Η δική μου ηλικιακά γενιά, ας πούμε οι γεννηθέντες μετά τον πόλεμο, έζησε μια πρωτόγνωρη κατάσταση αυτό τον χειμώνα.
Βέβαια ανατρέχοντας στην ιστορία, θα διαπιστώσουμε ότι παρόμοιες και ίσως πολύ χειρότερες καταστάσεις είχε ζήσει ο κόσμος. Ένα κοντινό σχετικά χρονικά γεγονός ήταν η γρίπη του 1969, η λεγόμενη γρίπη του Χονγκ Κονγκ, η οποία προκάλεσε το θάνατο ενός εκατομμυρίου ανθρώπων και κανείς ίσως από τη γενιά μας δεν θυμάται κάτι.
Πάνε πολλά χρόνια που εμπνευσμένοι από τον καταγγελτικό λόγο του IvanIllich διαβάζαμε ότι η συμβολή της ιατρικής επιστήμης στην πτώση της θνησιμότητας από λοιμώδεις νόσους ήταν σχετικά ασήμαντη σε σύγκριση με το ρόλο που διαδραμάτισε η βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών και των διατροφικών προτύπων και θυμηθήκαμε τη ρήση του μεγάλου Γερμανού παθολόγου του 19ου αιώνα Rudolf Virchow ότι η «ιατρική είναι μία κοινωνική επιστήμη και η πολιτική δεν είναι παρά μιας μεγάλης κλίμακας ιατρική», όταν είδαμε ένα απόγευμα και έκτοτε για πολλά απογεύματα την γνωστή παρέα στην τηλεόραση[1]. Για πρώτη φορά λοιπόν με την εμφάνιση του κ. Τσιόδρα στην τηλεόραση έγινε φανερό ότι η επιστήμη αντικατέστησε την πίστη, προσλαμβάνοντας μία λειτουργία ακριβώς θρησκευτική.
Ο αόρατος εχθρός που ακούγαμε κάθε βράδυ είχε εγκατασταθεί έξω από το διαμέρισμά μας και καιροφυλακτούσε να μας συντρίψει. Η «σωτηρία μας» παρμένη από την χριστιανική φιλοσοφία της ιστορίας εξασφαλιζόταν από τον αυστηρό εγκλεισμό μας στο σπίτι μας. Αν ο μη γένοιτο και ο αόρατος εχθρός, όπως τον αποκαλούσε ο κ. Τσιόδρας περνούσε το κατώφλι μας και λάβωνε ένα μέλος της οικογένειας, τότε έπρεπε η απομόνωση να είναι τέλεια, σφράγισμα με ταινία του δωματίου, το φαϊ έξω από την πόρτα. Αν δεν ακολουθούσαμε τις οδηγίες, μπορούσαμε στο βραδινό δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση να δούμε τα φέρετρα που κουβαλούσε ο στρατός στο γειτονικό μας Bergamo. Όπως δήλωσε το καμάρι της επιστήμης, καθηγητής του ΜΙΤ, επιτέλους θριάμβευσε η λογική! [2]Αν αυτά που ακούγαμε κάθε απόγευμα από τον κ. Τσιόδρα και τους δευτερολογούντες πολιτικούς, για τον αόρατο εχθρό ανήκει στην επιστήμη, τότε μάλλον κάποια παρεξήγηση θα είχαμε μέχρι τότε για τον επιστημονικό λόγο.
