«Ένας συνηθισμένος άνθρωπος σ’ έναν συνηθισμένο δρόμο»
Στα ποιητικά βήματα του Διονύση Στεργιούλα
Εισαγωγή:
Με ποιον τρόπο κερδίζει κανείς το στοίχημα, αν έχει να γράψει για μια συνηθισμένη βόλτα ενός συνηθισμένου ανθρώπου, σε έναν συνηθισμένο δρόμο, ένα οποιοδήποτε πρωινό μιας οποιασδήποτε άνοιξης; Το ερώτημα καταντά προκλητικό: Γιατί αξίζει να αναρωτηθούμε τι το ιδιαίτερο και αξιομνημόνευτο μπορεί να κρύβει αυτή η βόλτα. Με αμηχανία λοιπόν, ακολουθούμε τα βήματά του, σε απόσταση αναπνοής.
Εκείνος, κάπου έξω από το σώμα του, πραγματοποιεί το ίδιο εγχείρημα ξανά, για χάρη μας. Ως παρατηρητής του ίδιου του του εαυτού, τού απευθύνει τον λόγο σε β΄ πρόσωπο που έχει και συμβουλευτικό, αλλά και οικείο χαρακτήρα. Υποθέτω ότι στον εαυτό μας μπορούμε όλοι μας να μιλάμε στο β΄ πρόσωπο. Μας ξέρει, τον ξέρουμε και οι συστάσεις μεταξύ μας είναι περιττές. Ή μήπως όχι;
Είναι λοιπόν πρωί άνοιξης, μιας οποιασδήποτε άνοιξης. Αν ο προσδιορισμός του χρόνου δεν μας φαίνεται επαρκής, δεν είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει. Ίσα ίσα, η πρώτη του πληροφορία είναι ότι ο χρόνος χάθηκε. Βρισκόταν -λέει- κάπου στο κομοδίνο! Τώρα, έγινε άφαντος! Τρέχει μόνος του σε δρόμους άγνωστους, σε κατευθύνσεις απροσδιόριστες, κι έτσι ο ποιητής μας, εκτός χρόνου πια, βγαίνει στον δρόμο. Στον δικό του γνωστό δρόμο. Αυτός ο προσδιορισμός του τόπου μας φαίνεται ικανοποιητικός; Φοβάμαι πως ούτε αυτό θα μας φανεί βολικό. Τον ακολουθούμε λοιπόν, με μικρά ανασφαλή βήματα.
Έψαχνες βιαστικά στο κομοδίνο
να βρεις τον χρόνο που έχασες
η σχέση σου με το παρόν λιγόστευε.
Ο χρόνος έφευγε τρέχοντας γρήγορα
έτρεχε γρήγορα σε δρόμους άγνωστους
σε κατευθύνσεις που δεν γνώριζες.
(Το παράδοξο του ζην, σελ.9)
Σκηνή 1η:
Ο ποιητής μπαίνει σε κάποιο γνωστό του κατάστημα. Δυστυχώς όμως το επιθυμητό προϊόν δεν είναι διαθέσιμο. Πληροφορείται ότι μόλις εξαντλήθηκε. Ίσως επιλέξει κάτι παραπλήσιο, ίσως περιμένει να φέρουν στο κατάστημα κάτι ανάλογο, ικανό να του καλύψει τις ανάγκες του. Κι ενώ δε δηλώνεται ποια ήταν τελικά η απόφασή του, ξαναβγαίνει στον δρόμο. Τα πάντα μοιάζουν γνωστά και συνάμα άγνωστα. Τα πάντα δείχνουν οικεία, μα και τρομακτικά. Ίσως, γιατί ο ποιητής μας κινείται έξω από τον χρόνο. Είπαμε: Ο χρόνος βρισκόταν κάπου στο κομοδίνο, όμως χάθηκε.
Τα δέντρα, όταν βγήκες από το κατάστημα,
έμοιαζαν με σκηνικό της κόλασης
ο γαλάζιος ουρανός ήταν μια απειλή
τα πουλιά που κελαηδούσαν τόσο όμορφα
νόμιζες ότι σε κοροϊδεύουν.
