«Διαβάζετε διηγήματα;»
Η ερώτηση τον ξάφνιασε. Αργότερα σκέφτηκε ότι η σωστή λέξη είναι “τον σόκαρε”, αφού από εκεί και πέρα δεν θυμόταν τίποτε απολύτως από τα λόγια του ομιλητή. Είχε βρεθεί στην παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων περισσότερο από υποχρέωση. Ο συγγραφέας υπήρξε συμμαθητής του στο Γυμνάσιο -από τότε είχε να ακούσει γι’ αυτόν- αλλά κάποιοι κοινοί φίλοι τον παρακίνησαν και αποφάσισε να πάει.
«Διαβάζετε διηγήματα;»
Το ερώτημα προφανώς ρητορικό, όμως αυτός, από μέσα του, προσπάθησε να απαντήσει και του ήρθε στον νου η τελευταία φορά που έπιασε να διαβάσει μια συλλογή. Τι σου κάνει το μυαλό! Σας έχει τύχει ποτέ να τρώτε κάστανα και ένα από αυτά, ενώ δεν του φαινόταν, να είναι χαλασμένο; Προκειμένου να σας φύγει η άσχημη γεύση, πρέπει να φάτε ένα σωρό άλλα στο κατόπι, με την προϋπόθεση ότι είστε τυχεροί και θα είναι όλα γερά και νόστιμα. Διότι, αν ξανατύχει χαλασμένο και μάλιστα είναι το τελευταίο…
Ύστερα σκέφτηκε πόσο δίκιο είχαν οι παλιοί, οι σπουδαίοι διηγηματογράφοι που δεν εξέδιδαν συλλογές, αλλά δημοσίευαν περιστασιακά τα διηγήματά τους. Και αναρωτήθηκε πώς να αισθάνονταν άραγε οι τυχεροί αναγνώστες εκείνου του καιρού, που διάβαζαν ένα τέτοιο διήγημα σε κάποια εφημερίδα και μετά περίμεναν πότε θα δημοσιευτεί το επόμενο, -σε λίγες εβδομάδες; σε λίγους μήνες;- προκειμένου να νιώσουν και πάλι τη συγκίνηση και να απολαύσουν μια νέα, πολύτιμη αναγνωστική εμπειρία.
Τα σκεφτόταν όλα αυτά, ενώ η παρουσίαση προχωρούσε ερήμην του. Όταν άρχισαν να διαβάζουν κάποια αποσπάσματα, του ήρθαν στον νου τα λόγια του Γιάννη Νεγρεπόντη, από τα Μικροαστικά του Κηλαηδόνη: «Βεβαίως κάπως έπληξε, πολλές χρονολογίες, μα ευτυχώς υπήρξανε και οι απαγγελίες…»
Με τούτα και με κείνα, το χειροκρότημα τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Αγόρασε ένα αντίτυπο. Αφιέρωση: «Στον παλιό μου συμμαθητή, Γιάννης». Δεν ακολούθησε τους άλλους στην ταβέρνα, προτίμησε να γυρίσει στο σπίτι.
‡
Τα λεξικά δεν τον βοήθησαν.
Διήγημα…
Μπαμπινιώτης: πεζογράφημα μικρής σχετικά έκτασης, το οποίο παρουσιάζει την ολοκληρωμένη αφήγηση περιστατικού ή ιστορίας
Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη: είδος πεζογραφήματος, αφήγηση που είναι συντομότερη από το μυθιστόρημα, με λίγα συνήθως πρόσωπα και υπόθεση φανταστική ή πραγματική
Κατέφυγε στις κλασικές αξίες.
Ο Δημητράκος μια από τα ίδια: Λογοτεχνικόν είδος περιέχον αφήγησιν φανταστικού ή πραγματικού γεγονότος
Ο Πάπυρος Λαρούς όμως έχει να προσθέσει κάτι πολύ ενδιαφέρον: Λογοτεχνικόν […] μπλα μπλα […] προς αισθητικήν τέρψιν του αναγνώστου!
