α’
Σμίλεψες τις εκτυφλωτικές ηλιαχτίδες με την ιδέα του όντως όντος μες σε αγαμεμνόνεια φρέατα.
Σκάλισες την πέτρα διαπερνώντας βράχο που έσταζε δύναμη. Δεν καταδέχτηκες να περπατήσεις
την απόκρημνη περιστροφή αλλά δια της ευθείας προσδιόρισες τα πλάγια λες και έμπηγες
τη γροθιά στη γραφίδα νυστέρι να ξεπηδήσει η έφηβη μοίρα της πιο φθαρμένης λέξης. Ήδη
βλέπω τα εργατικά σου δάχτυλα να αστράφτουν από μαρμαρόσκονη με σβώλους ονειρόχωμα
τόνους χυμένο μολύβι. Να θάβεις περιττή ανυπαρξία και το παράπονο των ξεχασμένων ν’ ανθίζει.
Τώρα πια που γεμίσαμε ερμηνείες αυθαίρετες με παραλλαγές πάνω στη μηδαμινότητα προβάλλεις την μοναχική σου απεραντοσύνη σε μια σπηλιά αχαρτογράφητη στην Πάτμο. Θεράπευσες τα ανίατα με αριστοτελική ουσία καθαρόαιμη. Λεπτολόγος χειρουργικά έστησες περιπέτειες αρετής σε νυχτερινές προεόρτιες ετοιμασίες για τη δυοειδή φορά των μεγαλύτερων πραγμάτων και την εκβιαστική απάτη που μας απειλεί υπαγορεύοντας δια βροντόφωνων σημείων στίξης να διασωθεί η ανάγκη εξ αιτίας αναίτιας βούλησης για εναντιοδρόμηση ολόκληρων στοιχείων πάντοτε τιμημένος από καθαρή ευθύνη κι αυθεντική πρώτη ύλη εκτός ύπουλων παρενθέσεων αλόγιστης αδιαφορίας.
β’
Άλλοτε ορφικός σαν φόρμιγγα άλλοτε ομηρικός σαν αχίλλειο έγχος παραμονεύεις φύλακας στην ασφάλεια του ύπνου μας για την τέλεια αρχιτεκτονική του τραύματος απαλά αγγίζοντας λεπτές χορδές εσώψυχες λαλείς όπως αηδονάκι καθώς ο αγέραστος ήλιος ο απαράμιλλος ήρωας λούζεσαι την ευλογία των Μουσών στην αριστερή όχθη του Πηνειού ποταμού εκεί που μεταμόρφωσες υπόσταση σε τέλεια πράξη στην Ήλιδα των μύθων με ανέμους ευνοικούς έτσι τον ουρανό πονηρό μάτι αδάκρυτο μην τον πειράξει μην τον γλωσσοφάει και κρυφτεί πίσω από σύννεφα συρφετό.
Η παρακαταθήκη σου προτείνεται σχέδιο σπειροειδούς καμπύλης για παραδειγματική ελεύθερη
σύνθεση ως έπος αφιερωμένο στην πάτρια νεότητα κατά την επόμενη ανάγνωση απαράμιλλης
αντίφασης όπου ομνύουμε ικέτες δώρα λευκά χαρτιά κομίζοντας προς την αδικαίωτη ακόμα αρχοντιά σου την ασώματη λεβεντιά σου Τιτάνων και Αγγέλων λόγω καίριου αναστοχασμού στις εξαιρέσεις του πραγματικού που ανέδειξες πιο πάνω από το ολύμπιο ύψος. Την ολότητα πάσχιζες να υμνήσεις αρμονία μην τυχόν και ματώσει τρομαγμένος ο ουρανός από τη γήινη πεζότητά μας.
γ’
Ακόμα σε ακούμε να συγκρατείς παρηγοριά και να καθηλώνεις θαυμασμό ταπεινά. Ομολόγησες
το ζώο που ζει κι εκρήγνυται όπως ο ερημίτης τον θρίαμβο της περιούσιας μοναξιάς του την ακανθώδη στέρηση να μπήγεται μια φορά στη φύση δυο φορές στη πλάνη. Το μονοπάτι που χάραξες θαλασσοδέρνει κυματοθραύστες νανουρίζοντας γλάρους ταξιδιάρικους. Φτερό εσύ αδιαχώριστο από το αλαφροΐσκιωτο βάρος σε χιλιοπήρε το άφθαρτο και πάει πάει στο απρόβλεπτο στο θεώρημα του περί μαντικών ικανοτήτων. Φλέβα ατσάλινη μιλά στην αρτηρία το αδιαχώριστο
με την παντογνωσία ρεμβασμού τέμνοντας κάθετα μαχαίρι το πεπρωμένο. Τρέλανες το σύμπαν
στον σαμιώτικο χορό εναρμόνισες το ελάχιστο με την προσωκρατική ηχώ του μύστης παρθένου
σκοταδιού για τους ανοιχτομάτηδες δε σε βαστά καμιά αντίληψη μέσα στη χάρη της λιτότητας εσύ
επαλήθευσες την ίριδα των χρωμάτων στη σοφία ενός τυφλού παιδιού και πέτυχες το μυστικότατο
πρωτίστως ξανά δουλευταράς του ασπρόμαυρου εκτός εντός μιας τελευταίας απόπειρας για άστρο.-
Πεθαίνει η λέξη
Όταν λεχθεί,
Κάποιοι ισχυρίζονται.
Τη μέρα εκείνη
λέω εγώ
Μόλις να ζεί αρχίζει.
(1872;)