Ίσως πια είναι κοινοτυπία, μετά από τόσες αναφορές που έγιναν το διάστημα της πανδημίας, να αναφερθούμε στην κατάσταση εξαίρεσης, όπως την είχε περιγράψει με θαυμαστή ενάργεια ο GiorgioAgamben. Από καιρό η διάκριση των εξουσιών έχει εξασθενήσει και εκ των πραγμάτων η εκτελεστική εξουσία έχει απορροφήσει, τουλάχιστον εν μέρει, τη νομοθετική εξουσία. Από τεχνική άποψη, η δημοκρατία δεν είναι πλέον κοινοβουλευτική αλλά κυβερνητική. Η έλευση του κορωνοϊού και η έκδοση των Π.Δ. ας πούμε επιβεβαίωσαν πανηγυρικά αυτό που είχε αρχίσει από καιρό. Μια πτυχή άλλωστε είναι το Επιτελικό Κράτος που προηγήθηκε της πανδημίας. Με τις πρώτες ειδήσεις περί κορωνοϊού στην Κίνα μπήκαμε σε ένα καθεστώς ανάγκης. «Η ανάγκη ως γνωστόν δεν αναγνωρίζει κανένα νόμο» και δημιουργεί τους δικούς της νόμους. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης τείνει να εμπερικλείεται στην έννομη τάξη και να παρουσιάζεται ως καθεαυτό νομική κατάσταση. «Έχει ειπωθεί παραστατικά ότι στην κατάσταση εξαίρεσης το γεγονός μετατρέπεται σε δίκαιο – η επείγουσα ανάγκη είναι μια πραγματική κατάσταση αλλά εδώ ταιριάζει το νομικό αξίωμα: exfactisjusoritur / η πραγματικότητα γεννά δίκαιο. Ο Agamben ισχυρίζεται και στην περίπτωσή μας περιγράφει την κατάσταση που περιήλθαμε για τρίμηνο περίπου ότι «η κατάσταση εξαίρεσης ορίζει ένα κατώφλι στο οποίο λογική και πράξη δεν μπορούν να προσδιορισθούν, ενώ μια καθαρή βία χωρίς λόγο αξιώνει να εφαρμόσει ένα εκφώνημα χωρίς πραγματική αναφορά»[3].
Μια τέτοια πλανητική αντιμετώπιση της πανδημίας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως η Σουηδία που αποτέλεσε και το φόβητρο για την εφαρμογή των μέτρων που πάρθηκαν και των «πρωτοκόλλων» που εφαρμόστηκαν, οδήγησε στο να τεθούν σε δεύτερη μοίρα κοινωνικοί παράγοντες, όπως η φτώχεια, η πείνα, η κακή στέγαση και η υγιεινή που διαδραματίζουν σοβαρότερο λόγο στη διάδοση της επιδημίας. Βέβαια, μερικές φορές ακούγαμε ότι στην Αμερική, για παράδειγμα, τα θύματα ήτα περισσότερα μεταξύ των αφροαμερικανών που ζουν γενικώς σε άθλιες συνθήκες ζωής. Εδώ όμως η συζήτηση τελείωνε. Αυτό που ενδιέφερε κυρίως την κυβέρνηση ήταν η επικοινωνιακή διαχείριση της πανδημίας. Εκεί πράγματι αξίζουν συγχαρητήρια. Μετά την ώρα του κ. Τσιόδρα και των δύο υπουργών κάθε απόγευμα, άρχιζε μια ατελείωτη σειρά σποτ που φτιάχτηκαν σε χρόνο ρεκόρ στα οποία όλοι εμείς οι Έλληνες, δίναμε συγχαρητήρια στους γιατρούς των κρατικών νοσοκομείων που έκαναν με αυταπάρνηση την δουλειά τους. Δηλαδή το άκρον άωτον της υποκρισίας! Αυτοί που τόσα χρόνια συστηματικά κατεδάφισαν την δημόσια υγεία έδιναν συγχαρητήρια στους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό που τους είχαν απαξιώσει. Τρίβαμε τα μάτια μας μ’ αυτό που βλέπαμε γιατί δεν υπήρχε κάποιος πολίτης αυτής της χώρας που να μην γνώριζε ότι αν χρειαζόταν να κάνει εισαγωγή σε δημόσιο νοσοκομείο έπρεπε να φέρει μαζί του και τα σεντόνια και τις κουβέρτες από το σπίτι του, γιατί η ιδεολογία του τελευταίου σταδίου του νεοφιλελευθερισμού δεν μπορούσε να φανταστεί ότι εκτός από την απύθμενη κερδοσκοπία του ιδιωτικού νοσοκομείου θα μπορούσε να υπάρχει και το κράτος πρόνοιας.
