η ομοιότητα και η αναλογία τυγχάνουν ιδιαίτερης προσοχής από την κοινότητα και αυτό εξαιτίας της συνειδητοποίησης ότι η ανθρώπινη σκέψη δεν λειτουργεί πάντα στη βάση γενικών και ελεύθερων περιεχομένου λογικών κανόνων εξαγωγής συμπερασμάτων, αλλά αντιθέτως είναι συνδεδεμένη με συγκεκριμένη γνώση και επηρεάζεται από το περιβάλλον στο οποίο λαμβάνει χώρα. Σε ένα τέτοιο σύστημα σκέψης, η μάθηση δεν ολοκληρώνεται προσθέτοντας απλώς νέα πληροφορία και εφαρμόζοντας τους ίδιους λογικούς κανόνες για την εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά εξαρτάται από την ικανότητα του ατόμου να αναγνωρίσει την πιο άμεσα σχετιζόμενη γνώση, η οποία υπάρχει ήδη στη μνήμη του, έτσι ώστε αυτή η γνώση να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σημείο εκκίνησης για να μάθει κάτι νέο.

 

Ένας διαδεδομένος ορισμός της αναλογίας είναι αυτός που την θεωρεί ως αντιστοίχηση/ απεικόνιση μεταξύ στοιχείων ενός αρχικού πεδίου (βάση) και ενός τελικού (στόχος). Η αναλογία είναι αντιστοίχηση γνώσης από ένα πεδίο (τη βάση), σε ένα άλλο (τον στόχο), η οποία συνεπάγεται ότι ένα σύστημα σχέσεων που ισχύουν μεταξύ των αντικειμένων της βάσης ισχύουν και μεταξύ των αντικειμένων του στόχου. Έτσι, η αναλογία είναι ένας τρόπος να εστιάσουμε στις σχεσιακές ομοιότητες ανεξάρτητα από τα αντικείμενα στα οποία αυτές οι σχέσεις είναι ενσωματωμένες.

Η αναλογία αποκαλύπτει ότι δύο καταστάσεις ή πεδία μοιράζονται τις ίδιες σχέσεις παρά τις διαφορές στα αντικείμενα από τα οποία συνίστανται. Για παράδειγμα, οι σχέσεις μεταξύ δύο μαγνητών είναι όμοιες με εκείνες  μεταξύ Ήλιου και πλανητών και επομένως σε αυτή τη βάση υπάρχει αναλογία και όχι σε ομοιότητα μεταξύ του μαγνήτη και του Ήλιου. Με άλλα λόγια, οι κοινές σχέσεις είναι ουσιαστικές στην αναλογία, ενώ τα κοινά αντικείμενα δεν είναι. Αυτό το γεγονός καθιστά την αναλογία χρήσιμη γνωστική διαδικασία. Αυτό όμως δεν επαρκεί, διότι υπάρχει μεγάλος αριθμός πιθανών σχέσεων σε μια αναλογία, οι περισσότερες από τις οποίες παραβλέπονται. Μπορούμε να πούμε ότι ο ιστός της αράχνης είναι ανάλογος με ένα δίχτυ ψαρέματος επειδή και τα δύο συλλαμβάνουν το θήραμά τους. Πώς, συνεπώς, επιλέγουμε σε ποιες σχέσεις θα εκχωρήσουμε την προσοχή μας; Μια απάντηση σε αυτό είναι ότι η διαδικασία της σύγκρισης λειτουργεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να ευνοεί τα αλληλοσυνδεδεμένα συστήματα σχέσεων στα δυο πεδία. Χρειάζεται ένα αναπαραστασιακό σχήμα ικανό να εκφράζει όχι μόνο τα αντικείμενα, αλλά  κυρίως τις μεταξύ τους σχέσεις.

Η αναλογία είναι είδος ομοιότητας περισσότερο ορισμένη και εννοιολογικά αποσαφηνισμένη. Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ αναλογίας και των άλλων ειδών ομοιότητας βρίσκεται στις προθέσεις του υποκειμένου. Αντικείμενα βρίσκονται σε συμφωνία μεταξύ τους κάτω από ορισμένη άποψη. Αν σκοπεύουμε να αναγάγουμε αυτή την άποψη, κάτω από την οποία συμφωνούν, σε ορισμένες έννοιες, θεωρούμε αυτά τα αντικείμενα ως ανάλογα. Αν επιτύχουμε να φτάσουμε σε καθαρές έννοιες, τότε έχουμε ξεκαθαρίσει την αναλογία.