Τόσες χιλιάδες άνθρωποι σε κίνηση
κι ο μέσος όρος μια ακινησία.
(Το παράδοξο του ζην, σελ. 11)
Αλήθεια, ποιος είναι ο «μέσος όρος»; Τα πάντα γύρω μας μας είναι γνωστά χάρη στις πέντε αισθήσεις μας που λειτουργούν μεταφέροντας διαρκώς ερεθίσματα μέσα από ένα απίστευτα πολύπλοκο σύστημα νευρώνων στον εγκέφαλο. Αλήθεια όμως, βλέπουμε σωστά ό,τι βρίσκεται μπροστά μας; Κι έπειτα, τι πάει να πει «αλήθεια» ή «σωστά»; Ο αναγνώστης θα μπορούσε να πει: «Ο ποιητής χαρακτηρίζει σκηνή της κόλασης έναν γαλάζιο ουρανό κι αυτό δεν μπορεί παρά να είναι μια αυθαίρετη κρίση. Γιατί δεν είναι όμορφος και γαλήνιος; Κι αν τα πουλιά κελαηδούσαν πραγματικά όμορφα, γιατί θα έλεγε κανείς ότι μας κοροϊδεύουν;» Στα παραπάνω, οι λέξεις «αυθαίρετα» και «πραγματικά», νομίζω πως ανοίγουν πόρτες για να μπούμε βαθύτερα στον φιλοσοφικό στοχασμό του ποιητή: Πάντα σκεφτόμαστε αυθαίρετα. «Πραγματικό» και «αληθινό» δεν είναι παρά αυτό για το οποίο συμφωνούμε οι περισσότεροι. Έξω από τον χρόνο, σε άλλον ρυθμό, τίποτα δεν είναι γνωστό. Αλλόκοτος μοιάζει ακόμα κι ο δρόμος μπροστά από το σπίτι μας.
Σκηνή 2η:
Ο ποιητής βλέπει ένα κορίτσι που κρατά μια μεγάλη μαύρη τσάντα και πίσω της μερικοί καλοντυμένοι κύριοι που κρατούν μαύρες ομπρέλες. Θυμάται πως κι αυτός έχει κάπου να πάει, όμως να, που έχασε τον χρόνο κάπου στο κομοδίνο και τώρα κινείται σε άλλο ρυθμό. Δε νομίζω πως έχει σημασία τι ακριβώς συναντά στην πορεία του. Νομίζω πως άλλο θέλει να τονίσει: Ότι ποτέ δεν παρατηρούμε τι συμβαίνει γύρω μας. Αφήνουμε την πόλη να μας προσαρμόσει στον δικό της ρυθμό, την αφήνουμε να μας καταπιεί. Αν ξαφνικά σταθούμε, ίσως αρχίσουμε την παρατήρηση. Έχω την αίσθηση ότι ο ποιητής δεν αναφέρεται μόνο στην εξωτερική πραγματικότητα. Αναφέρεται εξίσου σε όλα αυτά που αναδύονται διαρκώς μέσα μας. Αυτός κι αν είναι περίπλοκος άγνωστος κόσμος!
Σκηνή 3η:
Ένα πράσινο φύλλο πέφτει στον ώμο του ποιητή. Η βόλτα του έχει λοιπόν διάφορα απρόοπτα. Το φύλλο δεν είναι κίτρινο, δεν είναι νεκρό. Έπειτα, δεν είναι Φθινόπωρο, αλλά Άνοιξη και δεν έχει λόγο να πέσει, έτσι καταπράσινο που είναι. Το κοιτάζει με απορία, επικεντρώνοντας την προσοχή του στην απίστευτη γεωμετρία των γραμμών του. Αλήθεια, δώσαμε ποτέ σημασία σε τόσο «μικρά κι ασήμαντα» πράγματα; Ποιος καθορίζει ποια πρέπει να αντιμετωπίζονται ως «μεγάλα και σημαντικά»; Να, λοιπόν, που ένα μικρό φύλλο μπορεί να αποτελέσει θεσπέσιο πρωτόγνωρο θέαμα.
Σκηνή 4η:
Και τότε είδες ξαφνικά πολλούς περαστικούς
να στρέφουν το κεφάλι τους στον ουρανό
και να κοιτούν ψηλά απορημένοι.