Το ξαναδιάβασε «προς αισθητικήν τέρψιν του αναγνώστου»…
Δεν άνοιξε καθόλου το Λεξικό λογοτεχνικών όρων Αγησιλάου Ντόκα, την τελευταία του ελπίδα για κάτι περισσότερο κατατοπιστικό, παρά έπιασε το βιβλίο. Η εικόνα τού εξωφύλλου κάτι σαν ασπρόμαυρο σκίτσο με δυο χέρια κι ένα δαχτυλίδι από κουτάκι μπύρας, σε χαρτί μιλιμετρέ!
Γιάννης Νταουλτζής, Τατουάζ στον Παράμεσο (το «Παράμεσο» με κεφαλαίο, παρατήρησε) ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, εκδ. momentum 2019
Το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό ήταν το χιλιοειπωμένο «πού πας, ρε Καραμήτρο». Με τέτοιο όνομα και με τέτοιο εξώφυλλο, δεν υπήρχε περίπτωση να αγοράσει κάποιος το βιβλίο, βλέποντάς το απλώς σε μια βιτρίνα. Γι’ αυτό όμως γίνονται οι παρουσιάσεις. Γι’ αυτό υπάρχουν και οι φίλοι. Να, για παράδειγμα εκείνος.
Άνοιξε στην τύχη:
Ο γάμος γίνηκε στην αυλή του σχολειού, λίγα μέτρα από το πατρικό. Ο αέρας μύριζε γλέντι, γαμοπίλαφο, κοντυλιές, οφτό, βαριά χτυπήματα από στιβάνια κι ελαφρά από γυναικεία τακουνάκια, μακαρόνια στο ζουμί με ανθότυρο, και μπαρούτι από τις μπαλωθιές. Η νύφη δεν άφησε κανέναν λυράρη παραπονεμένο. Πρώτη στη σούστα, τον συρτό, τον πεντοζάλη, τον σιγανό, τον μαλεβιζιώτη. Τόσο που σε μια στροφή έσπασε, σαν χορδή από τη λύρα, το τακουνάκι του νυφιάτικου παπουτσιού. Παραπάτησε το Ουρανιό, όμως κρατήθηκε και τελείωσε τον χορό κουτσαίνοντας. Και αντίς να κωλοκάτσει, τραβήξαμε με γυμνά πόδια και την ουρά από το νυφικό στη μαοχάλη για το σπίτι των γονιώνε, μαζί με την κουμπάρα, για να αλλάξει παπούτσια και να συνεχίσει το ξεφάντωμα. Φτάνοντας με γέλια για το πάθημα στο σπίτι, δεν προσέξαμε το φως στην κρεβατοκάμαρη των γονιών και ανοίξαμε την πόρτα, αντικρίζοντας πατέρα και ξαδέρφη σε σκηνή… Ουρά νυφικού, παπούτσια και αξιοπρέπειες σωριάστηκαν στο πάτωμα. Άλαλη η πεντάδα θεατών και πρωταγωνιστών δεν έβγαλε λέξη. Μονάχα «Θεόψυχά μου» αναφώνησε το Ουρανιό. Θράψαλα έγινε το πρόσωπό της. Από την αυλή του σχολειού ο ήχος λύρας και πυροβολισμών συνεχιζόταν ανάκατα. Η πόρτα έτριξε. Το σεντόνι σκέπασε τα κορμιά. Σκηνή δεν εγίνηκε.
Η νύφη άλλαξε παπούτσια, γύρισε στο γλέντι και συνέχισε μέχρι πρωίας. Θαρρείς και πάλευε να παγουδιάσει. Τσιμουδιά εγώ. Τσιμουδιά και η κουμπάρα. Φαρμάκι η νύφη. Και πώς το λες τση μάνας;
«Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ»… (Είχε το χούι να σκέφτεται με στίχους.)
Διάβασε και δεύτερο και τρίτο απόσπασμα και μετά έπιασε το βιβλίο από την αρχή και δεν το άφησε παρά στο τέλος.