 

Η σκέψη, η οποία χρησιμοποιεί την αναλογία, συνιστά την αναλογική σκέψη. H αναλογική σκέψη περιλαμβάνει μεταφορά πληροφορίας, η οποία συσχετίζει ένα πεδίο που ήδη υπάρχει στη μνήμη (βάση) με ένα πεδίο που πρέπει να ερευνηθεί (στόχος). Μια επιτυχής και χρήσιμη αναλογία εξαρτάται από την ύπαρξη κάποιου είδους ομοιότητας μεταξύ της βάσης και του στόχου και η αντίληψη της ομοιότητας παίζει σπουδαίο ρόλο στις βασικές διαδικασίες που σχετίζονται με την αναλογική σκέψη. Τρεις τέτοιες διαδικασίες φαίνεται ότι είναι κρίσιμες :

(ι) αναγνώρισης μιας κατάλληλης αναλογίας,

(ιι) απεικόνισης της πληροφορίας, η οποία σχετίζεται με την συγκεκριμένη αναλογία, στο πεδίο στόχου,

(ιιι) παραγωγής γενικών κανόνων και αναπαραστάσεων στηριγμένων στα αποτελέσματα της αναλογικής σκέψης.

 

Οι άνθρωποι για να αναγνωρίσουν μια κατάλληλη αναλογία πρέπει να αντιληφθούν κάποια ομοιότητα μεταξύ της βάσης και του στόχου. Η πρόκληση για την αναγνώριση αναλογίας εμφανίζεται όταν η βάση είναι εννοιολογικά απομακρυσμένη από τον στόχο. Οι άνθρωποι έχουν μεγάλη δυσκολία στο να ανακτήσουν ένα απομακρυσμένο ανάλογο, το οποίο να ικανοποιεί τους σκοπούς του πεδίου-στόχου, ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες το ανάλογο έχει δοθεί. Το ζήτημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν μπορούν να αναπαραστήσουν τα προβλήματα σε ένα τέτοιο επίπεδο αφαίρεσης ελεύθερο συγκεκριμένου περιεχομένου, ώστε να επιτύχουν την επίλυση του προβλήματος. Οι ενήλικες και οι πεπειραμένοι έχουν καλύτερη πρόσβαση από τα παιδιά και τους αρχάριους στις αναλογίες μεταξύ πεδίων. Πώς επιτυγχάνεται ευκολότερη πρόσβαση σε αναλογίες από απομακρυσμένα πεδία; Μια πιθανή απάντηση είναι ότι οι ενήλικες και οι πεπειραμένοι, καθώς αναπτύσσονται και προσλαμβάνουν γνώση, παρατηρούν και χρησιμοποιούν την ομοιότητα σε αναφορά με τις σχεσιακές ιδιότητες και τις αλλαγές τους. Επίσης, η δυνατότητα παρατήρησης και χρήσης της ομοιότητας σε σχέσεις είναι στη διάθεση των παιδιών και των αρχαρίων, αλλά οι αναπαραστάσεις τους δεν περιέχουν την σχεσιακή πληροφορία που απαιτείται.

 

Ο γενικότερος όρος για τη χρήση στρατηγικών επίλυσης προβλημάτων με όμοια/ ανάλογα προβλήματα είναι αναλογική λύση προβλημάτων. Το σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται είναι ότι οι άνθρωποι λύνουν προβλήματα αναγνωρίζοντας αναλογίες μεταξύ των παλαιότερων και των νέων προβλημάτων. Η αναλογική λύση προβλημάτων μπορεί να ξεκινήσει είτε από μια αυθόρμητη ανάκληση της βάσης στη μνήμη και την παρατήρηση της αναλογίας μεταξύ αυτής της συγκεκριμένης περίπτωσης και του στόχου, είτε από το να δοθεί μια υπόδειξη για τη χρησιμοποίηση μιας συγκεκριμένης περίπτωσης ως βάσης της αναλογίας. Οι άνθρωποι έχουν δυσκολία στο να ανακαλέσουν αυθόρμητα τη βάση και αυτό είναι το σπουδαιότερο μειονέκτημα στην αναλογική λύση προβλημάτων. Ο βασικός παράγοντας που επηρεάζει τη διαδικασία ανάκλησης είναι η σημασιολογική ομοιότητα μεταξύ της βάσης και του στόχου, δηλαδή ο αριθμός των κοινών χαρακτηριστικών τους.

