Βιβλιοθήκη ΙΖ 35.5-7 (σχ. 2)
Αυτές που πρώτα λόγω του τρυφηλού τρόπου ζωής δέχονταν με διστακτικότητα να μεταφερθούν πάνω σε πολυτελείς άμαξες και δεν άφηναν κανένα γυμνό μέρος του σώματος να φανεί, τότε πετάγονταν έξω από τις σκηνές μόνο με έναν χιτώνα 3 πάνω τους, ξεσκίζοντας τα ρούχα τους με οδυρμούς, επικαλούμενες με κραυγές τους θεούς και πέφτοντας στα γόνατα των νικητών. Με τρεμάμενα χέρια έβγαζαν από πάνω τους τα στολίδια του σώματος και με τα μαλλιά ξεχτένιστα έτρεχαν μέσα από άγρια όλο βράχια τόπους και με το που έσμιγαν μεταξύ τους ζητούσαν βοήθεια από εκείνες που είχαν ανάγκη να βοηθηθούν από άλλους. Κάποιοι άρπαζαν αυτές τις δύστυχες τραβώντας τες απ’ τα μαλλιά, άλλοι σκίζοντας τα ρούχα τους και απλώνοντας χέρι πάνω στα γυμνά κορμιά τους και χτυπώντας τες με το πίσω άκρο των δοράτων και εξευτελίζοντας έτσι χάρη στην εύνοια της τύχης τους τα πιο αγαπητά και περιβόητα πρόσωπα των βαρβάρων.
Βιβλιοθήκη ΙΖ 37.3-6 (σχ. 4)
Στη γυναίκα και τη μητέρα του Δαρείου ήρθε κάποιος και τους ανήγγειλε ότι ο Αλέξανδρος έχει επιστρέψει από την καταδίωξη (του Δαρείου) αφού τον σκύλεψε. Και τότε μεγάλη κραυγή και κλαυθμός σηκώθηκε από τις γυναίκες και μαζί μ’ αυτές έκλαιγε μετά την είδηση και το άλλο πλήθος των αιχμαλώτων γυναικών που ξεσπούσε σε πολύ θρήνο κι οδυρμό. ΄Όταν έμαθε ο βασιλιάς αυτό που συνέβαινε στις γυναίκες, έστειλε έναν από τους φίλους του, τον Λεοννάτο, να καταπαύσει την ταραχή τους και να παρηγορήσει τη Σισύγγαμβριν (τη μητέρα του Δαρείου) κι ακόμη να τη διαβεβαιώσει ότι ο Δαρείος ζει, ότι ο Αλέξανδρος θα τις φροντίσει όπως αρμόζει και ότι το πρωί έχει σκοπό να τους απευθύνει χαιρετισμό και να τους αποδείξει με έργα τον ιδιαίτερο ανθρωπισμό του. Οι αιχμάλωτες λοιπόν, μόλις τις βρήκε ξαφνικά η απίστευτη και παντελώς ανέλπιστη εύνοια της τύχης, αποδέχτηκαν τον Αλέξανδρο ως θεό και σταμάτησαν τους οδυρμούς.
Με το ξημέρωμα, ο βασιλιάς πήρε μαζί του έναν από τους φίλους του, τον πιο τιμημένο απ’ όλους, τον Ηφαιστίωνα, και ήρθε στις γυναίκες. Και όπως και οι δυο τους φορούσαν όμοιες εσθήτες και ο Ηφαιστίων υπερείχε στο ανάστημα και την ομορφιά, η Σισύγγαμβρις τον πήρε για τον βασιλιά και τον προσκύνησε. Κάνοντάς της όμως νόημα οι παρόντες και δείχνοντάς της με το χέρι τον Αλέξανδρο, η Σισύγγαμβρις ντροπιασμένη για το λάθος της προσκυνούσε ξανά απ’ την αρχή τον Αλέξανδρο. Και ο βασιλιάς παίρνοντας τον λόγο, της είπε: «Μη νοιάζεσαι καθόλου, μητέρα· γιατί κι αυτός Αλέξανδρος είναι». Και βέβαια, αποκαλώντας την ηλικιωμένη γυναίκα «μητέρα», με τη θερμότατη αυτή προσφώνηση προμηνούσε τη φιλανθρωπία που έμελλε να επιδείξει γι’ αυτούς που πριν λίγο ήταν δυστυχισμένοι. Και ύστερα από τη διαβεβαίωση που έδωσε σ’ αυτήν ότι θα είναι δεύτερη μητέρα του, ευθύς επικύρωσε με έργα την υπόσχεση που έδωσε με λόγια.
