Σαράντα ένα ποιήματα συστεγάζονται κάτω από τον πολλά σημαίνοντα τίτλο Λοιμοκαθαρτήριο, γραμμένα όλα την Άνοιξη του 2020, Μάρτη και Απρίλη και πικρή Σαρακοστή, για να επαληθεύσει το ότι η Άνοιξη δεν είναι λιβάδια με παπαρούνες ή έστω εκείνη η Ωραία που βγαίνει από τα πινέλα του Μποτιτσέλι, αλλά όπως έχει ήδη πει ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, που βλέπει τα αόρατα πίσω από τα ορατά, την Άνοιξη την βρήκε σε μια μικρή βαϊφόρο κόκκινη, και ο νοών νοείτω.
Ο ποιητής Παναγιώτης Καποδίστριας ασκητεύει μπροστά στον υπολογιστή του, παρακολουθεί την Άνοιξη και τον ιό της, την καραντίνα της – τη Σαρακοστή της. Γιατί η Άνοιξη του 2020, σαν Χάροντας που ξεπήδησε από τον αρχαίο μύθο, από το δημοτικό τραγούδι, και από τους σύγχρονους μολυσμένους ανθρώπους, στάθηκε να μας καταστήσει σαφές «τι θέλει να πει ο ποιητής». Ο Χάροντας –καβάλα στο άλογο ή όχι– πήρε πολλούς στου αλόγου του τα καπούλια, χωρίς περίσκεψιν και αιδώ, χωρίς λύπη και ευσπλαχνία, χωρίς διάκριση φύλου, ηλικίας, κοινωνικής τάξης και πνευματικού επιπέδου, επιβάλλοντας με τον δικό του σκληρό τρόπο την αληθινή δημοκρατία, με μια μικρή προτίμηση στους ηλικιωμένους και στους έχοντες για μεγάλη τους «περιουσία» τα υποκείμενα νοσήματα.
Ο Παναγιώτης Καποδίστριας, που έχει το προνόμιο, την τιμή και το χρέος να υπηρετεί τον Θεό και μέσα από τους στίχους του, έδωσε στην Ποίηση ένα άλλο πρόσωπο, διαφορετικό από εκείνο με το οποίο την έχει παραμορφώσει ο κάθε επίδοξος «ποιητής», αισθάνθηκε, και δεν είναι η πρώτη φορά, ότι αυτός ο κόσμος οδηγείται στο χαμό και αιτία είναι η διαπραχθείσα ύβρις εκείνων που πειραματίζονται όχι σαν τον μαθητευόμενο μάγο του Γκαίτε, που τα έκανε όλα θάλασσα, αλλά σαν τον μαθητευόμενο διάβολο της σύγχρονης επιστήμης που έσπειρε τον θάνατο. Ο π. Καποδίστριας, που πάντα στάθηκε στο πλευρό των ανθρώπων, απανταχού της γης, αισθάνθηκε ότι τώρα πια ο ρόλος του αποκτά μια ακόμη πιο εμπεριστατωμένη δραστηριοποίηση∙ να παρηγορήσει τον κόσμο στα δεινά του, που βαθιές είναι οι ρίζες τους και πρωτεϊκά μεταμορφωμένες επανακαρποφορούν.
* * *
Η συλλογή “Λοιμοκαθαρτήριο” περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα από τις 16/3/20 μέχρι τις 27-28/4/20. Και ο τίτλος, το θέλουμε ή όχι, μας οδηγεί το «Καθαρτήριο» του Δάντη. Ας ελπίσουμε ότι και το δικό μας “Λοιμοκαθαρτήριο”, όπως και εκείνου, θα μας βγάλει στον Παράδεισο. Εκτός από το πρώτο, το εισαγωγικό ποίημα, όλα τα άλλα και τα σαράντα είναι μικρά των δύο πεντάστιχων στροφών. Μικρές προσευχές, θα λέγαμε.
