Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, «Νύχτες και Αυγές»,
Μυθιστόρημα,
Εκδόσεις Γκοβόστης, 2019, ISBN 978-960-606-039-7
Ένα ξεχωριστό για τη λογοτεχνία μας μυθιστόρημα επανεκδίδεται από τις εκδόσεις Γκοβόστης, για πρώτη φορά επίτομο, μετά την τελευταία δίτομη έκδοσή του από τα Ελληνικά Γράμματα, το 2000. Ο εκδοτικός οίκος Γκοβόστη αποφάσισε να “αναστήσει” τη «Βιβλιοθήκη του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου» ξεκινώντας με τις «Νύχτες και Αυγές».
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε το 1924 στην Αμαλιάδα. Η εφηβεία και τα νεανικά του χρόνια σφραγίζονται με τη συμμετοχή του στην Αντίσταση, καθώς από το 1942 εντάσσεται στο ΕΑΜ Νέων. Φοιτά στη Νομική Σχολή Αθηνών ως το τελευταίο έτος. Το 1947 καλείται να υπηρετήσει ως στρατιώτης στην Ήπειρο. Μια νύχτα περνά μέσα από τα ναρκοπέδια και βρίσκεται στο απέναντι βουνό, στους αντάρτες. Το 1949 παίρνει το δρόμο της προσφυγιάς και, 1954-1956, βρίσκεται στην Τασκένδη, στο Βουκουρέστι και στη Ντεζ της Ρουμανίας, άρρωστος με φυματίωση. Στη Ρουμανία συμμετέχει στην Επιτροπή Διαφώτισης και στον λογοτεχνικό κύκλο και στη σύνταξη του περιοδικού Νέος Κόσμος.
Μια αγγελία από τη Λογοτεχνική Εφημερίδα της Μόσχας τον οδηγεί στην υποψηφιότητα μέσω διαγωνισμού του Λογοτεχνικού Ινστιτούτου για εγγραφή πρωτοετών. Μεταφράζει, με τη βοήθεια ενός Ρώσου φίλου του, ένα διήγημά του, το στέλνει, γίνεται δεκτός και ακολουθεί πρόσκληση στη Μόσχα, όπου και εγκαθίσταται. Αντιμετωπίζει πάντα σοβαρά προβλήματα με την υγεία του ωστόσο, όπως γράφει και η Σόνια Ιλίνσκαγια Αλεξανδροπούλου, σύντροφος της ζωής του, κερδίζει ένα δωμάτιο, μια καρέκλα κι ένα τραπέζι για να αφοσιωθεί στο γράψιμο που τόσο αγαπά. Το «Νύχτες και Αυγές» εκδίδεται για πρώτη φορά το 1962, από τις εκδόσεις «Μολοντάγια Γκβάρντιγια» με εικονογράφηση του Ν. Βορόμπιοφ. Αργότερα, ο Αλεξανδρόπουλος συναντάται στην Μόσχα με τον Μίμη Δεσποτίδη, των εκδόσεων «Θεμέλιο», και το μυθιστόρημα εκδίδεται και στην Ελλάδα.
Το 1975 επαναπατρίζεται. Γιατί είναι σημαντικό το έργο αυτό; Γιατί καταπιάνεται με μια εποχή τραγική και ταυτόχρονα μεγαλειώδη, αυτή που θα οδηγήσει τη χώρα σε πόλεμο αδελφοκτόνο και στις πολιτικές εξελίξεις που για χρόνια την κρατούν δέσμια σε ξένα συμφέροντα!
Ο ήρωάς του, ένα αθώο παιδί, δίχως κάποια σχέση με τις πολιτικές και κομματικές εξελίξεις, έρχεται στην Αθήνα αναζητώντας κάποιον γνωστό του πατέρα του που, υποτίθεται, θα τον βοηθήσει να βρει την τύχη του. Από τη στιγμή της άφιξής του έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο. Ο άνθρωπος που αναζητά, όπως σταδιακά αποκαλύπτεται, είναι από εκείνους που συνεργάζονται στενά με τους Κατακτητές σε βάρος του λαού που πεθαίνει στα πεζοδρόμια, στο δρόμο, στα σπίτια του από πείνα.
Ο Αλεξανδρόπουλος, μέσα από τις εμπειρίες του ήρωά του, κατορθώνει να παρουσιάσει πολύ ζωντανά τους χαρακτήρες των ανθρώπων, όπως τους διαμορφώνουν ο πόλεμος και οι τραγικές του συνέπειες. Άνθρωποι που εξαθλιώνονται όχι μόνο σωματικά αλλά κυρίως ψυχικά. Αξίες που χάνονται αφού πρώτα ισοπεδώνονται.