 

Είναι χρήσιμο να διαιρέσουμε την αναλογική σκέψη σε δυο βασικές συνιστώσες:

(ι) Τη διαδικασία αντίληψης της κατάστασης, η οποία περιλαμβάνει το να πάρουμε τα δεδομένα μιας κατάστασης, να τα φιλτράρουμε και να τα οργανώσουμε με διάφορους τρόπους, ώστε να έχουμε μια κατάλληλη αναπαράσταση για ένα δεδομένο πλαίσιο,

(ιι) Τη διαδικασία απεικόνισης. Αυτή περιλαμβάνει το να πάρουμε τις αναπαραστάσεις δυο καταστάσεων και να βρούμε κατάλληλες αντιστοιχίες μεταξύ τους, ώστε να παράγουμε το συνταίριασμα που ονομάζουμε αναλογία. Επίσης, η αναλογική σκέψη εξαρτάται από την υψηλού επιπέδου αντίληψη με πολύ άμεσο τρόπο. Όταν οι άνθρωποι βρίσκουν αναλογίες αντιλαμβάνονται κάποιες απόψεις από τις δομές δυο καταστάσεων -τις ουσίες αυτών των καταστάσεων- ως ταυτόσημες.

 

Τελειώνουμε με το παρακάτω κλασικό παράδειγμα.

Το Πρόβλημα του Κάστρου: Σε μια χώρα ένας δικτάτορας έχει επιβάλει αυταρχικό καθεστώς και κυβερνάει τη χώρα από ένα ισχυρό κάστρο, που βρίσκεται στο κέντρο της χώρας, τριγυρισμένο από αγροκτήματα και χωριά. Πολλοί δρόμοι ξεκινούν από το κάστρο ακτινωτά, όπως ακριβώς οι ακτίνες ενός τροχού. Ένας στρατηγός συγκεντρώνει στρατό στα σύνορα της χώρας με στόχο να καταλάβει το κάστρο και να ελευθερώσει τη χώρα από τον δικτάτορα. Ο στρατηγός γνωρίζει ότι, αν ολόκληρος ο στρατός του μπορούσε να επιτεθεί στο κάστρο συγχρόνως, αυτό θα έπεφτε. Τα στρατεύματά του βρίσκονται στην αρχή ενός από τους δρόμους που οδηγούν στο κάστρο, περιμένοντας το σήμα της επίθεσης. Όμως ένας κατάσκοπος φέρνει στον στρατηγό μια αναφορά που τον προβληματίζει. Ο δικτάτορας έχει τοποθετήσει νάρκες σε όλους τους δρόμους. Οι νάρκες έχουν τοποθετηθεί έτσι, ώστε να επιτρέπουν το ασφαλές πέρασμα μόνο μικρών ομάδων ανδρών, καθώς χρειάζεται να μετακινούνται εργάτες και στρατιώτες από και προς το κάστρο. Ωστόσο, μια οποιαδήποτε μεγάλη δύναμη ανθρώπων θα προκαλούσε την έκρηξη των ναρκών. Αυτό όχι μόνο θα κατέστρεφε τον δρόμο και θα τον έκανε αδιάβατο, αλλά θα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή πολλών χωριών, λόγω αντιποίνων. Έτσι, μια καθολική κατ’ ευθείαν επίθεση στο κάστρο φαντάζει αδύνατη. Ο στρατηγός μοιράζει τον στρατό σε μικρές ομάδες και στέλνει την κάθε μια στην αρχή ενός διαφορετικού δρόμου, δίνει το σύνθημα και κάθε ομάδα προχωράει διαμέσου ενός διαφορετικού δρόμου. Όλες οι ομάδες περνούν με ασφάλεια από τα ναρκοπέδια και συγκεντρώνονται κάτω από το κάστρο. Έτσι ο στρατηγός επιτίθεται στο κάστρο με όλες του τις δυνάμεις. Κατ’ αυτό τον τρόπο μπόρεσε να καταλάβει το κάστρο και να ανατρέψει τον δικτάτορα.

Το πρόβλημα της Ακτινοβολίας: Υποθέστε ότι είστε γιατρός που έχει έναν ασθενή με κακοήθη όγκο στο στομάχι. Ο ασθενής δεν είναι δυνατό να εγχειριστεί, αλλά αν δεν καταστραφεί ο όγκος θα πεθάνει. Υπάρχει ένα είδος ακτινοθεραπείας που μπορεί να εφαρμοστεί για να καταστραφεί ο όγκος. Αν οι ακτινοβολίες φθάσουν στον όγκο με ικανοποιητική ένταση, τότε ο όγκος θα καταστραφεί. Δυστυχώς, όμως, στην ένταση αυτή θα καταστραφούν και οι υγιείς ιστοί τους οποίους θα διαπεράσουν οι ακτίνες για να φθάσουν τον όγκο. Σε μικρότερη ένταση οι ακτινοβολίες είναι αβλαβείς για τον υγιή ιστό, αλλά και αναποτελεσματικές για τη θεραπεία του όγκου. Τι είδους διαδικασία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ώστε να καταστραφεί ο όγκος με τις ακτινοβολίες και συγχρόνως να αποφευχθεί η καταστροφή των υγιών ιστών;

Αναλογικά προς τη λύση που εφάρμοσε ο στρατηγός: Διαίρεση των ακτίνων και εφαρμογή πολλών ακτινοβολιών μικρής έντασης από πολλές πηγές και κατευθύνσεις ταυτόχρονα προς τον όγκο. 