Κάθισε στον υπολογιστή. Τι κάστανα και αηδίες! Έγραψε:
Φανταστείτε ένα κουτί με εκλεκτά σοκολατάκια, που το καθένα όμως έχει διαφορετική γεύση. Αν κάνεις το λάθος και πεις «στάσου να δω πώς είναι το επόμενο», την πάτησες. Στο τέλος μπορεί να έχεις αδειάσει το κουτί, και εκείνο που θα σου μείνει είναι η αίσθηση ότι μόλις ολοκλήρωσες μια απολαυστική κατάχρηση.
Έχω την πεποίθηση πως τέτοια σοκολατάκια θα έπρεπε να πωλούνται σε ειδική, και μάλιστα πανάκριβη συσκευασία που θα περιείχε… μόνον ένα! Να το τρως και να σου μένει η γεύση στο στόμα για ώρα, η δε ανάμνησή της να κρατά μέχρι να βρεις τα χρήματα και τον χρόνο να αγοράσεις το επόμενο. Να, κάτι σαν τα παγωτά που απολαμβάναμε στα παιδικά μας χρόνια, αγορασμένα, ας πούμε από τον «Φοίνικα» ή τον «Λιόντα», και τα αριθμούσαμε ένα ένα, στην πραγματικότητα όχι για να παραβγούμε με τους άλλους, αλλά επειδή το καθένα ήταν μια μοναδική εμπειρία.
Ωραίο αυτό! Σκέφτηκε να βρει το e-mail -κάπου το είχε δει στο βιβλίο- και να το στείλει, αντίδωρο, στον Γιάννη. Ή μήπως ήταν καλύτερα να κάνει ένα μικρό κείμενο για την τοπική εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν, όχι σαν κριτικός λογοτεχνίας -πού τέτοια αξιοσύνη; αυτός για αθλητικά έγραφε- αλλά θα το έκανε με ψευδώνυμο.
Ξανάπιασε το πληκτρολόγιο:
Θέλοντας, λοιπόν, να σας μιλήσω για τη συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Νταουλτζή, «Τατουάζ στον Παράμεσο», το πρώτο που έχω να σας συμβουλέψω είναι αυτό. Διαβάστε τα ένα τη φορά, αργά, απολαυστικά, δίνοντας στον εαυτό σας όλον τον απαραίτητο χρόνο να χαρεί την επίγευση που αφήνει πάντοτε ένα καλογραμμένο ανάγνωσμα.
Μην την πατήσετε δηλαδή σαν εκείνους τους γευσιγνώστες που υποχρεώνονται να δοκιμάσουν δεκάδες διαφορετικά κρασιά μέσα σε λίγη ώρα, πιθανότατα πολύ σπουδαία κρασιά, από τα οποία όμως τους μένουν μόνο κάποιες σημειώσεις σε ένα φυλλάδιο γευσιγνωσίας.
Ή μη σας συμβεί αυτό που παθαίνουν όσοι τρέχουν στα φεστιβάλ κινηματογράφου και προσπαθούν να δουν όσο περισσότερες ταινίες μπορούν, και στο τέλος της ημέρας είναι δύσκολο να πουν αν τους έμεινε κάτι έστω από την τελευταία που παρακολούθησαν.
Πολύ γενικόλογα. Δεν έπρεπε να πει και κάτι για τα διηγήματα; Πώς όμως; Δεν ήξερε από πού να αρχίσει, σε τι ακριβώς να αναφερθεί…
Το βλέμμα του έπεσε στον Ντόκα. Ίσως του έδινε καμιά ιδέα. Άνοιξε στο λήμμα:
Αφηγηματικό λογοτεχνικό είδος που έχει κύρια χαρακτηριστικά τη συντομία, την απλότητα, την αμεσότητα, την ενιαία θεματική γραμμή και τον μικρό αριθμό παρουσιαζομένων προσώπων.
Να αυτό ήταν κάτι καλό για να ξεκινήσει. Τα διηγήματα του Γιάννη ήταν πράγματι έτσι. Αν θα στεκόταν κάπου ιδιαιτέρως, ήταν η αμεσότητά τους. Γι’ αυτό θα μπορούσε να γράψει αρκετά. Το σημείωσε σε ένα χαρτί και συνέχισε το διάβασμα:
Ως πρωταρχικές μορφές διηγήματος μπορούν να θεωρηθούν τα συναξάρια, οι μύθοι, τα παραμύθια. Παράλληλα, υπάρχουν ως κύρια ήδη σε λιτές μορφές του διηγήματος το ανέκδοτο, η νουβέλλα και η μπαλάντα.
