Η γη ανήσυχα κοιμάται και παραληρεί[1]
Η μικρή μου κόλαση, τρίτη ποιητική συλλογή της Μαλβίνας Ιωσηφίδου (προηγήθηκαν οι ποιητικές συλλογές Πέτρες ανθισμένες (2017), και Πασιφλόρα (2020), ενώ το 2019 μεσολάβησε η νουβέλα 17 ρουμπίνια), είναι μια καλαίσθητη έκδοση του γνωστού για τις λογοτεχνικές εκδόσεις εκδοτικού οίκου Βακχικόν. Η ποιητική συλλογή συναπαρτίζεται από μια καλή σοδειά 51 ποιημάτων. Χωρίζεται στα εξής μέρη: Πρόλογος, που περιέχει το ομότιτλο της συλλογής ποίημα, το κύριο corpus με τις ενότητες: Σκέψεις όσες… κρατώ στην τσέπη της ποδιάς μου, Θέλω να ξεχάσω, Δεν θέλω να ξεχάσω, και τον επίλογο, με το ποίημα Σενάρια συνωμοσίας.
Η Μαλβίνα Ιωσηφίδου κάνει μια βαθιά ανατομία στη ψυχή της και στο κόσμο μας. Γράφει στο προλογικό της ποίημα: Φτιάχνω έναν καινούριο κόσμο και/ Εκεί μέσα κατοικώ/Σωρεύω μέσα ό,τι και όσα επιθυμώ/Δεν θα μάθεις ποτέ το αν/Μέσα σε έχω κλείσει/, ανοίγοντας σε δεύτερο ενικό πρόσωπο διάλογο με τον αναγνώστη. Σε χρόνο Ενεστώτα πάντα, διαπιστώνει πως πολλοί έχουν βρει στον υλικοκεντρικό κόσμο μας τον παράδεισό τους, για τον οποίο η ίδια δε νοιάζεται· έχει τη δική της μικρή κόλαση: Σκέφτομαι όμως πως στον παράδεισο/ Όλα τα έχεις και σίγουρα πλήττεις/ Δεν νοιάζομαι πια για παραδείσους/Απόκτησα μια μικρή κόλαση/ Ολοζώντανη κι ολοδικιά μου/. Την κόλαση η Μαλβίνα Ιωσηφίδου την προσδιορίζει όχι ως τιμωρία αλλά ως όρια του δικού της κόσμου: Η κόλαση δεν είναι απλώς μια εμπειρία/ Πολύ περισσότερο δεν είναι μια τιμωρία/ Μια στέρηση είναι, μια απαγόρευση/ Αν θέλεις, πες το σύνορα ή αποστάσεις/ Μα στέρφα γης δεν είναι.
Ο τρόπος της ποιητικής έμπνευσης, έρευνας και εργασίας είναι χαμηλόφωνος, υπομονετικός αλλά άκρως αποτελεσματικός. Εξετάζει, αφουγκράζεται τα μηνύματα των καιρών και με σοφία τοποθετείται. Η εργασία της παρουσιάζεται εύστοχα με τον τρόπο δράσης του χοχλιού του πετρογυρευτού αλλά και του Πραματευτή: Κανείς δεν θα πιστέψει το βάρος/Που μπορεί η πλάτη μου να σηκώσει/ Μετακινούμαι ελάχιστα/ Αλλά μετακινούμαι/…Γυρίζω τις κεραίες μου/Τον έξω κόσμο να δροικήσω/Κατέχω όλες τις γλώσσες/Κι όλες τις διαθέσεις των ανθρώπων[2]/. Γράφει στον Πραματευτή: Πλανόδιος πραματευτής τη μέρα/ Πουλώ και αγοράζω ιστορίες/ Τα κέρματα κάλπικα/ Αγύρτης γυρολόγος/ Στήνω αυτί να κλέψω δυο κουβέντες/ Παμπόνηρος περιάκτης έμπορος[3]/. Ως επιστήμων Χημικός παραλληλίζει την Ποίηση ως Χημική αντίδραση σε εξέλιξη[4]/, την αντιλαμβάνεται ως ένα συνεχές δούναι και λαβείν, σχέση στην οποία ο ποιητής: μένει αυτοτραυματισμένος/ Ψάχνοντας και ανιχνεύοντας[5]/.
Η Μαλβίνα Ιωσηφίδου από την πλούσια σκευή της επιλέγει προσεκτικά και προβάλλει εύστοχα τα έντονα συναισθήματα και τους προβληματισμούς της για τη σημερινή πραγματικότητα σαν μια καμινάδα που: Πύρωσε το μέσα και το έξω της/Μάζεψε όλη την κάπνα του καιρού/ και όπως γράφει παρακάτω Βλέπει να ρέει το αίμα των άλλων/ Θεμελιωμένη ακίνητη μένει θεατής/ Ενώ ο εχθρός παραμένει αόρατος[6]/. Η κοινωνική αναλγησία για τον συνάνθρωπο εκφράζεται καυστικά αλλά και με ευαισθησία: Ενώ εγώ κοιμόμουνα, εσύ τουρτούριζες/Πρωί πρωί σε βρήκα παγωμένο[7]. Το λιμάνι, ακόμη ένα εύστοχο σύμβολο, γίνεται μια θεϊκή αγκαλιά για όλους της γης τους διωγμένους: Σταυρό Επιφανείων ρίχνεις στα νερά σου/Και τους δέχεσαι/ «Λιμάνι»[8].