 

Οι δύο αυτές αναπαραστάσεις δεν έχουν τίποτα κοινό επιφανειακά. Στη βάση αναπαρίστανται έννοιες όπως στρατηγός, στρατιώτες, νάρκες, δρόμοι κτλ., ενώ στον στόχο έννοιες όπως γιατρός, ασθενής, όγκος, ακτινοβολίες κτλ. Υπάρχει δυσκολία να εξηγηθεί πώς ο εγκέφαλος βρίσκει αντιστοιχίες μεταξύ καταστάσεων που είναι, με την πρώτη ματιά, τόσο ασυσχέτιστες μεταξύ τους. Πάντως, η αφηρημένη αρχή που διέπει τις λύσεις τέτοιων προβλημάτων είναι: ‘Αν χρειάζεσαι μια μεγάλη δύναμη για να πετύχεις κάποιο σκοπό, αλλά εμποδίζεσαι να εφαρμόσεις αυτή τη δύναμη απευθείας, πολλές μικρότερες δυνάμεις εφαρμοζόμενες ταυτόχρονα από διάφορες κατευθύνσεις μπορεί να λειτουργήσουν αποτελεσματικά’. 

 

Όταν οι άνθρωποι καταπιάνονται με νέες ιδέες συχνά στρέφονται στην αναλογία, καθώς με τη βοήθεια του πολιτισμού βάζουν μαζί πράγματα ασυσχέτιστα. Αυτό δεν δημιουργεί σύγχυση, αλλά βαθιά γνώση. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η ανάμειξη δεν είναι τυχαία. Αν και η δημιουργία αναλογίας απαιτεί ένα άλμα, αυτό το άλμα δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε τυφλό. Η αναλογία πάντα καθοδηγείται από τους βασικούς περιορισμούς της ομοιότητας, της δομής και του σκοπού. Αυτό γίνεται φανερό και στην ποίηση με τη μεταφορά που χρησιμοποιείται ευρέως.  

 

 

Δημήτρης Γαβαλάς

O Δημήτρης Γαβαλάς γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1949. Σπούδασε Μαθηματικά, Κυβερνητική και Συστήματα Αυτομάτου Ελέγχου σε μεταπτυχιακές σπουδές και Ψυχολογία του Βάθους σε ελεύθερες σπουδές. Εκπόνησε Διδακτορική Διατριβή με θέμα τα Μαθηματικά, τη Θεμελίωση και τη Διδακτική τους. Αρχικά εργάστηκε ως Επιστημονικός Συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο Πατρών και ως Ερευνητής στο Κέντρο Ερευνών «Δημόκριτος». Στη συνέχεια εργάστηκε στην εκπαίδευση ως καθηγητής Μαθηματικών. Συνεργάστηκε με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (στη συγγραφή Προγραμμάτων Σπουδών & σχολικών βιβλίων και σε άλλα εκπαιδευτικά θέματα). Εργάστηκε επίσης στη Βαρβάκειο Σχολή, και συνέχισε ως Σχολικός Σύμβουλος. Για το πνευματικό του έργο, έχει τιμηθεί από τον Δήμο Κορινθίων. Το δοκίμιό του για τον Οδυσσέα Ελύτη έλαβε κρατική διάκριση, ενώ το ποίημα «Φανταστική Γεωμετρία» περιελήφθη στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β΄ τάξης του Γυμνασίου.