Σημείωσε: συναξάρι και μπαλάντα. Πράγματι, μέσα στη συλλογή που μόλις διάβασε υπήρχαν συναξάρια αγίων… της διπλανής πόρτας, ανθρώπων που αξιώθηκαν μιας τέτοιας χάρης επειδή ποτέ κανείς τους δεν θεώρησε τον εαυτό του κάτι σπουδαίο, όπως λέει το Ευαγγέλιο -ή μήπως το διάβασε στον Ντοστογιέφσκι; Άνθρωποι χτυπημένοι από τη μοίρα, που η τύχη τούς γύρισε την πλάτη ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε να τους χαμογελάσει, άνθρωποι που… δεν έχουν τόπο, ούτε ελπίδα, δεν θα τους κλάψει καμιά πατρίδα (-το υπογράμμισε για να ψάξει αργότερα τους ακριβείς στίχους).
Μια μαθήτρια με ειδικές, πολύ ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, ένας μετανάστης που πέθανε χωρίς να μάθει γιατί, μια γυναίκα που γλίτωσε από τον Δράκο, όχι όμως από τα χειρότερα, ένα πατέρας που αντιστάθηκε στο στενό μαρκάρισμα των χουντικών να καρφώνει τους πελάτες του, μια μάνα που άλλαξε τέσσερις φορές επίθετο…
Το σάουντρακ της ζωής τους θα ήταν σίγουρα γραμμένο από τον Μάνο Ελευθερίου. «Ποιος τη ζωή μου κυνηγά», ή… «πληρώσαν τα όνειρά τους και πάντα μετρητοίς τους πληρώσαμε κι εμείς για να μείνουν αφανείς». (Αυτό το χούι του!) Αφανείς, περιμένοντας κάποιον Γιάννη Νταουλτζή να ακούσει την ιστορία τους και να τη μεταγράψει σε διήγημα ή σε μπαλάντα των αισθήσεων, κυρίως όμως των παραισθήσεων, από εκείνες που φέρνει το πιοτό, η αρρώστια, ο μεγάλος πόνος, οι ουσίες, αλλά και ο ξαφνικός χαμός.
Έπιασε πάλι το πληκτρολόγιο και έγραψε (αργότερα θα τα τακτοποιούσε με «κόπι πάστε»):
Δίπλα στους κεντρικούς του ήρωες, ο συγγραφέας τοποθετεί ένα σωρό δευτερεύοντες αλλά πολύ αξιόλογους χαρακτήρες, τύπους που άλλοτε απλώς παρακολουθούν την ιστορία, άλλοτε τη διαμορφώνουν και άλλοτε βρίσκονται εκεί για να την αφηγηθούν στον… αφηγητή.
Αυτό το τελευταίο μπορεί να μπερδέψει, σκέφτηκε. Ξανάνοιξε τον Ντόκα:
Προϋπόθεση του διηγήματος είναι η ύπαρξη ενός αφηγητή, ο οποίος φέρνει σε άμεση επαφή τον αναγνώστη με σειρά γεγονότων ή με ένα μόνο συμβάν, που μπορεί να είναι πραγματικό ή πλάσμα της φαντασίας του. Ο αφηγητής δεν ταυτίζεται με τον συγγραφέα, αλλά είναι ένα απ’ αυτόν επινοημένο πρόσωπο, στο οποίο ο ίδιος κάθε φορά μεταμορφώνεται και σε κάθε έργο παίρνει διάφορους ρόλους.