Θα είναι κάποια έκλειψη ηλίου, σκέφτηκες,
αν και δεν είχε σκοτεινιάσει ιδιαίτερα.
(Το παράδοξο του ζην, σελ. 14)
Να, λοιπόν, που εντελώς τυχαία οι διαβάτες σταματούν. Η πόλη για λίγο αλλάζει ρυθμό. Στέκεται. Ο ποιητής καταφέρνει για λίγο να συντονιστεί με τους άλλους. Η σκηνή μού φέρνει λύπη: Ούτε τον ήλιο δε νιώθουμε λοιπόν; Δεν απολαμβάνουμε τη ζέστη του και το φως του; Δεν μας τρομάζει η ολιγόλεπτη -έστω- απουσία του σε μιαν έκλειψη; Πόσο θλιβερή είναι η εικόνα των ανθρώπων που κινούνται σαν καλοκουρδισμένες άβουλες μηχανές! Μου προκαλεί λύπη το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι, στην ποίηση του Διονύση Στεργιούλα, ούτε νιώθουν ούτε συμπεριφέρονται ανθρώπινα. Λείπει η ζωντάνια, το σφρίγος, το τυχαίο χωρατό, η όρεξη για γέλιο, για ζωή.
Σκηνή 5η:
Ένα γατάκι πηγαινοέρχεται εγκλωβισμένο σε μια σχεδόν άδεια βιτρίνα ενός καταστήματος. Είναι μια εικαστική παρέμβαση ή ένα δυστυχισμένο ζώο που υποφέρει; Πολλοί στέκονται και το παρατηρούν. Κάποιοι γελούν με το αναπάντεχο θέαμα. Μια γυναίκα φωνάζει:
«Απελευθερώστε αυτό το ζώο
αφήστε το να φύγει, μην το βασανίζετε»
(Το παράδοξο του ζην, σελ. 15)
Τελικά, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι με συναισθήματα, άνθρωποι που τολμούν να υψώσουν με θάρρος τη φωνή τους πάνω από το πλήθος. Ο ποιητής δεν συνεχίζει τη σκηνή, για να δούμε αν υπήρξε ανταπόκριση στο αίτημά της, αν το γατάκι ελευθερώθηκε τελικά ή όχι. Υποθέτω ότι αυτό δεν έχει σημασία. Αυτό που μετράει είναι η γενναία φωνή που διαχώρισε την άγνωστη γυναίκα από το αδιάφορο πλήθος.
Σκηνή 6η:
Μια ξαφνική νεροποντή δικαιώνει τελικά εκείνους τους άντρες που βάδιζαν στον δρόμο με ανοιχτές τις μαύρες ομπρέλες τους. Να, που οι πιο αλλόκοτοι γύρω μας, ίσως έχουν τους δικούς τους λόγους για τη συμπεριφορά που επιλέγουν. Εμείς συνηθίζουμε να τους δείχνουμε με το δάχτυλο, όμως είναι πιθανό να φαινόμαστε εξίσου παράξενοι στα δικά τους μάτια.
Σκέφτηκες πάλι τους άντρες με τις ομπρέλες
σκέφτηκες εκείνους που προνοούν
εκείνους που φροντίζουν για το μέλλον
που έχουν κάθε στιγμή ένα πρόγραμμα
σκέφτηκες πόσο τους ζηλεύεις
[…]
… αλλά μόλις έκανες το πρώτο βήμα
η βροχή αμέσως σταμάτησε.
Ήταν ένα ξέσπασμα του καιρού
ήταν μια ξαφνική νεροποντή, είπες μέσα σου
ακόμα κι ο καιρός έχει ξεσπάσματα
μόνο εγώ ζω χωρίς αυξομειώσεις
η ζωή μου κυλά εντελώς μονότονα
σαν μια ευθεία σε καρδιογράφημα.
