Γενική απεργία. Δεν κινήθηκε φύλλο. Άλλωστε, να πάει πού; Από κλαρί σε κλαρί μεσολαβούσε ένα ζουζούνι που ζητούσε μερίδιο στο σχετικό πέταγμα. Μπουκιά στην μπουκιά, καμιά πρασινάδα δεν έφτανε να κάτσει ακέραια στην γη. Άντε κάποιο κοτσάνι. Μα και αυτό με το που έπεφτε κάτω έτρεχαν κάτι θεόρατα μυρμήγκια και το γράπωναν. Το κουβαλούσαν με τις τεράστιες δαγκάνες τους στην τρύπα και ύστερα το έχανες. Η εικόνα θύμιζε οικία νευρωτικής κυρίας. Ένα αόρατο ξεσκονόπανο καθάριζε αενάως το χώρο.
Τις πρώτες στιγμές χαρήκαμε. Τέτοια καθαριότητα, τέτοια τάξη, ούτε σε γιορτή. Όλα έλαμπαν. Είμαστε καθαροί, τακτικοί και πειθαρχημένοι. Μια κάμερα επόπτευε τις κινήσεις μας. Αυτές καταγράφονταν σε μια ψηφιακή οθόνη και μεταδίδονταν μέσω twitter σε όλες τις διευθύνσεις. Ακόμη και οι έσω καταστάσεις. Λ.χ. : «σκέφτομαι να πέσω».
– Γιατί; Σε ρωτούσε τυχαίος follower
– Έτσι γουστάρω, απαντούσες περήφανα.
– Είδες τον καιρό; Μέτρησες την ταχύτητα πρόσκρουσης; Υπολόγισες την απόσταση; Βρήκες σημείο προσγείωσης; Αντιμετώπισες την πιθανότητα ρεύμα αέρος να σε μεταφέρει μακρύτερα από το προβλεπόμενο; Σε περιμένουν φιλικές δαγκάνες;
Κάθε δευτερόλεπτο και ένα μήνυμα. Στο τέλος έλεγες δεν βαριέσαι και παρέμενες στο δέντρο, ακόμη και τον χειμώνα. Και καλά να είσαι σε αειθαλές. Στο φυλλοβόλο υπήρχε πρόβλημα. Υποκρινόσουν ότι ο καιρός είναι ακόμη ζεστός, ότι ο χειμώνας αργεί και πάει λέγοντας. Τελικά έμενες παγωμένος πάνω στα ύψη, μέχρι που κιτρίνιζες και από αδυναμία έπεφτες σε κάθετη πτώση. Τι να προλάβεις να δεις; Σα να λέμε ύπαρξη χωρίς νόημα.
Για ένα πράσινο φύλλο όλη η προετοιμασία είναι στην προοπτική του πετάγματος. Όλη η διαδρομή, από το βλάστημα μέχρι την ωρίμανση, είναι μια χαρωπή διαδικασία που απαιτεί συνεχή κίνηση. Φυσικά προσωπική και αυθόρμητη. Εκεί διακρίνεται και η διαφορά. Συγκεκριμένο ρυθμό έχει η λεύκα και άλλη το πεύκο ή το κυπαρίσσι. Καλοκαιρινές αναμνήσεις ορίζει η μουριά, ενώ ο βασιλικός σαλεύει με αρώματα. Γευστικές περιπτύξεις υποδεικνύει η βυσσινιά και εξωτικές χορογραφίες η παπάγια. Γενικά τάξη δεν υπάρχει. Σε κάθε άνεμο και σε κάθε τόπο τα πάντα κινούνται και χορεύουν ασταμάτητα. Ο μανικός χορός οδηγεί στην απογείωση. Αυτός είναι ο λόγος που πάντοτε κάτι πετάει. Όσο και να προσπαθείς, πάντα θα ξεφύγει φύλλο στον άνεμο. Αφήνεται με χάρη και κάθεται απαλά κάπου. Άλλο σε πρασινάδες, άλλο σε σκληρή επιφάνεια, άλλο σε περιττώματα. Είναι θέμα τύχης ή κάποιων υπολογισμών; Αν και κανείς με βεβαιότητα δεν μπορεί να αποφανθεί, όλοι και όλα επιθυμούν τα καλύτερα για τα τέλη.
Εκεί λοιπόν που όλα ήταν μια χαρά και σε απόλυτη αταξία, ακούστηκε φωνή βοώντος : «θα κινήστε με απόλυτη πειθαρχία, οτιδήποτε παρακούσει την εντολή θα τιμωρείται». Από τότε άρχισαν τα μηνύματα και οι οδηγίες. Κάθε μέρα και περισσότερες. Στο τέλος αρκούσε και μια κίνηση για την αποβολή σου από το παιχνίδι. Έτσι το πήραμε. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι;
Κάποιος τσαλαπετεινός μαρτύρησε ότι πρόκειται για ρυθμίσεις που προέρχονταν από το βορρά. Άρχισαν οι σχετικές διαβουλεύσεις. «Εκεί έχει ατελείωτο χειμώνα, ο ήλιος φέγγει ελάχιστα, κάνει παγωνιά, το χιόνι δεν επιτρέπει περιττές κινήσεις». Φυσικά οι ενστάσεις εν τη ερήμω. Ο τσαλαπετεινός και η παρέα του επέμεναν στην ορθότητα των επιχειρημάτων τους.