Αφού λοιπόν οι κλινικάρχες ή οι εταιρείες ιατρών αρνήθηκαν να μολύνουν τους χώρους που τους ανήκουν με τον covid-19, το βάρος έπεφτε στο απαξιωμένο εδώ και χρόνια Ε.Σ.Υ. Σας ευχαριστούμε λοιπόν που κάνετε τη δουλειά σας με τα ψίχουλα που σας δίνουμε.
Τώρα που κατακάθισε ο κουρνιαχτός έχουμε καταλάβει ότι περισσότερα χρήματα κατευθύνθηκαν στο επικοινωνιακό επίπεδο, γιατί οι κυβερνώντες σ’ αυτό έχουν διατριβές στα καλύτερα πανεπιστήμια, παρά στη στήριξη του Ε.Σ.Υ., γιατί επένδυση στο Ε.Σ.Υ. δεν θεωρείται ανάπτυξη.
Κλασσική και αξεπέραστη συνταγή: ο καπιταλισμός προσανατολίζεται με βάση την ανάπτυξη. «Ένα σταθερό ποσοστό ανάπτυξης είναι ουσιαστικό για την υγεία του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, αφού μόνο μέσω της ανάπτυξης μπορούν να εξασφαλίζονται τα κέρδη και να διατηρείται η συσσώρευση του κεφαλαίου»[4]. Τι σχέση λοιπόν έχει η ανάπτυξη με τα δημόσια νοσοκομεία; Ίσως καλύτερη προσφορά στην ανάπτυξη είναι να εξαφανιστούν οι πάνω από 60 ετών, που έχουν και υποκείμενα νοσήματα και επιβαρύνουν τον δημόσιο προϋπολογισμό. Άλλωστε οι διαβεβαιώσεις του απογευματινού teamήταν καθησυχαστικές. Τα κρούσματα σταθερά ήταν πάνω από 60 ετών και οι περισσότεροι με υποκείμενα νοσήματα και κατά ασφαλείς δημοσιογραφικές πληροφορίες τα πτώματα που κουβαλούσαν το βράδυ τα στρατιωτικά φορτηγά στο Bergamo ήταν από γηροκομεία της περιοχής!
Εν δυνάμει αυτό που συνέβαινε στην Ιταλία θα μπορούσε να συμβεί σε κάθε σημείο του κόσμου που οι άνθρωποι δεν θα ακολουθούσαν τις οδηγίες.
Ο Φιλίπ Αριές μας είχε προετοιμάσει διανοητικά ότι οι άνθρωποι της εποχής μας μετά από μια μακρά περίοδο όπου ο θάνατος μετέβαλλε δραματικά τον χώρο και τον χρόνο των κοινωνικών ομάδων, είχαν περάσει πλέον στον κρυφό θάνατο στο νοσοκομείο. Ακόμα πιο κρυφό στο γηροκομείο, αποθετήριο ψυχών κατά την έκφραση του συρμού. «Η λέξη θάνατος είναι ταμπού, κάτι ακατονόμαστο, ανομολόγητο, που ο μέσος άνθρωπος οφείλει να εκφράζει αιδημόνως με ευπρεπείς και μη προσβλητικές περιφράσεις»[5]. Από το σημείο αυτό μέχρι σ’ αυτό που έβλεπαν τα μάτια κάθε βράδυ από τις ανταποκρίσεις αλλά και από την τακτοποίηση της ζωής μας μέσα από πρωτόκολλα που ανακοίνωνε ο κύριος υπουργός, μετά την επιστημονική κάλυψη της πανδημίας, έχει μεγάλη διαφορά.
