Το να βρίσκεται κανείς στην κεντρική αρτηρία του Αυγούστου, τιμώντας την κοίμηση της Θεοτόκου, αισθάνεται απέραντη θρησκευτική ευλάβεια αλλά και μια ενδόμυχη πίστη. Μια ελπίδα σε μια εσωτερική αναγέννηση με παράλληλη ευοίωνη ενατένιση του κόσμου. Το μεγαλύτερο δεινό για τις ανθρώπινες σχέσεις είναι η μοναξιά, όταν κοιτάζεις τον άλλο και εισπράττεις την άρνηση, την αδιαφορία, την κοινωνική παραίτηση. Όλες αυτές οι ιδέες απορρέουν από την συγκεκριμένη αριστουργηματική ταινία του Γιάνναρη και μιας από τις καλύτερες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου.
Είναι ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου όταν οι ένοικοι μιας πολυκατοικίας αποφασίζουν να δραπετεύσουν για λίγο από την άδεια Αθήνα που καίγεται μέσα στον καλοκαιρινό καύσωνα. Ενδόμυχα για τον κάθε ήρωα η φυγή σηματοδοτεί την δυνατότητα μιας λύσης σε όσα τους απασχολούν. Η πιο τραγική η περίπτωση του ενός από τα τρία ζευγάρια που ξεκινάνε για να πάνε να προσκυνήσουν στην Παναγία Σουμελά μαζί με τα δυο παιδιά τους, γιατί η κόρη τους πάσχει από καρκίνο. Το άλλο ζευγάρι θέτει το ζήτημα του να αποκτήσουν ένα παιδί, ενώ το τρίτο προσπαθεί να προσδιορίσει εκ νέου την σχέση τους. Όσο λείπουν, ένας κλέφτης εισβάλλει στο χώρο τους, ανακαλύπτοντας τα καλά κρυμμένα μυστικά τους.
Το ταξίδι του καθενός συνιστά ένα προσωπικό οδοιπορικό στις δοκιμασίες τους, στις αντοχές τους, στις επιθυμίες και απογοητεύσεις τους, στον πραγματικό εαυτό τους. Τίθεται το θέμα της μητρότητας μέσα από το ιερό της αρχέτυπο, της Θεοτόκου που βίωσε τον μέγιστο πόνο με τα πάθη του Θεανθρώπου. Η ταινία αναδεικνύει την μέγιστη δυνατή θρησκευτικότητα, μολονότι ο σκηνοθέτης της είναι εκ πεποιθήσεως άθεος. Ο βαθύς θρησκευτικός της πυρήνας συνίσταται στην βάση της ιερότητας που αξίζει να αποδοθεί στην κάθε ύπαρξη, ανεξάρτητα από φύλο, ηλικία, κοινωνική και οικονομική κατάσταση.
Ο Αύγουστος είναι ο μήνας των διακοπών, μια από τις περιόδους που αποκαλύπτει τις έντονες αντιθέσεις στις κοινωνικές δομές. Είναι ένα μαγευτικό διάστημα για άτομα που έχουν οικογένεια, οικονομική άνεση, που είναι υγιείς, που αισθάνονται ότι ανήκουν κάπου και ότι έχουν ένα προορισμό στην ζωή τους, ότι έχουν κάτι να περιμένουν ή κάποιο άτομο να τους νοιάζεται πραγματικά. Τι γίνεται, όμως, όταν σε μια απρόσωπη πόλη απομένουν μόνο οι έρημοι δρόμοι και τα άδεια σπίτια; Προσωπικά, με αγγίζει ιδιαίτερα και η περίπτωση του νεαρού κλέφτη στην ταινία. Προσπαθεί να κλέψει τον κόσμο και την ζωή άλλων γιατί εκείνος δεν έχει την δική του ζωή. Δεν είναι τυχαίο που εισβάλλει στον ξένο χώρο ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου. Η ταινία επικοινωνεί υπόγεια με το Τελευταίο ψέμα του Κακογιάννη, ειδικά στο σημείο που η νεαρή Χλόη (Έλλη Λαμπέτη), απαρνούμενη τελείως τον ψεύτικο αστικό κόσμο της, πηγαίνει το παιδί της υπηρέτριάς της-που έχει πεθάνει τραγικά όντας για αυτό ηθικά υπεύθυνοι οι γονείς της Χλόης-στην Τήνο τον Δεκαπενταύγουστο για να γίνει καλά.
Εξαιρετικές όλες οι ερμηνείες των ηθοποιών του Δεκαπενταύγουστου με μια Ελένη Καστάνη να ξεχωρίζει υφαίνοντας με αριστοτεχνία την αναπαράσταση του τραγικού της ρόλου ως μάνας που κινδυνεύει να χάσει το παιδί της. Βασικό μήνυμα της ταινίας ότι όλοι έχουμε το δικαίωμα να πιστεύουμε σε ένα καλύτερο αύριο που δεν θα αργήσει να έρθει. Ας μην χάνουμε ποτέ την πίστη μας.