Οι εποχές αλλάζουν, αλλά ο ανθρώπινος πόνος παραμένει. Μαζί και ο αγώνας για επιβίωση, που συχνά συνοδεύεται από την ωραία αίσθηση της δημιουργίας. Το λεύκωμα του Βαγγέλη Νικόπουλου, που έχει τον τίτλο Γρεβενά, πόλη του μόχθου, δεν ανήκει στα βιβλία που γράφονται μόνο με ιδέες και με απόψεις. Απαιτήθηκε πραγματική δουλειά, πολύς χρόνος και εμπλοκή μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Με το λεύκωμα αυτό, στην ιστορική και αισθητική διάσταση της δουλειάς του Νικόπουλου ως συλλέκτη, συγγραφέα και εκδότη, προστίθεται και η κοινωνική. Οι περισσότερες φωτογραφίες εδώ δεν αφορούν την τοπογραφία ή το αστικό τοπίο, αλλά ανθρώπινους συσχετισμούς και αλληλεπιδράσεις σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και εξέλιξη και σε μια εποχή στην οποία τα προϊόντα που καταναλώνονταν, ή έστω το μεγαλύτερο μέρος τους, δεν έρχονταν από την άλλη άκρη της γης, αλλά παράγονταν επιτόπου.
Σύμφωνα με έναν από τους πιο γνωστούς συγγραφείς της εποχής μας, τον Γιουβάλ Χαράρι, υπάρχει ο εαυτός που βιώνει και ο εαυτός που αφηγείται. Πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα. Ακόμη και αν το βίωμα αφορά μια δυσάρεστη κατάσταση, το αφήγημα μπορεί να είναι ευχάριστο για τον αναγνώστη ή τον ακροατή. Το ίδιο και στη φωτογραφία, η οποία αποτελεί ένα είδος οπτικής αφήγησης. Όσο και αν μας αρέσει το αποτέλεσμα, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος της αποσύνδεσης από το πραγματολογικό του υπόβαθρο και από τα κοινωνικά συμφραζόμενα ή από τις δύσκολες συνθήκες που πιθανώς κρύβονται πίσω από την κάθε εικόνα. Τον σκόπελο αυτόν αποφεύγει ο συγγραφέας με την παράθεση αναλυτικών στοιχείων, όχι μόνο για το περιεχόμενο της κάθε φωτογραφίας αλλά και για το ευρύτερο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο του τόπου και της εποχής.
Ξεφυλλίζοντας το λεύκωμα, μπορούμε να πούμε ότι σε γενικές γραμμές οι άνθρωποι φωτογραφίζονται με υπερηφάνεια στον χώρο εργασίας τους, όποιο και αν είναι το αντικείμενο της δουλειάς τους. Αποτελούν ενεργά μέλη ενός λειτουργικού συνόλου και αισθάνονται σημαντικοί γι’ αυτό. Όλοι μοιάζουν να έχουν αντίληψη της θέσης τους και του στίγματός τους στην κοινωνία της πόλης, αλλά και του τί πραγματικά προσφέρει ο καθένας τους σε αυτό το σύνολο. Οι αποτυπώσεις αυτές έρχονται σε αντίθεση με τις σημερινές αναμνηστικές φωτογραφίες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπου αποθεώνονται όχι ο μόχθος και η εργασία, αλλά η αδράνεια, η τεμπελιά και η ξεκούραση, χωρίς βεβαίως να έχει προηγηθεί κούραση. Και αυτό θα πρέπει να μας προβληματίσει.
Πού οφείλεται όμως, ενώ ζούμε στον αιώνα των ψηφιοποιημένων δεδομένων, η ζωηρή εντύπωση που προκαλούν οι ασπρόμαυρες αυτές απεικονίσεις του παρελθόντος, που αφορούν πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις που χάθηκαν για πάντα; Υπάρχουν πολλές απαντήσεις, αλλά θα εστιάσω σε μία: Η ζωή του καθενός και της καθεμιάς από εμάς είναι ένα αίνιγμα και τα μόνα στοιχεία που μπορούν να δώσουν ελπίδα για τη λύση του βρίσκονται στο παρελθόν. Στο προσωπικό αλλά και στο κοινό παρελθόν, στη μνήμη των προσώπων, των οικογενειών, της πόλης όπου μεγαλώσαμε. Αν καταφέρουμε να βρούμε και να βάλουμε στη θέση τους ακόμη και λίγα κομμάτια αυτού του μεγάλου παζλ, η συνολική εικόνα θα αποκτήσει μεγαλύτερη διαύγεια.
Το συγκεκριμένο βιβλίο ωστόσο έχει και άλλες λειτουργίες, που θα φανούν καλύτερα στο μέλλον. Μία από αυτές είναι και η ενίσχυση του αισθήματος της εντοπιότητας για όσους ζουν στα Γρεβενά ή έλκουν την καταγωγή τους από αυτήν την πόλη. Γνωρίζοντας προηγούμενα τμήματα της διαδρομής μιας κοινωνίας στον χρόνο, κατανοούμε και εκτιμάμε καλύτερα το παρόν, το οποίο παύει πια να είναι μετέωρο. Αυτό συνέβη εν μέρει και με τα δύο προηγούμενα λευκώματα του συγγραφέα. Όλοι γνωρίζουμε τη μανία του χρόνου για συσσώρευση ευτελών υλικών, που τα οδηγεί μαζικά στη λήθη. Δισεκατομμύρια φωτογραφίες και διάλογοι των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν ξεχαστεί πριν καλά καλά δημοσιευτούν. Λίγα πράγματα από τα σημερινά Γρεβενά θα επιβιώσουν για να αφηγούνται στους μελλοντικούς κατοίκους της πόλης την ιστορία της. Και ανάμεσά τους θα βρίσκονται τα τρία αυτά βιβλία.