Ο θάνατος λοιπόν στα κρυφά, όχι μόνο από τον κορωνοϊό αλλά και κάθε θάνατος κατά τη διάρκεια του lockdown. Είχαμε προετοιμαστεί για το γεγονός ότι «ο φόβος που αισθανόταν η κοινότητα για το πέρασμα του θανάτου και η ανάγκη να ανασυνταχθεί δεν οφείλονταν μόνο στην αδυναμία που προκαλούσε η απώλεια ενός μέλους αλλά και στο ότι ο θάνατος, είτε ενός ατόμου, είτε περισσοτέρων, συνεπεία λόγου χάριν, μιας επιδημίας, δημιουργούσε ρήγμα στο σύστημα προστασίας που είχε φτιαχτεί για να αντιμετωπιστεί η φύση και η αγριότητά της»[6].
Ποτέ όμως δεν είχαμε φανταστεί ότι υπήρχε περίπτωση να πεθάνει οικείος μας, όχι μόνο από κορωνοϊό, και να ζήσουμε τελετή ταφής χωρίς συγγενείς και φίλους παρά μόνο την στενή οικογένεια, ακόμα και αν είχαμε πεισθεί ότι μία δημόσια εκδήλωση του πένθους καθώς και η ιδιωτική, όταν είναι ιδιαιτέρως έντονη και μακρά, είναι φύση νοσηρή. «Αυτό που κατά Φρόϋντ είναι μία διαδικασία ψυχικής επεξεργασίας και απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου… Μία εργασία ανασυγκρότησης του εσωτερικού κόσμου του ατόμου που πενθεί»[7] το στερηθήκαμε. Οι συγγενείς και οι φίλοι εξαφανίστηκαν σύμφωνα με τα πρωτόκολλα της πολιτικής της πανδημίας που αποφάσισε η κάθε κυβέρνηση. Αυτό που κατά τον Μπωντριγιάρ είναι μία συμβολική ανταλλαγή μεταξύ ζωντανών και νεκρών, συγγενών και φίλων. Μια συμβολική ανταλλαγή που δίνει νόημα στην απώλεια, αλλά και στην ζωή, δημιουργώντας ένα τείχος προστασίας απέναντι στον θάνατο», εξέλειπε και αντικαταστάθηκε από ομαδικούς τάφους[8].
Ας επανέλθουμε στον θρίαμβο της λογικής που ισχυρίζονται φίλοι της κυβέρνησης ότι επικράτησε με την εμφάνιση της πανδημίας και που κάθε βράδυ μας διαβεβαίωναν πλήθος ιατρών και ειδικών. Έχουν περάσει πια αρκετοί μήνες από την εμφάνιση της πανδημίας και η βασική πια οδηγία των ειδικών είναι μία: «όλοι μάσκα». Η πληροφόρησή μας παραμένει η ίδια, όπως και στην αρχή της πανδημίας. «Τι ξέρουμε να πούμε για την αρρώστια; Ό,τι και για τον θάνατο: πως μας χτύπησε. Και το ατύχημα αυτό το αντιλαμβανόμαστε σαν ένα τυχαίο περιστατικό: κάποτε χτυπά το κακό».
Μετά από έναν αιώνα ιατρικοποίησης των πάντων συναντάμε πάλι τα οριακά προβλήματα που αντιμετώπισε στη γέννησή της η σύγχρονη ιατρική: το πρόβλημα των ασθενειών που δεν μπορούν να εντοπιστούν στο χώρο (η επιδημία) ή στο σώμα (η διανοητική αρρώστια). Και όταν για την διανοητική αρρώστια η προσπάθεια είναι τιτάνια, φαίνεται ότι για την επιδημία το πρόβλημα παραμένει αξεπέραστο.