-
1-4
Της φόρεσε λοιπόν τα βασιλικά κοσμήματα και την αποκατέστησε με τις πρέπουσες τιμές στην προτέρα θέση της· της παρέδωσε όλη τη συνοδεία που της είχε παρασχεθεί από τον Δαρείο και επιπλέον της δώρισε και άλλη ιδιαίτερη, όχι μικρότερη της προϋπάρχουσας, και υποσχέθηκε να φροντίσει για τον γάμο των ανύπαντρων κοριτσιών καλύτερα απ’ ό,τι θα αποφάσιζε ο Δαρείος και ότι θα αναθρέψει το τέκνο του σαν δικό του γιο και θα το θεωρεί άξιο βασιλικής τιμής. Κι αφού το κάλεσε και το φίλησε, όταν είδε να τον κοιτάζει άφοβα και χωρίς να ’χει ούτε κατά το ελάχιστο πανικοβληθεί, είπε προς τους συγκεντρωμένους γύρω από τον Ηφαιστίωνα ότι το παιδί, όντας μόλις έξι ετών και δείχνοντας ανωτερότητα μεγαλύτερη της ηλικίας του, είναι κατά πολύ γενναιότερο από τον πατέρα του. ΄Οσον αφορά δε στη γυναίκα του Δαρείου και την ευπρέπειά της, είπε ότι θα καταβάλει φροντίδα να μην της συμβεί τίποτε το μη αρμόζον προς την προτέρα ευτυχία της.
Τους είπε και άλλα πολλά που χαρακτηρίζονταν από ευσπλαχνία και καλοσύνη και έκανε τις γυναίκες να ξεσπάσουν από το μέγεθος της ανέλπιστης χαράς σε ακατάσχετα δάκρυα. Και καθώς προς επικύρωση όλων αυτών που είχε πει έδωσε το δεξί του χέρι, όχι μόνο αποσπούσε επαίνους από εκείνους που είχαν ευεργετηθεί, αλλά και από όλους όσοι είχαν εκστρατεύσει μαζί του έγινε περιβόητη η εξαιρετική του επιείκεια.
Και γενικώς, εγώ τουλάχιστον είμαι της γνώμης ότι από τα πολλά και λαμπρά έργα που επιτέλεσε ο Αλέξανδρος δεν υπάρχει κανένα μεγαλύτερο από αυτά (τα παραπάνω) ούτε είναι περισσότερο άξιο καταγραφής και ιστορικής μνήμης.
1)Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης είναι ΄Ελληνας ιστοριογράφος που έζησε μεταξύ του 90 και 21 π.Χ. Γεννήθηκε στη μικρή πόλη της Σικελίας Αγύριον, έμαθε τη λατινική γλώσσα και επισκεπτόταν συχνά τη Ρώμη. Για κάποιο διάστημα έζησε στην Αίγυπτο και, σύμφωνα με τον δικό του ισχυρισμό, ταξίδεψε πολύ στην Ασία και την Ευρώπη συλλέγοντας υλικό για το έργο του. Ο Διόδωρος έγραψε παγκόσμια ιστορία που αρχίζει από τους μυθικούς χρόνους και λήγει με τον Γαλατικό πόλεμο του Καίσαρα (59 π.Χ.), αποτελείται από σαράντα βιβλία και φέρει τον τίτλο Βιβλιοθήκη ἱστορική. Σε αυτό ο συγγραφέας ασχολείται με την ιστορία των Ελλήνων, των Ρωμαίων, αλλά και άλλων λαών, κυρίως της Ανατολής. Από τα σαράντα βιβλία σώζονται τα πέντε πρώτα (Α-Ε) και το ενδέκατο μέχρι το εικοστό (ΙΑ-Κ). Από τα υπόλοιπα υπάρχουν μόνο αποσπάσματα. Την ύλη του ο Διόδωρος την αρύεται από παλαιότερους ιστορικούς συγγραφείς και χρονογράφους. Ως ιστορικός στερείται της ικανότητας να διενεργεί κριτική διερεύνηση των ιστορικών γεγονότων, το δε ύφος του είναι ξηρό, η γλώσσα του ακαλλώπιστη αλλά σαφής. Παρά τις όποιες ελλείψεις του έργου του, αυτό παραμένει πολύτιμο, καθώς αναπληρώνει κατά μεγάλο μέρος την απώλεια πολλών ιστορικών συγγραφών της αρχαιότητας.