Το πρώτο, γραμμένο στις 16-3-20 είναι για τη μικρούλα Μύρτιδα. Η Μύρτις είναι το κορίτσι του οποίου σκελετικά υπολείμματα βρέθηκαν σε τάφο στο αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού. Είχε πεθάνει στον λοιμό από τύφο και είναι αυτό το κορίτσι που η εκφρασμένη μορφή της επιστήμης, η τεχνολογία, ανέπλασε και το έφερε ζωντανό μπροστά μας. Δέρμα, χρώμα, μαλλιά, μορφή και έντονη ματιά. Ποιος ξέρει τι θα μπορούσε να σκεφτεί και αισθανθεί αυτό το πλάσμα που ανέβηκε από 2500 ετών θάνατο για να «ζήσει» σε ένα Μουσείο με άλλους πεθαμένους επώνυμους, η ψευδώνυμη αυτή Μύρτις. Τι κοιτάζουν με τόση έκπληξη τα μάτια της; Χάθηκε από τον ένα λοιμό για να αναγεννηθεί στον άλλο; Και ο σημερινός άνθρωπος, τι βλέπει από το ανάπλασμά της; Το εκτόπλασμά της; Ένα επιστημονικό φάντασμα που ήταν άυλο και απέκτησε ύλη, όχι όμως βούληση και αισθήματα; Σαν να κοιτάζουμε ένα άλμπουμ με τις φωτογραφίες των παππούδων μας. Τεράστιο το βήμα της επιστήμης, ίσως μεγαλύτερο από εκείνο του Άρμστρογκ από τη γη στη σελήνη. Και στο ερώτημα: ώς πού μπορεί να φτάσει το επιστημονικό χέρι, επιτρέπεται να πάρει τα οστά από τον τάφο τους και να τα ξαναστήσει σε μια βιτρίνα; Σε μια προθήκη στο Μουσείο, σε σώμα αθάνατο αιώνιο και άφθαρτο; Ο τάφος δεν είναι πλέον καταφύγιο αιώνιο για κείνον που, αφού περπάτησε πάνω στη γη, χάθηκε ξανά στην Άβυσσο από την οποία είχε έρθει; Ο χους από τον οποίο είχε γεννηθεί εις χουν να επιστρέψει;
Ώς εδώ οι προβληματισμοί δεν αφορούν στον ποιητή, αλλά στον αναγνώστη. Ο ποιητής απλώς με μια άλλου τύπου Νέκυια, κατέρχεται στον Άδη ή ο Άδης ανέρχεται και ενώνεται με τον πάνω κόσμο των ζωντανών-νεκρών. Το ποίημα είναι γραμμένο λες σε ρυθμό αναπαιστικό, σαν να βαδίζει ο ποιητής στη Μαύρη Ράχη των Ψαρών:
“Χωράφι ψυχών η Αθήνα και προσώπων
λιωμένων οικτρά
απ’ το καύμα του λοιμού
τις οιμωγές του φόβου.
Στις φλέβες ιός-
Ο γιος κ’ η θυγατέρα θάμνοι στον γκρεμό.
Αν τόσο σε πονάει το φως
ξεδόντιασέ το.
Συνεγείρεται όχλος βεβαιοτήτων
και μας τρομάζει.
Όσο κι αν ξοδεύτηκες ο κόσμος δεν άλλαξε.
Άπλωνες πρωί
τις νύχτες προς τον ήλιο ν’ αεριστούνε
ώσπου τα όνειρά σου αλληλοσκοτώθηκαν.
Λάλει εκ νέου
σιωπηλότατη Μύρτις
παραμυθάκια.
Μαζί σου πολεμάμε του λυγμού τους ελιγμούς.”
Απομονώνω τον στίχο «Όσο κι αν ξοδεύτηκες ο κόσμος δεν άλλαξε», που μου μοιάζει σαν μακρινός απόηχος από τον επαναστάτη Κώστα Βάρναλη:
«Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
……………………………………………
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν».