Η κάθε βραδινή παρουσία του ειδικού επιδημιολόγου που ανακοίνωνε τον αριθμό των κρουσμάτων, των θανάτων, τις οδηγίες για πλήρη απομόνωσή μας από τους άλλους, το πλύσιμο των χεριών μας και τον τρόπο τοποθέτησης της μάσκας, έμοιαζε περισσότερο για μία «λαϊκή ιατρική» των κουρέων, των εμπειρικών και των μάγων προηγούμενων αιώνων. Έκπληκτοι διαπιστώσαμε ότι η παρουσία των, ας πούμε ειδικών λοιμοξιολόγων στην τηλεόραση κάθε βράδυ τοποθετούσαν την ιατρική σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο, στο οποίο ξαναβρίσκουμε και πάλι την αρρώστια, αλλά, επιτέλους με το όνομα της κακοδαιμονίας, εκφερόμενη έξω από τον θετικό λόγο.
Εκτός αν το κονβόϊ των φορτηγών που μεταφέρουν φέρετρα στο Bergamoτης Ιταλίας μας προσγειώνει στις αληθινές μας διαστάσεις όπως τις διατύπωσαν πριν από χρόνια δύο ιστορικοί περιγράφοντας την γνώση της ιατρικής μέσα στην ιστορία: «Η απομόνωση του άρρωστου σώματος, «κλινήρης στο σπίτι» ή σε καραντίνα για τις επιδημικές ασθένειες, επαναλαμβάνει μέσα στη χειρονομία, την απόσταση που εδραίωσε προοδευτικά ο ιατρικός λόγος ανάμεσα στον ιατρό και στον ασθενή του». [9]
Ο Διαφωτισμός μέσα στην ιστορία έδωσε μια νέα εξουσία στον γιατρό, δίχως να έχει την δυνατότητα να επαληθεύσει εάν είχε ή όχι αποκτήσει όντως ο γιατρός έστω και την παραμικρή επιρροή πάνω στην έκβαση της επικίνδυνης αρρώστιας[10].
Κάθε μέρα που περνά επιβεβαιώνει ότι ο λεγόμενος φυσικός θάνατος είναι ένας άλλος μύθος και στη γωνία πάντοτε καιροφυλακτεί σαν μία αδυσώπητη δύναμη της φύσης, το αναπότρεπτον…
[1]MichaelFitzpatrick, «Η τυραννία της υγείας», εκδόσεις Αιρετική Σκέψη – Πολύτροπον, 2004, σελ. 337
[2][2]«Η κρίση του κορωνοϊού έφερε στο κέντρο της σκηνής την επιστήμη και τον ορθό λόγο και γελοιοποίησε τον λαϊκισμό και την έλλειψη ορθής κρίσης» – συνέντευξη Κ. Δασκαλάκη στη LIFO, 11.5.2020
[3]G. Agamben«Κατάσταση Εξαίρεσης», εκδόσεις Πατάκη, 2007, σελ. 72
[4]D. Harvey, «Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2009, σελ. 239
[5]Φιλίπ Αριές, «Ο άνθρωπος ενώπιον του θανάτου – ο εξαγριωμένος θάνατος ΙΙ», έκφραση του V. Jankelevitchόπως παρατίθεται, εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σελ. 413
[6]Στο ίδιο, σελ. 459
[7]Μάτσα Κατερίνα «Νιόβη» (Το αδύνατο πένθος στον καιρό της πανδημίας), εκδόσεις Άγρα, σελ. 51
[8]Στο ίδιο, σελ. 34
[9]Ζακ Λε Γκοφ – Πιερ Νορά, «Το έργο της ιστορίας», βιβλίο δεύτερο, Jean-PierrePeterκαι JacquesRever«το σώμα – ο άρρωστος και η ιστορία του», εκδόσεις Ράππα,1975, σελ. 245
[10]Ιβάν Ίλιτς «Ιατρική Νέμεση», Εκδοτική Ομάδα, 1986, σελ. 252