(Το παράδοξο του ζην, σελ. 16)
Εδώ έχουμε για πρώτη φορά τη λέξη «εγώ». Ο ποιητής μονολογώντας θέτει το ερώτημα αν αξίζει μια μονότονη ζωή, χωρίς εναλλαγές, χωρίς κινδύνους, χωρίς συγκινήσεις, χωρίς ξεσπάσματα. Καταλήγει στην άποψη ότι απόλυτα απαθής και ήρεμος δε σημαίνει «ασφαλής», αλλά «νεκρός».
Σκηνή 7η:
Μια αναπάντεχα όμορφη εικόνα τον περιμένει λίγο πιο κάτω. Σ’ αυτή την υπέροχη βόλτα τού αποκαλύπτεται ο κόσμος από την αρχή, σαν να μην τον έχει δει ξανά: Ένα σταματημένο ποδήλατο κι ένα σπουργίτι που ξεκουράζεται πάνω του. Σκέφτεται να φωτογραφίσει την όμορφη εικόνα. Τελικά, η ομορφιά είναι πάντα αναπάντεχη. Φυλακίζεται όμως; Υπάρχει τρόπος να την κλέψει κανείς και να τη διασώσει αναλλοίωτη, για να είναι κτήμα του για πάντα; Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι τόσο ωραίες εικόνες υπήρξαν πολλές και τις προηγούμενες μέρες. Δυστυχώς, οι ομορφιές παραμένουν αθέατες είτε γιατί βιαζόμαστε πάντα σε υπερβολικό βαθμό είτε γιατί τα μάτια μας δεν είναι αρκετά εκπαιδευμένα, ώστε να τις ξεχωρίσουν και να τις απολαύσουν.
Αν κάποιος επιβαίνει σε ένα αυτοκίνητο που τρέχει με διακόσια χιλιόμετρα την ώρα, φτάνει νωρίς στον προορισμό του. Αν όμως επιβραδύνει αρκετά, προλαβαίνει να παρατηρήσει τα σύννεφα, τους λόφους στον ορίζοντα, τα πουλιά που πετούν σε σχηματισμό, τα δέντρα δεξιά κι αριστερά του δρόμου, ένα όμορφο πέτρινο σπιτάκι, τα αρνιά που βόσκουν ήρεμα, κι ένα σωρό άλλες ομορφιές. Αν μπορούσε μάλιστα να αφήσει το αυτοκίνητο και να βαδίσει στον χωραφόδρομο, θα μπορούσε να ανακαλύψει ένα σωρό μικρά και μεγάλα αθέατα θαύματα, λουλούδια με υπέροχα χρώματα κι έντομα παράξενα με διάφανα φτερά. Τα θαύματα βρίσκονται πάντα κάπου κοντά μας, όμως δε σκύβουμε να τα δούμε.
Σκηνή 8η:
Κόσμος μαζεύτηκε να δει το θέαμα
να δει τα στραπατσαρισμένα αυτοκίνητα
να δει τις συνέπειες της ταχύτητας
όμως εδώ, έλεγαν, φταίει μόνο ο ένας
ο άλλος βρέθηκε στον δρόμο του
φταίει ο ένας αλλά την πληρώνουν και οι δύο
«δεν είναι άδικο;» ρωτούσαν μεταξύ τους.
(Το παράδοξο του ζην, σελ. 19)
Ο ποιητής μάς θυμίζει ότι η ζωή είναι άδικη. Δεν τιμωρείται μόνο αυτός που ξεκίνησε το κακό, αλλά πολύ συχνά το σφάλμα του ενός παρασέρνει στην καταστροφή κι άλλους αθώους κι ανύποπτους. Μερικές φορές υποφέρουν πολλοί αθώοι κι ο πραγματικά ένοχος μένει αλώβητος. Είναι η «κακιά στιγμή», οι «αστάθμητοι παράγοντες», η «ατυχία». Διαβάζω τη λέξη «στραπατσαρισμένα» και προσπαθώ να φανταστώ τον πόνο των ανθρώπων, όταν δεν καταστρέφονται άψυχες λαμαρίνες, αλλά διαλύονται ζωές. Νομίζω πως το σημείο αυτό μας υποχρεώνει να κάνουμε μια σειρά σκέψεων: Όλοι έχουμε βιώσει μικρές ή μεγάλες απώλειες.
