Απλά τράβηξαν το μάρμαρο. Έπειτα σιωπή, σαν όλα προς στιγμή να βουβάθηκαν. Ένας λυγμός και μετά το σύννεφο άφησε βροχή.
Περπατούσαμε μόνοι. Η απόσταση από το κοιμητήριο στο χωριό έμοιαζε ατελείωτη. Έτσι γίνεται πάντα. Ο χρόνος ορίζεται από το συναίσθημα, αν και μετριέται με βάση τον ήλιο. Όταν το φως κυριαρχεί, έχουμε μέρα και όταν αδυνατίζει ή και αποχωρεί, νύχτα. Στη βάση των παραπάνω αντιθέσεων τοποθετείται η ώρα. Όταν πενθείς, επιμηκύνεται, ενώ στη χαρά μικραίνει ή ακόμη και εξαφανίζεται ως όρος. Σκέφτομαι πως σε τούτη τη γη τα βήματα του ανθρώπου ηχούν από αιώνες. Άλλοτε ξυπόλητα, με τακούνια και φούντες, με σόλα, προκαδούρα ή κρεπ, με λάστιχο ή ακόμη και με ξύλο, μαρτυρούν τον ήχο της καρδιάς. Η γη, πράσινη ή ξερή από την ανομβρία, ασφάλτινη ή ακόμη και πατημένη απλά, θυμίζει ένα κυκλικό τεντωμένο δέρμα. Σαν ένα τύμπανο συγχρονίζεται με τα ερεθίσματα. Συνήθως το αποτέλεσμα είναι αδιάφορο. Όταν υπάρχει ρυθμός αρχίζουν οι έρωτες στην επιφάνεια. Το νοιώθεις άλλωστε. Οι χοροί των παλαιών ανθρώπων θυμίζουν κύκλο που απελευθερώνει τη δύναμη. Απόλυτος συγχρονισμός δεν έχει υπάρξει. Αν τούτο συμβεί, ποτέ ξανά ο κόσμος δεν θα είναι ο ίδιος.
Ξαφνικά ένα σκυλί μάς αναγγέλλει. Δυο τρεις κοτούλες κοιτούν, στέκονται αμίλητες και μετά επιστρέφουν στη βοσκή τους.
– Έχεις ένα τσιγαράκι;
Ο τρελός του χωριού εμφανίζεται μόνος. Κατηφορίζει και στέκεται μπροστά στην πηγή.
– Πίνεται;
– Εδώ και αιώνες, απαντάει γελώντας.
Ξεδιψάω με ενοχές. Μας έχουνε πείσει ότι καλό είναι μόνο αυτό που ελέγχεται. Ακόμη και εδώ στο βουνό θα αγόραζα νερό σε μπουκάλι.
– Πρέπει να μάθεις να δέχεσαι πλαστικές κάρτες, λέω στον φύλακα της βρύσης.
– Θα μου δώσεις ένα τσιγαράκι; μου απαντά.
Κάνω να στρίψω και μάλιστα γρήγορα. Του δίνω φωτιά και θαυμάζω το αγνάντι. Το κρατά αναμμένο, σαν κερί σε εκκλησία. Ρουφά και αφήνει τους κύκλους να ταξιδέψουν. Αυτοί ανεβαίνουν στο πέτρινο σπίτι στο βάθος. Το τυλίγουν μέσα τους, φυλακίζοντας το παιδί που κρύφτηκε κάποτε, για πάντα.
– Μένουν πολλοί;
– Τώρα αρχίζει πάλι να γιομίζει.
