ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ
Βρέχει λάσπη. Μια κίτρινη σκόνη που καλύπτει τα πάντα. Τα σύννεφα κουρασμένα, έρχονται από μακριά , φέρνουν τα χαιρετίσματα της ερήμου. Στο τοπίο αυτό κυρίαρχη είναι η λάβα. Όλα τα χρώματα υποκλίνονται στον κόκκο της άμμου.
Μια φιγούρα ανάλαφρη περπατά, κυματίζει η σκιά του. Περνάω το μαντήλι μπροστά από το πρόσωπο. Όλα κοπάζουν. Αναζητώ ανθρώπων καταφυγές. Στην εικόνα μου υπάρχει κοινότητα. Το μπέρδεμα αυτό των ανθρώπων με αναπαύει. Είναι οι πλάτες, τα αγγίγματα … Αγαπημένα πρόσωπα. Όλοι κάθονται στην σιωπή. Μια τεράστια συνάθροιση. Κάτω από τα πόδια τους ίπτανται σμήνη από πεταλούδες.
Αδυνατώ να ξεφύγω μα ο άνεμος με συνεφέρνει. Σηκώνονται όλα ψηλά και πάλι αναπαύονται. Ο λαρυγγισμός του πουλιού. Μετά τον λυγμό η ησυχία μιας ακοίμητης παρέας. Το σκυλί γαυγίζει, κάτι θα άκουσε. Επιστροφή στην κανονικότητα. Μαρασμός. Το δενδρολίβανο στο ποτήρι αρχίζει να αποδομείται. Ένα ορθόκλαρο που αφήνει τα πράσινα φύλλα του στο νερό. Πιρόγες σε ήσυχα νερά. Καθάριες πλεύσεις, από εδώ – εκεί.
Η αέρινη σκιά εμφανίζεται στην άκρη της λίμνης. Αυτό ήταν. Περπατάμε πια στο απίθανο. Και γίνεται μια παράξενη γέννηση , μια ζωή λαμπρή και ένας θάνατος ταπεινός.
Μετά τον χειμώνα αρχίζει η προετοιμασία του κήπου. Πεισμώνεις και λες θα νικήσω. Πάντα λίγο προτού τελειώσεις το δέχεσαι. Του χρόνου ίσως να είναι καλλίμορφος. Πόσοι κηπουροί δεν νικήθηκαν χωρίς να δει κανείς την χαρά τους;
Ο Άνθρωπος στέκεται πάνω στο όρος. Ο λόγος του αγκαλιάζει το σύμπαν. Το έχει όλο. Τα πλούτη , την δόξα , την κατάλυση του θανάτου. Επιλέγει ταπεινά να παραμείνει φως στο φως.
Από μακριά ξανάρχεται η αγωνία. Η ομίχλη κρύβει το πρόσωπο. Η καταιγίδα σκίζει τα βράχια. Ο κόσμος χάνεται και σκύβω τα μάτια. Ένα με την βροχή ακολουθώ το ρυάκι. Η καθημερινότητα διακόπτει την ανάσα μου. Τίποτα. Φυλακισμένοι στο είναι μας. Για να μιλήσεις στον εαυτό σου κλείνεις ραντεβού. Κάποιοι γραφικοί ντύνονται το μίσος. Είναι σύμφωνο με την παράδοση και όλα αυτά που μας έθρεψαν. Μάθαμε απλά να σκοτώνουμε. Αφήνω κάτω τις πρόκες και ντύνομαι ξύλο. Να ακουμπήσει η φιγούρα, να ξεκουραστεί μέσα σε καθαρά σεντόνια, στο λευκό, στον αφρό της φουρτούνας.
Σε ένα καράβι ξανά όλοι μας. Ο πατέρας κρατά το τιμόνι και η μάννα φέρνει πετσέτες να σκουπίσει τα αίματα. Ίαμα το κάθε άγγιγμα. Ίριδα το κάθε φιλί. Ένας χωροφύλακας προσπαθεί να την διώξει. Το ντουφέκι του σημαδεύει εκεί που γεννήθηκε. Πατάει σκανδάλη και έτσι αργά ξεφυσά το μολύβι. Μια κίνηση σε αργό πλάνο. Την διαπερνά και αυτή τρέχει να του σκουπίσει το πρόσωπο. Ο ιδρώτας του είναι καπνός. Χάνεται, φωνάζει βοήθεια και κανείς δεν ακούει. Η απουσία του περνά απαρατήρητη. Καθένας στον δικό του ρυθμό. Άλλος δουλεύει και άλλος γλεντά. Δίπλα κάποιος ρεύεται την απόλαυση. Στο συσσίτιο της ενορίας υπάρχει συνωστισμός.
Τρέχω να προλάβω τα λάβαρα. Μου μίλησαν για όμορφα μέρη , για πολιτείες δίκαιες και προοπτικές. Στην διαδήλωση κατέβηκε κόσμος πολύς. Κρατούσαμε πανό με υποσχέσεις και περπατούσαμε καμαρωτοί για το όνειρο. Από τα μπαλκόνια μάς έραιναν άνθη και χειροκροτούσαν το πέρασμα. Όλα είναι εφικτά.
Όταν μαράθηκαν τα φύλλα του φοίνικα νοιώσαμε όλοι μικροί. Ο παράδεισος παρέμενε άγνωστος, απλά ένας δρόμος μακρύς δίχως ορίζοντα , χωρίς διαφυγή. Κοιταχθήκαμε μέσα σε δάκρυα και καπνούς. Κανένας δεν μπορούσε να πει ή να κάνει. Στην ουσία ίδιοι, με διαφορετικά ρούχα. Τίποτα δεν αλλάζει, μόνο τα εμβατήρια που τραγουδάμε.
Η πορεία φαντάζει να οδηγεί σε αδιέξοδο. Μπροστά μας ένας τοίχος, βαρύς και αδιαπέραστος. Μια πινακίδα υποδεικνύει στενή πύλη. Πίσω μας ακούγονται ποδοβολητά αλόγων και κραυγές. Χτυπάνε αδιάκριτα και ανήλεα. Κάποιοι πέφτουν, άλλοι χάνονται στους παραδρόμους. Η λεωφόρος των παθών αδειάζει και μόνο ελάχιστοι κοιτούν προς το πέρασμα. Η φιγούρα αγγίζει την πύλη. Παράδοξα όλα, φοβάμαι τον θάνατο. Τελευταία στιγμή γραπώθηκα από την άκρη του ρούχου Του. Μαζί περάσαμε απέναντι. Πίσω από τον τοίχο μια παπαρούνα και ένα χάδι. «Ανάστηθι», μου λέει και γλυτώσαμε.