Μας πήγαν συντεταγμένους από την δουλειά. Το αφεντικό μάς είχε προειδοποιήσει.
– Μην λείψει κανείς.
Ξεκινήσαμε ως μπουλούκι και περπατήσαμε αρκετή ώρα προτού συντονιστούμε και με τους άλλους. Κόσμος πολύς. Το πουκάμισο κολλούσε πάνω μου. Αφόρητη ζέστη, δεν το είχα και με τις συγκεντρώσεις. Μου έφερναν πανικό, όχι από ανθρωποφοβία, αλλά ήταν έξω από την αισθητική μου. Πήγαινα πάντα όταν ο κόμπος έφτανε στο χτένι ή με άλλα λόγια όταν έκρινα πως δεν πάει άλλο. Το είχα κάνει για την ανεργία , για τις ελευθερίες, για την κατάντια μας. Φυσικά το πλήρωσα. Απόλυση και επαιτεία για δουλειά. Ευτυχώς που βρέθηκε ο ξάδελφος.
Τρία παιδιά, πατέρας κατάκοιτος στο σπίτι και η γυναίκα μου μέσα στην μιζέρια και τα αδιέξοδα. Υπήρχε όμως αγάπη. Αυτή με κράτησε. Από γραφιάς, εργάτης σε βιοτεχνία. Δεκάωρο και δίχως ανάσα. Να γελάς και με τα αστεία του γιου του αφεντικού. Όλο για γκόμενες και εθνικιστικές φανφάρες. Χάιδευε τα αχαμνά του επιστατώντας τους σκλάβους. Εμείς κουνούσαμε τις αλυσίδες μας και χαρωπά παράγαμε πλούτο για αυτόν. «Μπράβο» μας έλεγε και κέρναγε στην γιορτή του μπακλαβά. Δεν βαριέσαι , αρκεί που φέρνω ένα πιάτο φαί στο σπίτι .
Πεινούσα μα δεν τόλμησα να φύγω από την πορεία. Με κοιτούσαν τα τσιράκια του. Τσογλάνια με διάθεση για τσαμπουκάδες και καρφώματα. Τι να έχει μαγειρέψει η κυρά; Θα γυρίσω μετά και θα ξεκουραστώ. Κατηφορίζαμε σύσσωμοι και με συνθήματα. Μπροστά μας μια σειρά από καρακόλια. Δήθεν να μας πειθαρχήσουν. Όταν τους πλησιάσαμε κάναν στην άκρη. Δεν μπορούσαν να σταματήσουν αυτό το πλήθος των ενθουσιασμένων πολιτών. Όλα κοροϊδία και γω μέσα στο γλέντι να σύρω τα βάσανα και τις απογοητεύσεις μου. Μόνος στο πλήθος. Πού το βρίσκουν το κουράγιο; Σκέφτομαι τους λογαριασμούς και σφίγγεται το στομάχι μου. Πώς θα τα βγάλω πέρα; Τα παιδιά μεγαλώνουν, έξοδα και πάλι έξοδα . Χρωστάω παντού. Απελπισία.
– Την πήραμε πάλι, μου λέει χαρούμενος ο διπλανός μου.
– Την πήραμε , απαντάω με διάθεση. Δεν με παίρνει αλλιώς. Σηκώνω το χέρι ψηλά . Τι κάνω Θεέ μου. Ένα «καρφί» κάτι σημειώνει. Ελπίζω να έπεισα. Το αφεντικό μάς μαζεύει στην άκρη.
– Θα μπούμε, μας λέει, έχω το βύσμα.
Ας μπούμε, δεν έχω ποτέ επισκεφτεί το μέρος. Ευκαιρία λοιπόν. Στριμωξίδια και ένταση, περνάμε τον έλεγχο.
– Στα αριστερά, κάτω από τον θόλο με την κουρτίνα, φωνάζει το βύσμα.
Επιτέλους καθίσαμε κάτω. Τιρκουάζ χαλιά και ο χώρος να λάμπει. Σιγή.
Τι κάνω εδώ; Κρύος ιδρώτας με λούζει. Φταίει και η μάσκα στο πρόσωπο. Ξανάρχονται οι σκέψεις για τα εφήμερα και η ζωή μου ταινία που τρέχει. Πώς έφτασα εδώ στα πενήντα; Από άρχοντας να κουβαλάω κουβά και να σέρνω την σφουγγαρίστρα σε απόπατους. Να μιλάω με κάφρους και να σκύβω κεφάλι. Να αρνούμαι ιδέες και όνειρα. Να λέω δόξα τω θεώ σε ένα θεό που δείχνει να μας έχει ξεχάσει. Μπουκώνω και φτάνω στα άκρα. Θέλω να τους φτύσω στο πρόσωπο. Ξεμωραμένους φανατικούς που ζούνε στο χθες. Εικόνες ενός ένδοξου φθαρμένου καιρού. Αίμα που στάζει και τούτοι το χαίρονται. Δεν έχω τίποτα να χωρίσω. Δεν έχω διαθέσεις για πολέμους και εντάσεις. Δεν έχω ψυχή να ζητά εκδικήσεις, δεν θέλω πατρίδα με σημαίες σε φέρετρα. Θέλω ειρήνη και δουλειά. Μια στέγη, παιδιά χαρούμενα να πηγαίνουν σχολείο, να παίζουν σε αλάνες με γέλια, γιαγιάδες και παππούδες να πεθαίνουν με αξιοπρέπεια, τρυφερότητα και ομορφιά. Θέλω να σηκωθώ, με πονάνε τα γόνατα. Ευτυχώς το χαλάκι μου είναι παχύ. Με πιάνει απελπισία. Πίσω από την κουρτίνα, στον θόλο, με κοιτάει μια μάνα. Τι όμορφη που είναι.
«Μάνα» σκέφτομαι και πνίγομαι όλος. Με δάκρυα προσεύχομαι, «βάλε το χέρι σου».
Την ώρα εκείνη μπαίνει ο μέγας ιμάμης κρατώντας ασημένιο σπαθί. Η παράσταση αρχίζει. Ο ρουφιάνος νομίζει πως κλαίω από εθνική περηφάνια. Ο σουλτάνος βγάζει λόγο.