Ωστόσο, παρακάμπτοντας τον Βάρναλη και επιστρέφοντας στο ποίημα, ξανακοιτάζω την τελευταία στροφή. Ακούω εκείνο το «Λάλει» «σιωπηλότατη Μύρτις παραμυθάκια», όπου τα οπτικοακουστικά συγχέονται σε μια παρουσία ολοζώντανης απουσίας ωσάν παραμυθία. Κατάληξη του «λυγμού» οι «ελιγμοί». Με αυτούς τους ελιγμούς, μια ιδέα μου συνδέει τη μικρή Μύρτιδα με εκείνη τη μικρή κόρη του Ιάειρου που άκουσε τη φωνή του Κυρίου της: σήκω, μικρό κορίτσι… κι εκείνο σηκώθηκε…
Ο ποιητής με την Μύρτιδα ενώνει τον αρχαίο λοιμό με τον σύγχρονο, τον αληθινό κόσμο με τον ψεύτικο, τον άνθρωπο απείκασμα, αλλά ανύπαρκτο, με μόνη αλήθεια τον λυγμό και τα πέντε λάμδα στους τέσσερις στίχους να ρέουν… ενσωματώνοντας όλη την παράδοση, θρησκευτική και άλλη, μέσα σε ένα ποίημα με καλλιτεχνικές διαστάσεις.
Κάθε ποίημα, κάθε μέρα, μια νέα ματιά, αίσθηση και εντύπωση, αντανακλώντας μνήμες από άλλα τιμαλφή της παράδοσής μας ενισχυτικά∙ το φως πάνω στο τραπέζι και στης καρδιάς τα πόμολα, σαν το ρόπτρο του Ρίτσου. Μια εγκλωβισμένη πεταλούδα στο δωμάτιο έπαιξε με το τζάμι, σαν εκείνη την άλλη στο Μεσολόγγι, του Σολωμού, σε έναν άλλου είδους θάνατο παρούσα.
«Κομβόι πένθους / λιτανεύει τους νεκρούς», ενώ στην αυλή «η μυγδαλιά ιεροκρυφίως / δένει κι εφέτος καρπό», γιατί η ζωή συνεχίζεται και καθόλου δεν νοιάζεται για ό,τι συμβαίνει το 2020 στη γη. Μια ευθεία είναι η ζωή μας. Από τη μια της άκρη ανθίζει κι έρχεται και από την άλλη φεύγει μαραμένη, ταυτοχρόνως ελαφρά μετατοπισμένη στον δρόμο της ατέρμονης πορείας. Και κάθε μέρα κι ένα γεγονός το οποίο στηρίζει τη ζωή. Άλλοτε ένας αναπνευστήρας που αγοράστηκε από τους ενορίτες για τον ιερέα και εκείνος, προεκτείνοντας επαναεπιτοκίζει το «ο έχων δύο χιτώνας χαρίζει τον ένα» σε: ο έχων έναν αναπνευστήρα τον χαρίζει, χαρίζοντας τη ζωή του στους άλλους.
«Βροχή σαν οργή / νεροποντή σαν ταφή», ρεαλισμός ειδήσεων, χελιδόνια κρεμασμένα από τα μπαλκόνια, το «θεριό» έξω από την «εγκλείστρα» καιροφυλακτεί, «τα κράτη μολυσμένα / κι αφ’ υψηλού γεράκι», «η νόσος ταχύ / πλοη γοργόφτερη /… τσακίζει τους αθώους». Η οργή της πληγής, ποιήματα δηλαδή που παρατηρούν και καταγράφουν, αλλά και άλλα που άλλοτε παρακαλούν και προσεύχονται, όπως τα τρία ποιήματα -Ι, ΙΙ, ΙΙΙ- τα τιτλοφορούμενα «Ακάθιστη Μάνα», η οποία είναι και «Παντοχαρά» και «σπαργανοποιός», Παναγία-Μάνα που ξέρει από ρομφαία και καλείται να συντρέξει τους αρρώστους, να κρύψει και να ζεστάνει στην αγκαλιά της όσους πέθαναν μόνοι, να γίνει «αναπνευστήρας ανάσα Άνασσα».