Χειρότερο μπέρδεμα. «Ποιος, αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω, με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό;» Να κάτι που θα μπορούσε να αναρωτηθεί ο αφηγητής, αλλά και ο αφηγητής τού αφηγητή… των αφηγήσεων. Διότι, ιδιαίτερα όταν προσπαθείς να φέρεις στο φως μια παλιά ιστορία, εκείνο που έχει σημασία δεν είναι μόνο η μνήμη, αλλά και η μνήμη της μνήμης. Ή μήπως όλα αυτά αποτελούν ένα άλλοθι, προκειμένου να ανασυνθέσεις την ιστορία και να την πεις με δικά σου λόγια; Τελικά όμως, τι νόημα έχουν όλα αυτά για τον αναγνώστη; Εκείνο που μετράει είναι -πώς το είπαμε;- η αισθητική του τέρψις. Γι’ αυτήν ήθελε να μιλήσει. Ένιωθε την ανάγκη να το κάνει. Πώς όμως, αφού δεν είχε τα θεωρητικά εργαλεία;
Διάβασε και τις υπόλοιπες αράδες του λήμματος:
Ο ρεαλιστής διηγηματογράφος αφηγείται ό,τι ακριβώς βλέπει και αντιλαμβάνεται, γι’ αυτό εκμεταλλεύεται όλα τα μέσα της άμεσης απεικόνισης. Η τεχνική του βασίζεται στην αφαίρεση και τη δημιουργία εντυπώσεων. Παίρνει από το αντικείμενο ή το άτομο τα πιο αντιπροσωπευτικά στοιχεία και τα επεκτείνει σε παγκόσμια κλίμακα.
Ναι, αλλά πώς το κάνει; Κατάλαβε ότι δεν έχει νόημα να προσπαθεί να δει με τα μάτια άλλου. Θα έγραφε κάτι με τον δικό του τρόπο. Τι άλλο του άρεσε, τι του έκανε εντύπωση στα διηγήματα που μόλις είχε διαβάσει; Ας πούμε η γλώσσα. Δεν είναι αυτονόητο στις μέρες μας να διαβάζεις σωστά και καλογραμμένα ελληνικά. Επιπλέον, ο Γιάννης έκανε κάτι που αυτός το χάρηκε ιδιαίτερα. Χρησιμοποιούσε λέξεις παλιές, ξεχασμένες, ωστόσο αναντικατάστατες, λέξεις που και ο ίδιος πίστευε ότι έπρεπε να ακούγονται σε κάθε ευκαιρία, για να μην χαθούν και γίνουμε όλοι φτωχότεροι. Τις έγραψε στον υπολογιστή: Νταραβέρια, τερτίπια, κολάι, τσιπλάκηδες, ντεμέκ, τζαναμπέτης, μπουνταλάς, σιρμαγιά, θεριακλής, τσίγκλησε, νταβαντούρι… Με χαρά είδε ότι ο κειμενογράφος τις αναγνώριζε, εκτός από το ντεμέκ. (–Ντεμέκ διορθωτής!) έκανε προσθήκη στο λεξικό και συνέχισε.
Ήθελε να γράψει και για τον ρυθμό που χρησιμοποιούσε ο Γιάννης. Αυτό, πράγματι, έχει ενδιαφέρον, σκέφτηκε και πληκτρολόγησε: Κάθε διήγημα χαρακτηρίζεται από τον δικό του ρυθμό, που όχι μόνο καθορίζει την έκτασή του, αλλά του δίνει και… χρονική αξία. Ρυθμό άλλοτε πιο γρήγορο, άλλοτε γιαβάσικο (να μια επίσης πολύτιμη λέξη) πάντοτε όμως τον σωστό για την περίσταση, για την ανάπτυξη του θέματος και τη δράση των χαρακτήρων, λες και ο συγγραφέας γράφει με… μετρονόμο -χωρίς όμως να καταπιέζεται, ή έστω να περιορίζεται από αυτόν- ξέροντας καλά ότι ο ίδιος είναι ο κύριος της σύνθεσης.