Σκηνή 9η:
Συναντά τον ποιητή μας ένας παλιός συνάδελφός του, ο οποίος αναπολεί τα παλιά. Τώρα, λέει, δεν έχουν εξουσία πάνω του τα ρολόγια. Πάντως, ήταν ωραίες οι εποχές τότε που κι αυτός υπάκουε σε ένα γνωστό πρόγραμμα.
Πάει κι αυτό, σκέφτηκες μόλις τον αποχαιρέτησες,
πολύ παράξενος σήμερα αυτός ο δρόμος
σαν να διαβάζω ένα βιβλίο περιπέτειας
[…]
Μάλλον θα πρέπει να κρατήσω σημειώσεις
ίσως στο μέλλον γράψω ένα ποίημα
για όλα αυτά που συμβαίνουν
για τα κρυμμένα μυστικά κάθε αποκάλυψης
για το παράδοξο του ζην.
[…]
Ποιος θα διαβάσει μια ιστορία χωρίς πλοκή
μια ιστορία χωρίς δάκρυα και συναίσθημα
για έναν άνθρωπο που περπατά
για έναν συνηθισμένο άνθρωπο που περπατά
σ’ έναν συνηθισμένο δρόμο
(Το παράδοξο του ζην, σελ.21)
Παρατηρώ στο σημείο αυτό, ότι ο πρωταγωνιστής μας, ο άνθρωπος που βαδίζει στον δρόμο, δεν κάνει κάποια προσπάθεια να περιγράψει τον παλιό του συνάδελφο. Πρόκειται για πρόσωπο-σκιά που έρχεται και φεύγει αθόρυβα. Λέει ό,τι είναι να πει και χάνεται σαν να τον καταπίνει το πλήθος ή ο ίδιος ο δρόμος. Σαν να μην έχει σάρκα και οστά. Επιπλέον, ο πρωταγωνιστής μας δεν εκφράζει κάποιο συναίσθημα. Άραγε, χάρηκε που τον συνάντησε μετά από καιρό; Ήρθαν στο μυαλό του ξεχασμένες αναμνήσεις από την παλιά τους συνεργασία; Μήπως του είναι δυσάρεστη η παρουσία του παλιού του συναδέλφου; Το παράδοξο είναι ότι ο πρωταγωνιστής μας δεν ένιωσε το παραμικρό. Άκουσε τα λόγια του άλλου απόλυτα αδιάφορα, σαν τίποτα να μην έγινε. Σα να μη βρέθηκε ποτέ απέναντί του. Είναι τελικά, τρομακτικός αυτός το δρόμος! Είναι απίστευτα ρηχές οι σχέσεις των ανθρώπων που κινούνται σαν φαντάσματα στο φως του ήλιου.
Κάπου εδώ θα μπορούσε να τελειώσει αυτός ο ποιητικός περίπατος. Άλλωστε, ο ίδιος ο ποιητής τονίζει πως σ’ αυτό το ποιητικό αφήγημα δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος. Δεν υπάρχει πλοκή που να ακολουθεί κάποιο σχέδιο και -θεωρητικά τουλάχιστον- θα μπορούσε να διαρκεί επ’ άπειρον. Τα κρυμμένα μυστικά που αποκαλύπτονται, καταδεικνύουν το παράδοξο του ζην, λέει ο ποιητής μας, όμως «το ζην» χαρακτηρίζεται από μια απερίγραπτη ελαφρότητα. Δεν υπάρχουν σ’ αυτό το έργο μεταφυσικές ανησυχίες. Απουσιάζει επίσης η αγωνία απέναντι στον θάνατο. Σαν να είναι η ζωή ένα αχανές πεδίο δράσης, ένα απίστευτα μεγάλο θέατρο, στο οποίο ο καθένας μας είναι ταυτόχρονα θεατής κι ηθοποιός, στον βαθμό που επιθυμεί: Αν δεν αρέσει σε κάποιον η δράση, αρκείται στον ρόλο του παθητικού παρατηρητή, του κομπάρσου, που απλώς γεμίζει το πλάνο με την παρουσία του. Ακόμα κι έτσι όμως, είναι, έστω κι έμμεσα, μέρος της δράσης με την ευρύτερη έννοια του όρου, αφού παραμένει μέλος του τεράστιου θιάσου. Αυτό το θέατρο δεν τελειώνει ποτέ. Αυτή η παράσταση δεν ξέρω αν έχει διδακτικό χαρακτήρα. Τι νόημα έχει η ίδια η ζωή, τι αξία έχουν όλα όσα μπορεί να μας διδάξει, αν το νήμα της κόβεται απότομα κι απομένουμε στο απόλυτο κι αιώνιο σκοτάδι της ανυπαρξίας; Δεν είναι θλιβερό να καταλήγει η τόσο ακριβά αγορασμένη γνώση μας, η τόσο σκληρά αποκτημένη σοφία μας στο απόλυτο τίποτα;
Καθώς προχωρούσες στον μικρό δρόμο
ο μικρός δρόμος μεγάλωνε έγινε λεωφόρος
έγινε αχανής έκταση του μεσημεριού
δεν ήταν πια δρόμος αλλά η ίδια η πόλη.