– Υπάρχουν συστοιχίες, καθαριότητα, τάξη, κάθε τι στη θέση του. Οι λεβάντες στην σειρά, παρτέρια, θέσεις φύτευσης, πρασινάδες ισόποσα κουρεμένες. Κοιτάτε τα χάλια σας. Ντομάτες με τσετσεκιές παρέα, καλαμπόκια και ρίγανη μαζί. Κουτσουπιές και ροδιές αντάμα. Φασκόμηλο και σπαράγγια δίπλα – δίπλα. Απειθαρχία στο έπακρο.
Τι να πεις, ίσως να υπήρχε και δίκιο. Μα τώρα και κάτι αιώνες έτσι μάθαμε. Ο ελληνικός κήπος είναι απόλυτα άναρχος. Πώς να αλλάξουμε;
Ο πετροκόκορας κούνησε το λειρί του.
– Έχω σχέδιο, ομολόγησε.
Άρχισε λοιπόν τις εντολές και ένας στρατός από μυρμήγκια κατάμαυρα εκτελούσε τις προσταγές. Εδώ οι ντομάτες, εκεί τα φασκόμηλα, πιο πέρα τα άλλα, οι λεβάντες στην σειρά. Ό,τι δεν ξεριζώνονταν, ικανά για μεταφύτευση, αποβάλλονταν στην τρύπα.
Ήμουνα στη ροδιά. Δίπλα από ένα ολοστρόγγυλο καρπό. Στην γενική απεργία δεν άντεξε. Σε μια επίθεση του βοριά, που λειτούργησε ως δύναμη καταστολής, έσκασε ολόγιομο στο έδαφος. Παρά τις απώλειες, δεν κουνήθηκε φύλλο.
Την επομένη εμφανίστηκαν άνθρωποι. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Άρχισαν να πέφτουν οι γείτονες κάτω. Γέμισε ο τόπος κούτσουρα. Πάνω που πλησίασαν, έφυγα στον άνεμο. Πέρασα πάνω από τα Αρκαδικά Τείχη. Είδα την πόλη από ψηλά. Στην βυζαντινή εκκλησία, δίπλα από το νεκροταφείο, με πήρε το αεράκι και με ανέβασε πάλι. Κοίταξα κάτω το θέατρο, το ασκληπιείο, το εκκλησιαστήριο και από μακριά το στάδιο. Πάνω από τον «θησαυρό», άρχισα να χάνω ύψος. Προσγειώθηκα στο λίθινο πώμα.
Εκεί τον άκουσα να φωνάζει. Ήταν «ο τελευταίος Έλλην», φυλακισμένος κάτω από την γη. Κάτι τουρίστες, ψέλλιζαν «Φιλοποίμην». «Θα συναντήσω τον στρατηγό;», αναρωτήθηκα. Απάντηση δεν πήρα. Έλιωσα κάτω από την σόλα μιας όμορφης, που περιηγείτο στον αρχαίο τόπο μασώντας τσίχλα. Κουνούσε τα οπίσθιά της στον παρακείμενο φύλακα, που μιλούσε άριστα τη γλώσσα της.
Ο Δημήτρης Γ. Μαγριπλής γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα και από το 2000 κατοικεί στην Κυπαρισσία του νότου. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 2007 με το ψευδώνυμο Φώτης Αδάμης. Έκτοτε χρησιμοποιεί το όνομά του. Το συγκεκριμένο μικροδιήγημα είναι προδημοσίευση από την πέμπτη συλλογή διηγημάτων του, που θα κυκλοφορήσει το 2020. Με την ιδιότητά του Διδάκτορα της Κοινωνιολογίας, έχει εκδώσει αρκετές επιστημονικές μελέτες και έχει πλούσια εργογραφία ως αρθρογράφος (σε εφημερίδες, επιστημονικά και λογοτεχνικά περιοδικά). Από το 1999 δουλεύει σαν επιστημονικός συνεργάτης σε τμήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αν και τα τελευταία χρόνια τα κύρια εισοδήματά του προέρχονται από την ενασχολήσή του με την γη, ως ελαιοπαραγωγός.
Ανατρεπτική αλληγορία,,,στην πειθαρχία που επιβάλλεται άνωθεν,επανίσταται η ίδια η φύση,που ,από αιώνων, την ζωοποιεί η αυθορμησία του”κάθε τι έχει τον καιρό του”,,,με ειρωνική ματιά το απροπέλαστο μυστήριο της ανθοφορίας κάθε μιας μοναδικής υπάρξεως