Η κρίση, σκέφτηκα. Υπάρχει το σπίτι, το δάσος πλούσιο, γιατί όχι βοσκός; Η εποχή προσφέρει καριέρα μονάχα σε ανόητους. Επιβίωση. Εδώ υπάρχει αξιοπρέπεια. Θα υπήρχε και πλούτος αν δεν είχαμε αφήσει τα πάτρια. Μα ο κεντρικός σχεδιασμός απαιτούσε φτηνά εργατικά χέρια στις πόλεις, άτομα ήσυχα, πειθήνια και μαραμένα. Παιδιά να κοιτούν τηλεόραση και προστυχιές για κουλτούρα και τέχνη. Ποιος θα έμενε τότε στα όρη;
– Να σου δείξω το σπίτι του Πλαπούτα;
Έμεινα σύξυλος. Εδώ έμενε ο καπετάνιος;
– Είναι μακριά;
– Όχι, εδώ δίπλα. Να, έλα μαζί μου.
Βαδίσαμε λίγο και σταμάτησε.
– Εδώ είναι.
– Πού;
– Εδώ.
Κοίταξα μια γάτα αμέριμνη σε ένα χορταριασμένο οικόπεδο. Χάζευε τα άγχη του σύγχρονου κόσμου και χασμουριόταν με διάθεση. Έψαξα με τα μάτια για σπίτι, μα πουθενά. Γύρισα, τον βρήκα να αισθάνεται περηφάνια. Χωριανός του ήταν ο κλεφταρματωλός, μπορεί ακόμη να είχε και το ίδιο επίθετο.
– Πλαπούτα σε λένε;
– Όχι, Κόλια.
– Υπάρχει το επίθετο στο χωριό;
– Μόνο το σπίτι.
– Ποιο σπίτι;
– Αυτό. Όταν ήρθε η ΜΟΜΑ και άνοιξε το δρόμο, το γκρέμισε.
Απέναντι στεκόταν ο Άγιος Δημήτριος. Τι μαστοριά. Λαγκαδιανά μπουλούκια έχτιζαν τις ανάγκες των ανθρώπων, ζωγραφίζοντας στον τεράστιο καμβά του Μοριά. Στα νεώτερα χρόνια πολλά γκρεμίστηκαν. Η εγκατάλειψη. Το πέτρινο σπίτι δεν κάθεται μόνο του. Σαν να λυπάται με πόνο βαθύ. Πρώτα πέφτει η σκεπή και μετά ολόκληρο. Στην θέση του κάποιοι έκτισαν κουτιά με ταράτσες. Κάτσαμε και θυμηθήκαμε τους Ντρέδες. Πρωτοπαλίκαρα του Κολοκοτρώνη. Εδώ ο Παπατσώρης τους όρκισε και κατεβήκαν μετά στον κάμπο σαν άνεμος.
– Θα μου στρίψεις ένα τσιγαράκι;
– Πολλά, όχι ένα.
Του αφήνω πάνω στην πέτρα, κοιτώ τον Αντώνη και φεύγουμε. Ο Κόλιας αφήνει κυκλάκια και μας φωνάζει από το σπίτι του οπλαρχηγού: «Θα με πάρετε μαζί σας;»
Ο δρόμος, πατημένο στουρνάρι. Μέσα στο δάσος κοιτάμε ένα νέο ζευγάρι να ταΐζει τα ζώα του. Πιο κάτω δένδρα και βελανίδια σαν σε σπορά. Ένας αγριόχοιρος εμφανίζεται μες στο ρουμάνι. Παντού πέτρες για χτίσιμο. Αμέτρητες, που περιμένουν την ανάπτυξη να ξαναχτίσει το σπίτι και να χαρίσει παιδιά για συνέχεια. Στρίβω στην άσφαλτο. Αρχίζει να ψιχαλίζει, θυμάμαι το μάρμαρο την ώρα που μέτραγε τον χρόνο ενός ανθρώπου.
– Ήταν μεγάλος; ρωτώ τον Αντώνη.
– Τι νόημα έχει, μου λέει, μάγκας ήταν, σαν όλους εκείνους, που κάποια ΜΟΜΑ τους έκαμε ίσωμα. Για να περάσει ο δρόμος, που ακόμη στο χώμα τον άφησαν.