Διαβάζοντας τις σελίδες του βιβλίου μού ήρθε πολλές φορές στο νου ο «Τελευταίος Σταθμός» του Σεφέρη. «Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους·/ ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·»…πράγματι, αυτό που παρακολουθούμε είναι το πόσο εύκολα ο άνθρωπος διαλύεται ηθικά από τον πόλεμο αλλά και «..άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν· σαν έρθει ο θέρος/ προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια σ’ άλλο χωράφι·» Παρακολουθούμε όμως και τον ήρωα, ο οποίος εκπροσωπεί ανθρώπους που δεν υπέκυψαν ούτε ξοδεύτηκαν σε πράγματα ανόσια. Σταδιακά η αντίδραση σ’ αυτά που βλέπει και η έμφυτη τάση για ελευθερία, οι εσωτερικές και εξωτερικές συγκρουσιακές συνθήκες, τον οδηγούν στην αντίσταση και στην Αντίσταση. Γίνεται Ήρωας. Αγωνίζεται με όλη του την ύπαρξη για την απελευθέρωση της πατρίδας του από όλα τα δεινά. Δεινά που προκαλούν οι “Κατακτητές”, αλλά και οι δωσίλογοι συνεργάτες τους, αυτοί μάλιστα προβάλλοντας ως δικαιολογία έναν κάπηλο πατριωτισμό και μια δήθεν πίστη σε ιδανικά που πρώτα έχουν τσαλαπατήσει. Τόσο ο Κοσμάς, ο ήρωας του έργου, όσο και τα πρόσωπα που μαζί του αγωνίζονται είναι αυτοί που φοβούνται, ναι, όμως κατορθώνουν να ξεπεράσουν το «χάλκεον χέρι του φόβου»και να διεκδικήσουν πατρίδα λεύτερη. Περιγράφει ο Αλεξανδρόπουλος τους αγώνες των φοιτητών στην επέτειο της 25ης Μαρτίου, τους νέους που πρόταξαν τα στήθη τους στα τανκς και στα πολυβόλα του εχθρού, «τους νέους που τους έλεγαν αλήτες…με το σταυρουδάκι του ήλιου στο μέτωπο». Τους εργάτες, τους ανάπηρους του Αλβανικού μετώπου, τις γυναίκες που συμμετέχουν με τον δικό τους τρόπο στον αγώνα, όλους αυτούς που κάνουν τον Σολωμό να “ξαναπεί” «Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο τ’ αλωνάκι.»
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο Ζ. Δ Αϊναλής γράφει την πεμπτουσία του έργου: «Οι Νύχτες και Αυγές δημοσιεύονται σε δύο τόμους το 1961 και το 1963, εκ παραλλήλου σχεδόν με τους δυο πρώτους τόμους των Ακυβέρνητων πολιτειών του Στρατή Τσίρκα, και μαζί με αυτό το τελευταίο είναι από τα πρώτα έργα που τολμούν να καταπιαστούν μυθοπλαστικά με το νωπό ακόμα τραύμα της αγγλικής επέμβασης και του εμφυλίου πολέμου που σημάδεψε με τον χειρότερο δυνατόν τρόπο τη μοίρα του ιδιάζοντος «διπλού πολέμου» που έκρινε τις μεταπολεμικές τύχες του ελληνικού κράτους. Και είναι αυτή ακριβώς η επιμονή του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου να αναφέρεται διαρκώς μέσα στο μυθιστόρημα σε αυτόν τον «διπλό πόλεμο», εθνικοαπελευθερωτικό και ταξικό, σε πείσμα τόσο των δεξιών όσο και των αριστερών ιστορικών, που έχει το δικό της σημειολογικό βάρος. Οι Νύχτες και Αυγές ρίχνουν απροσδόκητα (τουλάχιστον για έναν σύγχρονο αναγνώστη, συνηθισμένο στις πολιτικές ορθροφροσύνες της Μεταπολίτευσης) τεράστιο βάρος στον «διπλό», εθνικοαπελευθερωτικό και ταξικό, αγώνα, τον τονίζουν, τον υπογραμμίζουν, τον εκθειάζουν, τον απαθανατίζουν. Το μυθιστόρημα υπογραμμίζει σε κάθε ευκαιρία ότι η Αντίσταση δεν έγινε από τους κομμουνιστές, αλλά από κόσμο σε μεγάλο βαθμό ακομμάτιστο. Ότι συμμετείχαν σ’ αυτήν και αγωνίστηκαν άνθρωποι όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να είναι, αν δεν απατώμαι, από τα πρώτα χρονολογικά έργα, μυθοπλαστικά ή άλλα, που αναφέρεται στον Εμφύλιο ρητά, απροσχημάτιστα, με τους όρους ενός αδυσώπητου ταξικού πολέμου. Και αυτό που ο συγγραφέας μας λέει, μέσω του ανοιχτού στο μέλλον επιλόγου του μυθιστορήματος, είναι ότι ο ήρωάς του ήταν ο ίδιος, ήταν οι άλλοι, ήταν όλοι αυτοί οι νέοι και οι νέες μιας ολόκληρης γενιάς που βρέθηκε παγιδευμένη στο διάσελο της Ιστορίας. Κι αυτό όχι τόσο, ή όχι μόνο, για να γίνουν οι νεότερες γενιές κοινωνοί της ιστορικής και συλλογικής εμπειρίας της δικής του γενιάς, όσο, κυρίως, για να διδαχθούν από αυτήν και να μην επαναλάβουν, στο μέλλον, τα ίδια με τα δικά της λάθη.»