Να έγραφε ακόμη για τη ζωντάνια των αφηγήσεων. Συνέχισε να πληκτρολογεί: Διαβάζοντας τις ιστορίες, ιδιαίτερα εκείνες που αναφέρονται στα περασμένα, λες «ήμουν κι εγώ εκεί, θυμάμαι πολύ καλά την Πινούλα, θυμάμαι τότε που ο Φώτης καρφώθηκε στα κάγκελα του Αρρένων, θυμάμαι τον Διαβήτη και τους χαρταετούς της Καθαροδευτέρας». Κι ας ήσουν πολύ μικρός για να έχεις τέτοιες μνήμες, κι ας μην έζησες ποτέ στη Δράμα, κι ας ξέρεις πως τίποτε από αυτά δεν έγινε ή δεν έγινε έτσι ακριβώς που το αφηγείται ο Γιάννης…
Αλλά και οι άλλες, οι πιο σύγχρονες ιστορίες, τόσο αληθοφανείς ακόμη και στις στιγμές της υπερβολής τους –υπερβολής που τους δίνουν νόημα και λόγο ύπαρξης- που λες και τις μαθαίνεις από τα δελτία ειδήσεων, κι αν δεν ήταν το λογοτεχνικό χάρισμα του Γιάννη, θα μπορούσαν να θεωρηθούν αποτέλεσμα ρεπορτάζ.
Το λογοτεχνικό χάρισμα; Τι ακριβώς είναι αυτό; Ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα; Είναι αυτό που φανερώνουν λόγια όπως «Πέτρινα χρόνια. Όπου εξουσία και δύναμη είχαν οι σκιές και το χαμόγελο σκυφτό μέσα στα σπίτια». Ή «Παίζαμε μπάσκετ όταν ήρθαν. Ξαφνικά σαν θρέμματα από σκοτάδι. Σαν να ξερνάει η ομίχλη του Κάρπεντερ νεκροζώντανους. Να χύσουν αίμα, να μη μολύνει το δικό τους. Καθάρματα, αναζητούν να καθάρουνε να εξαγνίσουν δικά τους απωθημένα και ελλείμματα. Ογκώδη σώματα. Χτισμένα στα γυμναστήρια και τις, οργανωμένες από το κόμμα, εξάσκησης παλαίστρες. Όγκοι κακοήθεις σε πόρτες σκυλάδικων».
Ξαναδιάβασε όσα έγραψε. Κοίταξε και τον μετρητή λέξεων και σκέφτηκε πως ήταν υπεραρκετές για ένα δημοσίευμα στην εφημερίδα. Θεώρησε πως ίσως αυτό δεν θα ήταν πλήρες, αν δεν έγραφε κάτι για το χιούμορ του Γιάννη, χιούμορ που το θυμόταν από τα μαθητικά τους χρόνια, τώρα όμως καταφανέστατα τροχισμένο στη μακροχρόνια θητεία του στα κόμιξ και στον κινηματογράφο, από τον Ρεζέρ και τον Αρκά, μέχρι τον Γούντι Άλεν και τον Μπλέικ Έντουαρτς, τις μεγάλες του αγάπες, όπως αναφέρθηκε και στο βιογραφικό του κατά την παρουσίαση. Η σκηνή του γάμου από το «s.m.s.», για παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι μια σκηνή από «Το πάρτι», με τον Πίτερ Σέλερς στο ρόλο του δανεικού μπάτλερ. Αποφάσισε να μην γράψει τίποτε. Ούτε γι’ αυτό, ούτε για τις καλοδουλεμένες λεπτομέρειες στη σύνθεση της πλοκής, τόσο που παρέπεμπαν σε αστυνομική λογοτεχνία και αντίστοιχες ταινίες.
‡
Ολοκλήρωσε το κείμενό του, το ξαναδιάβασε, έκανε κάποιες μικροδιορθώσεις, έβαλε ένα ψευδώνυμο για υπογραφή, το τύπωσε και, «κοντά στα ξημερώματα», το έριξε στο γραμματοκιβώτιο της εφημερίδας.
Μάταια περίμενε τη δημοσίευση τις επόμενες μέρες. Το κείμενο άφαντο.
Στο τέλος της χρονιάς, στο «περιοδικό λόγου και τέχνης» που κυκλοφορούσε στην πόλη τους, είδε δημοσιευμένη από γνωστό συνταξιούχο φιλόλογο, έκτακτο συνεργάτη τής εφημερίδας στα πολιτιστικά, μία κριτική με τίτλο «σοκολατάκια και κάστανα». Δεν χρειάστηκε να διαβάσει παραπάνω από δυο αράδες…
Για την αντιγραφή
Δ. Λ. Κ.