Η συνάντηση και ο χωρισμός παίρνουν μιαν άλλη διάσταση στην τελευταία ποιητική της συλλογή. Η προσέγγισή τους είναι φιλοσοφική αλλά και άκρως … «δημιουργική». Η συνάντηση γίνεται Εκεί, που συναντιούνται όλοι μαζί/θεοί και δαίμονες/και λύνουν όλα τα προβλήματα των θνητών[9]/. Για τον χωρισμό το ποιητικό υποκείμενο αποφαίνεται: Άσε τον άνεμο τώρα να πλέκει μύθους[10]/.
Στη θεματική της συλλογής εντάσσεται και η απώλεια αγαπημένων και η φθορά: Εκείνοι έφυγαν/ Το όμορφο δέντρο της συνάντησης/Σωριάστηκε.[11] Η ειμαρμένη αναπότρεπτα/ Υπογραμμίζει τη φθορά[12].
Στη δεύτερη ενότητα ΘΕΛΩ ΝΑ ΞΕΧΑΣΩ γίνεται αναφορά στα σημαντικά και ζοφερά γεγονότα των δύο τελευταίων ετών. Η Ιωσηφίδου δεν τα καταγράφει απλώς, αλλά κάνει παράλληλα κριτική τοποθέτηση. Η πυρκαγιά στην Παναγία των Παρισίων δεν είναι απλό γεγονός αλλά «Παλίντονος Αρμονία» Πάλη των αντιθέσεων της εκκλησίας η επισκευή/Τα κλοπιμαία οι δωρητές να δικαιολογήσουν/Άφεση υπολογιστικών διαφορών να ισοσκελίσουν/ ενώ από την άλλη Κι ο άστεγος/Άστεγος κι απόψε θα ξενυχτάει[13].
Η αλλαγή της ζωής και της ψυχής των ανθρώπων στα χρόνια του covid απασχολούν την ποιήτρια: Στην πόλη και την οικουμένη/Η ευχή «urbi et orbi» δεν ταξίδεψε/ Κόλλησε στο στόμα του ποντίφικα[14]/. Ο εγκλεισμός λόγω της πανδημίας οδηγεί και στο κοινωνικό πρόβλημα της αποξένωσης και του ατομικισμού: Εγκιβωτίστηκα στα έγκατα του εαυτού/ …οι μέρες ακυρώνονται η μια μετά την άλλη/…/Τα βράδια βυθίζομαι στο βάμμα των ονείρων[15]/. Οι μεταλλάξεις και η δράση του covid έγιναν η αφορμή να χάσουμε την κοινωνικότητά μας: Με τη μετάλλαξη του ιού μεταποιήθηκε το σύμπαν/ Το σύνδρομο του εσωτερικού εαυτού/ Κατά μήκος και κατά πλάτος απωλέσαμε[16]/.
Ένα άκρως φιλοσοφικό ποίημα της ενότητας αυτής είναι ο Σκοτεινός Κόσμος του Άδη. Εδώ η σύγκρουση των ιδεών (προσωπικό) και ιδανικών (αντικειμενικό – συλλογικό) σε οδηγεί στην αναζήτηση πυξίδας σ’ έναν αδύναμο πολιτισμό που σπάνε οι τεχνικές των κάθε είδους «λαλούντων» που πνίγουν το δίκαιο: Ψάχνοντας να βρεις πυξίδα ξαφνιάζεσαι/ Αδύναμος κρίκος και σπάει ο πολιτισμός[17]/.
