Στην παρουσίαση του προηγούμενου βιβλίου του Τ. Μπέσιου,”φυλακές απόπειρες” (εκδ. ΕΚΑΤΗ), επισημαίναμε ότι: «Η θεματική αυτή (δηλαδή το αδύνατο της επιθυμίας) συνδέεται άμεσα με μια σειρά από άλλες σταθερές στο έργο του: το θέμα του χρόνου και η διαλεκτική του με τον χώρο που παραπέμπει ευθέως στο θάνατο και το σώμα, το θέμα του εαυτού και της ταυτότητας, οι δυνατότητες αλλά και τα όρια της γλώσσας, της ποίησης και του έρωτα».
Ακόμη σημειώναμε, διαβάζοντας παράλληλα δύο ποιήματά του από την ίδια συλλογή (Χωροταξία vs Χρονοταξία, σελ.43 και Ασυμμετρίας Εγκώμιον, σελ.74): «Στην τελευταία στροφή οι στίχοι ‘’ούτε σώμα /ούτε στόμα’’ παραπέμπουν σε μια επικράτεια πέραν του σώματος και του λόγου, εκεί όπου η σωτηρία έρχεται από την σιωπή και την φύση, με ‘’τον ήχο της βροχής’’. Ένα λεπτό νήμα συνδέει αυτούς τους στίχους με το τελευταίο ποίημα της συλλογής με τίτλο ‘’Ασυμμετρίας Εγκώμιον’’: η αίσθηση του αιφνιδιασμού- ‘’και ξαφνικά’’ στο ένα ‘’αφανώς…από αιφνίδιον κρημνόν’’ στο άλλο- η φύση με τον ‘’ήχο της βροχής’’ στο ένα και τον ‘’σκαληνό ήλιο’’ που ανατέλλει στο άλλο, το πέραν του σώματος και του λόγου στο ένα και το πέραν του χρόνου στους στίχους ‘’ερείπια το χθες’’ στο άλλο. Ο ποιητής νομίζω επιχειρεί με το ασύμμετρο εργαλείο της ποίησης να ανασυστήσει ένα είδος θεμελιώδους πρωτογλώσσας, που βρίσκεται πριν από το λόγο, τον χρόνο και το υποκείμενο αλλά ταυτόχρονα και στην αρχή τους, όπως το δείχνει στους στίχους που κλείνουν το ποίημα και όλη την συλλογή: «Και ανατέλλει…Διαυγής/μια διάλεκτος / κραυγών και επιφωνημάτων.»
Με την καινούρια του συλλογή με τον τίτλο ‘Αιφνίδιων ήχων φως’(εκδ. ΕΚΑΤΗ), ο Μπέσιος μοιάζει να συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε∙ ο τίτλος της νέας του συλλογής ακούγεται να συνομιλεί με την κατακλείδα της προηγούμενης. Οι θεματικές του πάντοτε σταθερές, όμως στην τελευταία του δουλειά έχει εμπλουτίσει, αλλά και οξύνει, την εκφραστική δύναμη της ποίησής του. Οι ‘μινιατούρες’ του-μεμονωμένοι στίχοι που διαβάζονται σαν αφορισμοί- είναι το νέο στοιχείο που αναδεικνύει ένα κατεξοχήν χαρακτηριστικό της ποίησης του Μπέσιου, δηλαδή τον αιφνιδιασμό από την-σχεδόν αποκαλυπτικής υφής- επίδραση που έχει στον αναγνώστη η συμπύκνωση εικόνων και ιδεών που επιβάλλουν οι στίχοι του.
Ένας μάστορας των αφορισμών, ο φιλόσοφος Εμίλ Σιοράν γράφει στο κείμενό του ‘Το παράσιτο των ποιητών’ (Εγκόλπιο ανασκολοπισμού,Eκδ.Εξάντας, μτφ. Κωστής Παπαγιώργης): «Σε αυτό αναγνωρίζω έναν αληθινό ποιητή: συγχρωτιζόμενος μαζί του, ζώντας καιρό σε μύχια σχέση με το έργο του, κάτι αλλάζει μέσα μου: οχι τόσο οι κλίσεις ή τα γούστα μου όσο το ίδιο το αίμα μου, λες και κάποιο λεπτό κακό παρείσφρησε για να αλλάξει την πορεία του, την πυκνότητα και την ποιότητά του…ένας Σέλλευ, ένας Μπωντλαίρ, ένας Ρίλκε βυθίζονται στον οργανισμό μας που τους ενσωματώνει όπως μια κακή έξη».
Μινιατούρες του Μπέσιου όπως ‘Θλίψη/χρόνος τυφλός που μυρίζει εαυτό’, ή ‘Άν τυφλώσεις τις λέξεις/η νύχτα θα σε καταπιεί’, αλλά και ολόκληρα ποιήματά του- βλέπε ενδεικτικά το ‘Δειλινό νομισματοκοπείο’, όπου το ουσιαστικό του τίτλου λειτουργεί σαν επίθετο-αποτελούν εχέγγυα ότι η ανάγνωσή του, παρέχει στον αναγνώστη την εμπειρία της αληθινής ποίησης, σύμφωνα με το σιορανικό κριτήριο: ο Μπέσιος είναι αληθινός ποιητής, και σαν τέτοιος, προχωράει μαζί με την στρατιά των ποιητών που απαριθμεί στο συγκλονιστικό ποίημα ‘Πορεία’, προχωράει σε κάθε του νέο βιβλίο και ας ξέρει ότι η κατεύθυνση είναι ‘Σε κάθε βήμα/ πιο βαθιά στο πουθενά’, ας γνωρίζει- ή ίσως ακριβώς επειδή γνωρίζει- ότι η κατάληξη είναι αυτή του ποιήματος: ‘Τέλος χωρίς/ Τέλος χωρίς/ Τέλος χωρίς’.