Άκουγες ήχους που σε περικύκλωναν.
Ήταν ανθρώπινες φωνές και ήχοι μηχανών
μιας πόλης που ποτέ δεν ηρεμεί
έμοιαζαν όμως με τους ήχους της βροχής
με παφλασμούς κυμάτων στην ακτή
με καταρράκτη που κυλά ορμητικά
με θρόισμα των φύλλων ενός δάσους.
(Το παράδοξο του ζην, σελ. 22)
[…]
Έμοιαζαν με κατασκευασμένο σκηνικό
με στούντιο της εταιρίας Γιουνιβέρσαλ.
Ένιωθες ότι μια ολόκληρη ανθρωπότητα
κρύβεται μέσα στο μυαλό σου
και γύρω σου ένα σύμπαν ανεξήγητο.
(Το παράδοξο του ζην, σελ. 23)
Σκηνή 10η
Το ίδιο κορίτσι, (αυτό που εμφανίστηκε στη 2η σκηνή),εμφανίζεται ξανά με τσάντα κόκκινη. Πίσω της σε κάποια απόσταση, ακολουθούν οι ίδιοι καλοντυμένοι κύριοι, μόνο που τώρα κρατούν κι αυτοί κόκκινες ομπρέλες. Άρα, ακόμα και στο τυχαίο, υπάρχει μια κανονικότητα, μια αναλογία. Έτσι η ζωή είναι αρκετά προβλέψιμη. Για να μην προκληθεί σύγχυση στους αναγνώστες, εννοώ ότι η κοπέλα θα μπορούσε άνετα να παρουσιαστεί με τσάντα κίτρινη, αρκεί πίσω της οι καλοντυμένοι κύριοι να εμφανίζονταν κρατώντας επίσης κίτρινες ομπρέλες. Παρόλα αυτά, ο ποιητής μας απορρίπτει την αναλογία ως «μη πραγματική». Επειδή είναι αδύνατον να ορίσουμε τι είναι «πραγματικό» και τι «μη πραγματικό», αφήνω ασχολίαστη αυτή τη θέση.
Σκηνή 11η:
Στίχοι-γρίφοι αναδύονται στη συνείδηση του ποιητή κι αναρωτιέται μιλώντας δυνατά στον ίδιο του τον εαυτό πώς γίνεται τα ξεχασμένα να επανέρχονται και κυρίως πώς εξηγείται να μας πολεμάει ο ίδιος μας ο εαυτός. Αυτή η επίθεση πώς ερμηνεύεται και σε τι αποσκοπεί; Και να, μπροστά του ένα δέντρο όμορφο και μεγάλο με πλούσιο φύλλωμα, με κορμό ψηλό και δυνατό. Πού ρίζωσε; Πού χώθηκαν οι ρίζες του, αφού κάτω από τα τσιμέντα υπάρχουν υπόγεια, καλώδια, υπόνομοι και στοές; Πώς επιβίωσε; Αν ο άνθρωπος ριζώνει στον τόπο του και λέει πως εκεί ανήκει, πού βρήκε χώμα και νερό σε τόσο δύσκολα χρόνια;
Κοίταξες τους περαστικούς
κοίταξες τα θλιμμένα πρόσωπά τους
σου φάνηκαν θολά χωρίς περίγραμμα
κοίταξες στον καθρέπτη μιας βιτρίνας
κοίταξες το δικό σου πρόσωπο
ήταν κι αυτό θολό, χωρίς περίγραμμα.