2)Τον Οκτώβριο του 333 π. Χ., συνήφθη μάχη στην Ισσό στα παράλια της Κιλικίας μεταξύ των ελληνικών δυνάμεων του Αλεξάνδρου και των Περσών υπό τον βασιλιά τους Δαρείο τον Γ΄. Κατ’ αυτήν οι Πέρσες υπέστησαν συντριπτική ήττα με βαρύτατες απώλειες σε νεκρούς. Ο τεράστιος περσικός στρατός των 600.000 ανδρών διαλύθηκε από τον στρατό του Αλεξάνδρου που δεν έφθανε τις 30.000 άνδρες, ο δε Δαρείος τράπηκε σε φυγή και κατάφερε να διαφύγει με 4.000 άνδρες ζητώντας ασφάλεια πέραν του Ευφράτη ποταμού. Στα χέρια του Αλεξάνδρου περιήλθαν το άρμα τού Δαρείου, η ασπίδα, το τόξο και ο χειριδωτός χιτώνας του. Μετά τη μάχη οι Μακεδόνες, όπως ιστορεί ο Διόδωρος, λεηλάτησαν το περσικό στρατόπεδο με όλο τον πλούτο, το χρυσάφι και το ασήμι της ασιατικής πολυτέλειας. Στα χέρια των Ελλήνων έπεσαν άφθονα λάφυρα από τη διαρπαγή των σκηνών, τόσο των βασιλικών όσο και εκείνων που ανήκαν στο περιβάλλον του βασιλιά και στους άλλους ηγεμόνες. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι, σύμφωνα με ένα έθιμο των Περσών, ακολουθούσαν στο στρατό όχι μόνο οι γυναίκες της βασιλικής αυλής αλλά και οι γυναίκες των συγγενών και φίλων του βασιλιά, οι οποίες συνηθισμένες σε πολυτελή τρόπο ζωής έφεραν μαζί τους πλούσια οικοσκευή και πανάκριβα γυναικεία κοσμήματα
Για τη μεγάλη συμφορά που χτύπησε αυτές τις αιχμάλωτες γυναίκες γράφει στο παρακάτω απόσπασμα ο Διόδωρος.
3)Ο χιτώνας ήταν ένδυμα που το φορούσαν κατάσαρκα, είδος εσώρουχου.
4)Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και η οικογένεια του Δαρείου, η μητέρα, η σύζυγος, η αδελφή και τα παιδιά του, οι δύο κόρες σε ηλικία γάμου και ο ανήλικος γιος του. Η περίπτωσή τους, κατά τον Διόδωρο, προκαλούσε ιδιαίτερη συμπάθεια και δάκρυα στους μετριοπαθείς Μακεδόνες, καθώς τρομαγμένες έβλεπαν τη διαρπαγή της σκηνής τους, τις απρέπειες που διέπρατταν ένοπλοι άνδρες του εχθρού, έβλεπαν επίσης «όλη την Ασία να έχει αιχμαλωτιστεί μαζί τους», χωρίς να μπορούν να βοηθήσουν τις γυναίκες που έπεφταν στα πόδια τους ζητώντας βοήθεια, έχοντας οι ίδιες ανάγκη της συμπαράστασης άλλων στη συμφορά τους. Αρχικά, μέσα στο πανδαιμόνιο που επικρατούσε δεν γνώριζαν τίποτε για τον Δαρείο, αν ήταν ζωντανός ή νεκρός. Στο μεταξύ, ο Αλέξανδρος σταμάτησε την καταδίωξη του Δαρείου και κατά τα μεσάνυχτα επέστρεψε στο στρατόπεδο και κάθισε ν’ αναπαυθεί και να δειπνήσει.
Η συνέχεια στο παρατιθέμενο απόσπασμα.