Έχοντας διαβάσει την ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου, τόσο από αριστερούς ιστορικούς όσο και από δεξιούς, ένιωσα πως στο Νύχτες και Αυγές δικαιωνόμουν. Πως δικαιωνόταν η γνώμη που είχα διαμορφώσει. Όχι μόνο για τους υπαίτιους, τους οποίους ο Μ. Α. δεν διστάζει, μέσα από τα λόγια των ηρώων του να κατονομάσει, αλλά και για το γεγονός πως οι Έλληνες που βγήκαν στο βουνό ή αντιστάθηκαν στις πόλεις είχαν στο νου και στην καρδιά τους μια άλλη, διαφορετική Πατρίδα μετά την Απελευθέρωση. Μια Ελλάδα ελεύθερη από κάθε “δυνάστη”, Έλληνα ή Ξένο, μια Ελλάδα δημοκρατική στην οποία ο Λαός θα είχε τη δυνατότητα να αποφασίζει για την τύχη του. Αντ’ αυτού, βρέθηκαν αντιμέτωποι με προδοσίες και δόλους ανάμεσα στους «Συμμάχους»- που φρόντιζαν με κάθε τρόπο να σπείρουν τη διχόνοια- και στους Έλληνες πολιτικούς που δεν δίστασαν να καλέσουν σε βοήθεια τους Άγγλους προκειμένου να…αντιμετωπίσουν(!) αποτελεσματικά τους «Συμμορίτας»!
Αυτά που “βλέπουν” οι ήρωες του μυθιστορήματος να έρχονται – ήρωες φανταστικοί αλλά και εντελώς αληθινοί- είναι όσα στην πορεία των εξελίξεων συνέβησαν σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Μόνο η “Ενότητα” όλων θα εξασφάλιζε την πραγμάτωση των “οραμάτων” τους για τη χώρα.
Ο Μ. Α. με μαεστρία σκιαγραφεί πρόσωπα που ανήκουν στον χώρο της μυθοπλασίας, αλλά και της πραγματικότητας. Από τον κεντρικό ήρωα που οδηγείται μέσω ψυχολογικών μεταβολών στην αντίσταση, τη Γιάννα, γυναίκα του και αγωνίστρια, τον μαστρο- Φώκο, αγνό αντάρτη που παλεύει για τη λευτεριά, τον “γιατρό” που έχει ζήσει όλες τις απογοητεύσεις των Ελλήνων από το 1897, τον Βάρδη, συνταγματάρχη του ΕΔΕΣ και στη συνέχεια του ΕΛΑΣ που πιστεύει απόλυτα στην “κοινή συνεργασία” για τη νίκη εναντίον των κατακτητών αλλά και στην ικανότητα του ΕΛΑΣ να διεξάγει κανονικό πόλεμο, τον Σπύρο, κομμουνιστή και βασανισμένο, τους “Ακροναυπλιώτες” που παρέδωσε η φευγάτη Κυβέρνηση στη μοίρα τους και στους φασίστες του Μουσολίνι και τους Ναζίδες του Χίτλερ. Όλοι είναι οικείοι χαρακτήρες που πραγματώνουν τον στόχο του συγγραφέα- που είναι τόσο “απών αλλά και τόσο “παρών” στην αφήγηση- να αφήσει το έργο του παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές και έμμεση ιστορική μαρτυρία. Το γραμμένο με αίμα πανό της σιωπηλής διαδήλωσης της 4ης Δεκεμβρίου 1944 και ό, τι ακολούθησε… «Όταν ο λαός βρίσκεται εμπρός στον κίνδυνο της τυραννίας, δεν του μένει να διαλέξει παρά ή τις αλυσίδες ή τα όπλα!» είναι το πελώριο σύνθημα που κρατούν στην κεφαλή της φάλαγγας και πιάνει το πλάτος του δρόμου. Είναι και η πελώρια κραυγή, που εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι δεν αφήνουν να σιγήσει: Ή τις αλυσίδες ή τα όπλα! Κι ο λαός που δεν διάλεξε τις αλυσίδες, δεν είχε κείνη την ημέρα όπλα…»
Η Λένη Ζάχαρη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Θεολογία και Ιστορία στο ΕΚΠΑ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Να με λες Ελένη", από τις εκδόσεις Λέμβος. Αρθρογραφεί στο Περί ου.