Η Άνοιξη του 2020 εκδικείται. Και οι Δυο επιφανείς του Μαυσωλείου, χωρίς να κατονομάζονται (Σολωμός και Κάλβος), ο «Αλαφροΐσκιωτος και ο Σκιοντυμένος» ανησυχούν «μήπως μολυνθούν οι ποιήσεις» τους, «Συρτώνουν θύρες / και νυχθημερόν απο- / λυμαίνουν τις λέξεις τους». «Δωρίζει τότε / του έαρος τα ρόδα / απ’ τις ωδές του / ποδήλατο του θέρους / και ήλιους των Βαγιώνε» κι αρχίζει και πάλι να μοσκοβολά το κλίμα ρόδα και βάγια.
Στις 12-4-20 ο ιερέας παραστέκει στον «Νυμφίο», ιερουργεί «κεκλεισμένων των θυρών», προαισθάνεται «σταγόνες ανάστασης». Την Κυριακή του Θωμά, μιλά για την ψηλάφηση: «μνήμες είναι οι ουλές / ουρλιαχτά του σώματος». Και στο έσχατο ποίημα, στις 27-4-20, κάνει ευχή και παράκληση να βγούμε από τη νύχτα: «Ανάστα ψυχούλα μου! / Μάης χελιδονίζει» (να είναι η ψυχούλα, σαν του Ιάειρου τη μικρούλα;).
Με αυτή την τελευταία λέξη –«χελιδονίζει»-, που φέρνει το καλό μήνυμα, τον Ευαγγελισμό, την Άνοιξη, την Ανάσταση, την Επανάσταση στο κακό, κλείνει η συλλογή. Ο θάνατος υπάρχει, σαν φυσική κατάληξη, ναι, αλλά ο ποιητής στέλνει ποιήματα σαν προσευχή για την αποφυγή του.
Τέλος, ο Παναγιώτης Καποδίστριας, πέραν του πρωτοφανούς γεγονότος που μετέπλασε ποιητικά, πρέπει να τονίσουμε με έμφαση ότι έχει στα θεμέλιά του έναν πλούσιο ποιητικό θησαυρό, που αρκεί μια λέξη μες στο ποίημα για να σκορπίσει το άρωμά του∙ να πούμε ότι ο αέρας μοσκοβολάει Ιόνιο, Σολωμό και Κάλβο, πρωτίστως, χωρίς να ξεχάσουμε πόσο συχνά μας έστειλε μια αχτίδα από “Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου” του Οδυσσέα Ελύτη, αλλά και από όλη την Ποίηση, από τον Όμηρο μέχρι σήμερα.
Με τα σαράντα ένα ποιήματα του “Λοιμοκαθαρτηρίου” του, όχι μόνο μας συγκίνησε γιατί τα έβαλε στον κύκλο της ποίησης για τον άνθρωπο που είναι μόνο Άνθρωπος, σαρκίο που πάσχει, ψυχή που υποφέρει, μυαλό που δεν αντέχει, αλλά και γιατί μας άνοιξε ένα παραθυράκι για να μπαίνει καθαρός αέρας παρηγορητικός, ιαματικός και απωθητικός του επιμένοντος ιού….
Στο εξώφυλλο: το εικαστικό της Άριας Κομιανού, ένα σκούρο κόκκινο περιστέρι, κατάμαυρο όμως στο εσώφυλλο, μεταφέρει κλάδον ελαίας∙ η ζωή θανάτω θάνατον πατήσασα…
Ας απλώσουμε λοιπόν μαζί με τον ποιητή κι εμείς “τις νύχτες προς τον ήλιο ν’ αεριστούνε…”, αλλά και να ευχηθούμε τα όνειρα να μην αλληλοσκοτωθούνε…