Τα θέματα της ενότητας ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΞΕΧΑΣΩ είναι τόσο ατομικές μνήμες όσο και παγκόσμια ζητούμενα που αποτελούν τις εμπειρίες μιας ζωής που η ποιήτρια δεν θέλει να ξεχάσει. Θα έλεγα πως ως εμπειρία δεν ορίζεται απλά το έμπρακτο βίωμα αλλά και τα όνειρα, οι φιλοδοξίες και οι στόχοι που πλουτίζουν και συνεχίζουν τη ζωή. Ο αγώνας για την πραγμάτωση των οραμάτων αυτών αποτελούν «κάματόν τ’ εὐκάματον». Αυτή η γλυκιά κούραση στοχεύει στην αέναη αναζήτηση της συναδέλφωσης των λαών, της δίκαιης κατανομής του πλούτου, της κατάργησης των φυλετικών διαφορών που αενάως ματαιώνονται. Όταν Τα πολλά δάκρυα τη γη θα την ποτίσουν/Τότε μόνο η γη θα ξεδιψάσει[18]/. Το πιθανό άκαρπο αποτέλεσμα δεν ακυρώνει την προσπάθεια και τον αγώνα. Αξία έχει Να σπας τους φραγμούς, να σπας τους λυγμούς/ Για να λες αυτό που θέλεις κι ας μην ακούγεσαι[19]. Πιστεύω πως αυτό αποτελεί το περιεχόμενο κάθε αγώνα και επιβράβευσή του το νόημα της αποκτημένης προσωπικής ελευθερίας. Για να φτάσει, όμως, κάποιος εκεί, χρειάζεται να περάσει τη βάσανο του «Καλού Λόγου», να γνωρίσει την ουσία των ιδεών, γνωρίζοντας το βάθος και το πλάτος των λέξεων. Στην εποχή μας, όμως, Δυστυχώς, αφήσαμε να περάσουν/Πολλές λέξεις από τη ζωή μας/ Χωρίς να πάρουμε τη δύναμή τους[20]/. Κρατάμε τη συνείδησή μας αυτόνομα ήσυχη, γιατί δε θέλουμε να δούμε την πραγματικότητα, αυτά που μας ταλανίζουν και επιδιώκουν την κατάληψή μας: Μια τεράστια πατούσα το πρόβλημα/ Πώς θα την απαλείψω/ Από την ήσυχη συνείδησή μου[21]/.
Στο επιλογικό ποίημα είναι σαφής η ανασκόπηση της ανθρώπινης πορείας αλλά και η προσπάθεια αποκάλυψης των επερχόμενων: Κολυμπάμε σε λογιών λογιών κύματα/ Ποικίλων συχνοτήτων/Σε ατέρμονες φρακταλικούς αστερισμούς/Απλωσιές σε καινούργιους κόσμους/Μετρημένους με έτη φωτός/Αστρικές πύλες χωρίς διόδια και διαβατήρια[22]/. Σ’ αυτή την πορεία μέσα στον χρόνο γίνεται οφθαλμοφανής η μετάλλαξη του ανθρώπου χρόνο με τον χρόνο, ενώ η τεχνολογία ως αιτία, κυρίως στις μέρες μας δημιουργεί τις συνθήκες: Οι συντεταγμένες της ύπαρξης μεταβάλλονται/ Διαμορφώνοντας τον μετα-άνθρωπο[23]/.
Στην καινούρια ποιητική συλλογή μικρή μου κόλαση η Μαλβίνα Ιωσηφίδου κάνει ένα μεγάλο ποιητικό άλμα · βάζει βαθιά το ποιητικό της νυστέρι και ανατέμνει την εποχή μας με ωριμότητα, με ενσυναίσθηση, όχι με στείρο αρνητισμό αλλά με σοβαρότητα και σοφία. Είναι μια ποιητική φωνή σοβαρή και ιδιαίτερη.
[1] ΣΕΝΑΡΙΑ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ, σελ. 83
[2] ΧΟΧΛΙΟΣ Ο ΠΕΤΡΟΓΥΡΕΥΤΟΣ, σελ. 17
[3] Ο ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ, σελ. 19
[4] ΑΜΑRETTO, σελ. 33
[5] ΑΜΑRETTO, σελ. 33
[6] ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΚΑΜΙΝΑΔΑΣ, σελ. 20
[7] Ο ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ, σελ. 22
[8] ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ, σελ. 29
[9] ΤΟ ΔΩΡΟ, σελ. 25
[10] ΕΚΕΙ ΕΣΥ,ΕΓΩ ΑΛΛΟΥ, σελ. 23
[11] ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΦΟΙΝΙΚΑ ΚΑΦΕ, σελ. 26
[12] Η ΕΚΔΡΟΜΗ, σελ. 27
[13] NOTRE DAME, σελ. σελ. 41
[14] «URBI ET ORBI», σελ. 43
[15] Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΕΔΩ, σελ. 45
[16] ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ, σελ. 47
[17] Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΔΗ, σελ. 51
[18] ΚΟΥΡΑΣΗ, ΑΛΛΑ ΓΛΥΚΕΙΑ ΚΟΥΡΑΣΗ, σελ. 63
[19] ΦΛΗΝΑΦΗΜΑΤΑ, σελ. 65
[20] Ο ΚΑΛΟΣ ΛΟΓΟΣ, σελ. 75
[21] ΦΕΓΓΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ, σελ. 78
[22] ΣΕΝΑΡΙΑ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ, σελ. 83
[23] ΣΕΝΑΡΙΑ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ, σελ. 83
Ο Δημήτρης Λούλος είναι συνταξιούχος καθηγητής, φιλόλογος του τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιστορία. Υπηρέτησε στη Μέση Εκπαίδευση, στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει, και τα περισσότερα χρόνια δίδαξε στο Πειραματικό Σχολείο του Α.Π.Θ. Είναι συγγραφέας επτά βιβλίων που αναφέρονται στη διδασκαλία της Αρχαίας και Νέας Ελληνικής Γλώσσας στη Μέση Εκπαίδευση, εκδόσεις ΖΗΤΗ.