Έργα του Δημήτρη Γαβαλά:

Ποίηση

Σπουδές. Αθήνα, 1973.
Μετάβαση στο Όριο. Αθήνα, 1974.
Ανέλιξη. Αθήνα, 1975.
Δήλος. Αθήνα, 1976.
Εσωτερική Αιμομιξία. Αθήνα, 1977.
Η Πάλη με το Άρρητο. Αθήνα, 1978.
Ελεγείο. Αθήνα, 1979.
Τα Εξωστρεφή. Αθήνα, 1980.
“Η Του Μυστικού Ύδατος Ποίησις“. Αθήνα 1983.
Το Πρόσωπο της Ευτυχίας. Κώδικας, Αθήνα, 1987.
Απλά Τραγούδια για έναν Άγγελο. Κώδικας, Αθήνα, 1988.
Φωτόλυση. Κώδικας, Αθήνα, 1989.
Ακαριαία. Κώδικας, Αθήνα, 1994.
Σύμμετρος Έρωτας Ή Τα Πρόσωπα του Αγγέλου. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1996
Άγγελος Εσωτερικών Υδάτων. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1998.
Το Λάμδα του Μέλλοντος. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2003.
Ποιήματα 1973-2003: Επιλογή. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2004.
Ου Παντός Πλειν. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2006.
Στη Σιωπή του Νου. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2013.
Δίχως Μαγνητόφωνα Φωνόγραφους Δίσκους και Μαγνητοταινίες. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2016.

Δοκίμιο

Η Εσωτερική Διαλεκτική στη «Μαρία Νεφέλη» του Οδυσσέα Ελύτη. Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1987. (σσ. 94).
Ψυχο-Κυβερνητική και Πολιτική: Αναλυτική Θεώρηση του Πολιτικού Φαινομένου. Κώδικας, Αθήνα, 1989. (σσ. 40).
Αισθητική και Κριτική Θεωρία των Αρχετύπων: Θεωρητικά Κείμενα και Εφαρμογές. Κώδικας, Αθήνα, 1999. (σσ. 202).

Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια
Nicoll, M. Ψυχολογικά Σχόλια στη Διδασκαλία του Γκουρτζίεφ. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1997. (σσ. 96).


Επιστημονικά Βιβλία

Πρότυπα και Χαρακτήρας Κυβερνητικών Συστημάτων: Συμβολή στη Θεωρητική Κυβερνητική – Ένα Μαθηματικό Μοντέλο. Πάτρα, 1977 και Αθήνα, 1993 . (Διδακτορική Διατριβή). (σσ. 250).
Η Θεωρία Κατηγοριών ως Υποκείμενο Πλαίσιο για τη Θεμελίωση και Διδακτική των Μαθηματικών: Συστημική Προσέγγιση της Εκπαίδευσης. Πάτρα, 2000. (Διδακτορική Διατριβή). (σσ. 350).
Θέματα από τα Σύγχρονα Μαθηματικά 1: Μη-συμβατική Ανάλυση, Ασαφή Σύνολα, Η έννοια της Μη-διακριτότητας. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2005. (σσ. 190).
Θέματα από τα Σύγχρονα Μαθηματικά 2: Πρώτη Μύηση στη Θεωρία Κατηγοριών. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2006. (σσ. 330).
Το Αρχέτυπο του Τυχερού Παιχνιδιού: Για την Τύχη, τη Μαντική και τη Συγχρονότητα Σύμφωνα με τις Απόψεις των C. G. Jung και M.- L. von Franz. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2006. (σσ. 280). (Σε συνεργασία).
On Number’s Nature. Nova Publishers, NY, 2009 (pp. 70).
Συστημική: Σκέψη και Εκπαίδευση – Συμβολή στο Ζήτημα της Εκπαίδευσης. Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2011. (σσ. 310).
Αρχετυπικές Μορφογενέσεις. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2012.
Θέματα από τα Σύγχρονα Μαθηματικά 3: Για τη Φύση του Αριθμού. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2012. (σσ. 360).
Αρχέτυπο: Η Εξέλιξη μιας Σύλληψης στον Τομέα της Γνώσης. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2015. (σσ. 320).
Κυβερνητική: Αναζητώντας την Ολότητα. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2016. (σσ. 400).

Κρατικά Σχολικά Βιβλία
Οδηγίες για τη Διδασκαλία των Μαθηματικών στην Α΄ Τάξη Λυκείου. (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1997.
Μαθηματικά Θετικής Κατεύθυνσης για τη Β΄ Τάξη Λυκείου. (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1998 – 2015.
Λογική: Θεωρία και Πρακτική για τη Γ΄ Τάξη Λυκείου. (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1999-2015.
Οδηγίες για τη Διδασκαλία των Μαθηματικών στο Γυμνάσιο και το Λύκειο (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1998 – 2008.
Μιγαδικοί Αριθμοί. Κεφάλαιο στο: Μαθηματικά Θετικής Κατεύθυνσης για τη Γ΄ Τάξη Λυκείου (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1999-2015.



Δημοσίευσε επίσης πλήθος άρθρων σε εφημερίδες και περιοδικά για θέματα εκπαίδευσης, πολιτικής, λογοτεχνίας κτλ.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.