Δύο χρόνια μετά την ταινία «Το όνομά μου είναι Ντάνιελ Μπλέικ», μια ταινία σταθμός για το κατάντημα του κοινωνικού συστήματος πρόνοιας της Αγγλίας, το δίδυμο Κεν Λόουτς και Πωλ Λάβερτι επανέρχεται με την ταινία «Δυστυχώς απουσιάζατε…» (“Sorry we missed you” ο αγγλικός τίτλος), συνέχεια κατά κάποιο τρόπο της προηγούμενης, όπου γίνεται αναφορά στην τελευταία εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού, την “gig οικονομία”. «Gig οικονομία», σύμφωνα με το λεξικό του Κέμπριτζ, είναι η «μέθοδος εργασίας που βασίζεται στη λογική ότι οι εργαζόμενοι έχουν προσωρινές δουλειές ή κάνουν διαφορετικά κομμάτια μιας δουλειάς και πληρώνονται χωριστά, αντί να έχουν σχέση μισθωτής εργασίας».
Η ταινία, λοιπόν, δεν καταπιάνεται με μία υποσημείωση της σύγχρονης οικονομίας. Σήμερα, περίπου το 30% του εργατικού δυναμικού στις ΗΠΑ εργάζεται στην «gig οικονομία» και υπολογίζεται ότι ο αριθμός αυτός θα φτάσει το 40% έως το 2020. Δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, αν επικρατήσει το παραπάνω τρομακτικό σενάριο, μιλάμε για το τέλος της μισθωτής εργασίας!
Ο Κεν Λόουτς δεν κρύβει τις προθέσεις του. Δεν μιλάει γενικά για την καταπίεση της εργατικής τάξης στην Αγγλία ή της παγκόσμιας εργατικής τάξης. «Το σινεμά μας κάνει καμιά φορά να βλέπουμε καθαρότερα τον κόσμο κι ο κόσμος μας αυτή τη στιγμή κινδυνεύει, από τις ιδέες που αποκαλούμε νεοφιλελευθερισμό που απειλεί να μας φτάσει στην καταστροφή, στη δυστυχία εκατομμυρίων ανθρώπων, από την Ελλάδα ως τη Βραζιλία… πρέπει να πιστέψουμε ότι ένας διαφορετικός κόσμος είναι εφικτός και απαραίτητος».
Οι ταινίες του Κεν Λόουτς συνεχίζουν την παράδοση ταινιών του κοινωνικού ρεαλισμού και παλαιότερα του free cinema ή αλλιώς το βρετανικό νέο κύμα που ίσως προηγήθηκε του γαλλικού. Μια κατάταξη σε ένα είδος κινηματογράφου μπορεί να είναι μία ευκολία για τους κριτικούς αλλά ίσως δεν μπορεί να περιγράψει την κρισιμότητα του θέματος με την οποία καταπιάνεται η συγκεκριμένη ταινία. «Όσες μελέτες να γίνουν πάνω στην οικονομία του διαμοιρασμού, όπως ονομάζεται η φάση της οικονομίας που διανύουμε και το τέλος της μισθωτής εργασίας, δεν θα μπορέσουν να περιγράψουν την απελπισία των ανθρώπων που ζουν αυτή την πραγματικότητα, όπως περιγράφεται στην τελευταία ταινία του Κεν Λόουτς.
Εκτός του city του Λονδίνου, σε μία υποβαθμισμένη πόλη, όπως είναι το γνωστό μας και από την προηγούμενη ταινία του, το Νιούκαστλ της βορειοανατολικής Αγγλίας, γνωστή παλαιότερα και για την παραγωγή άνθρακος, όπου έγινε και το κέντρο της βιομηχανικής επανάστασης. Σε αυτή την πόλη, λοιπόν, προσπαθεί να ζήσει ο Ρίκυ, η γυναίκα του, Άμπι και τα δύο τους παιδιά, ο γιός, στην εφηβεία, Σεμπ και η μικρότερη Λίζα. Ο Ρίκυ, απολυμένος εργάτης οικοδομών, θεωρεί ότι η νέα δουλειά που βρίσκει είναι μια ευκαιρία να ξελασπώσει την οικογένεια και να μπορέσουν, αν όλα πάνε καλά, να αγοράσουν και σπίτι. Με δυσκολία πείθει την Άμπι, που εργάζεται σαν νοσοκόμα φροντίζοντας κατ’ οίκον γέροντες και παραπληγικούς, μετακινούμενη διαρκώς για να τους προλάβει όλους, να πουλήσει το αυτοκινητάκι της ώστε ο Ρίκυ να αγοράσει το μίνι βαν και ως αυτοαπασχολούμενος να αρχίσει εργασία στην εταιρία ταχυμεταφορών.
Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί στην ταινία, όλοι είναι μέρος του συστήματος, ακόμα και το «αφεντικό» δηλαδή αυτός που εκπροσωπεί την εταιρία και αναλαμβάνει να εξηγήσει στον Ρίκυ τους κανόνες, είναι ένα γρανάζι. Στην πραγματικότητα, σε μια τέτοια επιχείρηση, χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας επιχείρησης παγκοσμίως η Uber, ο κάθε Ρίκυ, όπως του εξηγεί και η φωνή της εταιρίας, έχει αυστηρά χρονοδιαγράμματα παράδοσης των παραγγελιών με σκληρές ποινές σε περίπτωση καθυστέρησης και βέβαια με μηδενική προστασία αφού είσαι αυτοαπασχολούμενος… αφού δουλεύεις για τον εαυτό σου. Ο Ρίκυ δεν θα είναι υπάλληλος αλλά θα είναι ο ιδιοκτήτης οδηγός, ένας ανεξάρτητος εργολάβος.
Σε μια συνέντευξή του ο σκηνοθέτης εξηγεί ότι όλα, εδώ και χρόνια πια, ξεκινούν από την κατάρρευση της ασφάλειας στην εργασία. «Χάθηκε ο σωστός μισθός, ο ικανός να ταΐσει τα στόματα μιας οικογένειας». Παλιά, μια μεσαία οικογένεια με δύο παιδιά μπορούσε να διεκδικήσει μια θέση στην κοινωνία μόνο με τον μισθό του πατέρα και της μητέρας. Σήμερα κάτω από συνθήκες ακραίου ανταγωνισμού το τίμημα καλείται να πληρώσει η νέα κάστα των αυτοαπασχολούμενων εργατών. Είναι υπεύθυνος για τις ζημιές του φορτηγού, αν πρέπει να λείψουν για προσωπικούς λόγους ή για πρόβλημα υγείας οφείλουν να βρουν αντικαταστάτη, δεν δικαιούνται αργίες ή ρεπό… είναι ακριβώς το μοντέλο εργασίας που επιζητά η ελεύθερη αγορά. Ο Ρίκυ μάλλον δεν καταλαβαίνει στην αρχή την προσφορά που του κάνει ο συνάδελφος όταν του δίνει να έχει μαζί του ένα πλαστικό μπουκάλι για τα ούρα. Αργότερα καταλαβαίνει, μέσα από το ανελέητο, ολοήμερο τρέξιμο να προλάβει την παράδοση των δεμάτων που έχει αναλάβει, ότι το μπουκάλι είναι σωτήριο για τις ανάγκες του.
Ο Ρίκυ είναι αυτοαπασχολούμενος αλλά, η έννοια είναι σχετική. Το μυστικό της επιτυχίας κρύβεται στη συσκευή που του παραδίνει ο εκπρόσωπος της εταιρίας και αποτελεί την πιο εξελιγμένη τεχνολογία. Η συσκευή αυτή του δείχνει τους δρόμους, επιτρέποντας στον πελάτη να ξέρει που ακριβώς βρίσκεται το δέμα και σε πόση ώρα θα φτάσει. Ο πελάτης κάθεται σπίτι και μπορεί να δει τη διαδρομή του οχήματος. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι οδηγοί εξαντλούνται στους δρόμους, τρέχοντας να προλάβουν τις προσδοκίες που γεννά αυτός ο εξοπλισμός. Η τεχνολογία είναι καινούργια, η εκμετάλλευση είναι παλιά ιστορία.
Ο Ρίκυ τρέχει όλη την ημέρα για να προλάβει τις παραγγελίες και όταν προσπαθεί να κλέψει λίγο χρόνο για να πάει στο σχολείο του γιού του που τον κάλεσαν, αποκαλύπτεται το αδιέξοδο και η παγίδα που κρύβει η επιλογή του.
Το νέο μοντέλο εργασίας στην πραγματικότητα είναι μια παραλλαγή των πιο ακραίων μορφών εκμετάλλευσης που κυριαρχούσαν στα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης. Ελαστικοποιεί πλήρως την εργασία, μετατρέποντάς την σε «δουλεία κατά παραγγελία», καταργεί την έννοια του μισθού (πλέον η αμοιβή σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από τον… ίδιο τον εργαζόμενο) και απομυζά τεράστιους ασφαλιστικούς πόρους, αφού στην gig economy ο εργαζόμενος αντιμετωπίζεται λίγο πολύ ως εργολάβος.
Η απελπισία του Ρίκυ και της οικογένειάς του καθρεφτίζεται στο πρόσωπό τους. Η αγορά δεν ενδιαφέρεται για την ποιότητα ζωής μας. Ο άνθρωπος είναι σε αδιέξοδο αλλά αδυνατεί να διακρίνει και την έξοδο από το τούνελ…