[…]
Αν ήξερες πως μια γνωστή διαδρομή
μπορεί να γίνει επικίνδυνο ταξίδι
θα έμενες όλη τη μέρα σπίτι
και θα απέφευγες με τρόπο έξυπνο
τις τρικυμίες του οδοστρώματος.
Πώς γίνεται να μην είχες προσέξει
πως κάθε οικεία θάλασσα
έχει αβυθομέτρητα σημεία
πως κάθε χάρτης του ουρανού
έχει αχαρτογράφητες πορείες
πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν
τα βήματά μας πού μας πάνε;
(Το παράδοξο του ζην, σελ. 31)
Αντί επιλόγου:
Μια από τις μεγαλύτερες αρετές αυτού του ξεχωριστού έργου είναι η φαινομενική του απλότητα: Ο ποιητής Διονύσης Στεργιούλας χρησιμοποιεί ανεπιτήδευτη γλώσσα, με πολύ απλές και καθημερινές λέξεις και το ύφος του είναι πεζολογικό. Εδώ δεν έχουμε έναν συνηθισμένο φιλοσοφημένο ποιητικό λόγο, αλλά πολύ περισσότερο, μια εκλαϊκευμένη φιλοσοφία ζωής μέσα από στίχους. «Το παράδοξο του ζην» είναι ένα μακροσκελές αφηγηματικό ποίημα που εκτείνεται σε είκοσι δύο (22) τυπωμένες σελίδες. Η προσπάθειά μου να το χωρίσω σε σκηνές αποσκοπεί στην καλύτερη κατανόηση της δομής του. Παρόλα αυτά, ο ίδιος ο ποιητής γράφει συνεχόμενα, χωρίς να διακρίνει ενότητες. Το εντυπωσιακό είναι ότι θα μπορούσε ο ποιητής να αφαιρέσει ή να προσθέσει μερικές σελίδες, χωρίς να αλλοιώσει τον χαρακτήρα του έργου, γιατί δεν υπάρχει αρχή μέση και τέλος, αλλά μια αέναη κυκλική κίνηση. Έχω μάλιστα την άποψη ότι ο αναγνώστης «προσθέτει» με τη δική του φαντασία τις δικές του σκηνές, γιατί εύκολα ταυτίζεται με τον πρωταγωνιστή, με τον άνθρωπο που βαδίζει και παρατηρεί την αχαρτογράφητη κι αβυθομέτρητη «θάλασσα» της ρέουσας πραγματικότητας.
Σε αυτή τη «θάλασσα» χαίρεται κανείς τα ρηχά καθαρά νερά και τα όμορφα βοτσαλάκια, κι έπειτα, τελείως απροσδόκητα, παραδίνεται ξανά στ’ αφρισμένα κύματα. Τελούμε σε κατάσταση μόνιμης σύγχυσης, λέει ο ποιητής, κι είμαστε απόλυτα ανίκανοι να μάθουμε από τα λάθη μας. Αγνοούμε ακόμα και τα πιο βασικά: Πώς μοιάζει ο δρόμος έξω από το σπίτι μας, πώς είναι η γειτονιά μας κι ας διανύουμε αυτές τις αποστάσεις διαρκώς, χρόνια και χρόνια. Όλη μας τη ζωή κινούμαστε σ’ αυτούς τους ίδιους δρόμους. Πιο πέρα, σ’ άλλες γειτονιές, σε άλλες πόλεις, σε άλλες χώρες, σε άλλες ηπείρους, πόσες χιλιάδες χιλιάδων θαύματα, μικρά και μεγάλα συντελούνται αθέατα; Το «ζην» τελικά, δεν είναι παρά ένα πολύ γρήγορο πέρασμα, μια πολύ σύντομη βόλτα, σ’ έναν τυχαίο δρόμο, ένα τυχαίο πρωί, μιας οποιασδήποτε άνοιξης.
Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου είναι ποιητής