Η Λευκάδα αποτελεί έναν προορισμό που με την φυσική και πρωτόγνωρη ομορφιά της μπορεί να συνδεθεί με το αχρονικό, πρωτόγονο, στοιχείο του μύθου που προηγείται της ιστορίας όσο και να αποτελέσει το δυναμικό ερέθισμα για έναν δημιουργό, αντιθετικά, ώστε να αξιοποιήσει το φωτεινό φόντο της για να εισδύσει στις σκοτεινές παρυφές της ιστορίας με εργαλείο το αρχετυπικό μυθικό στοιχείο. Κάπου εκεί ξεκινάει το κινηματογραφικό ταξίδι δύο σπουδαίων ταινιών που αξιοποιούν γόνιμα εκδοχές του μύθου που σχετίζονται με την αδυναμία αποκατάστασης της τάξης ή της επαναφοράς ώστε να καταδειχθεί ότι η τραυματική μνήμη και οι πληγές της ιστορίας ποτέ δεν μπορούν να επουλωθούν.
Ως προς τον Θίασο του Αγγελόπουλου έχουν ειπωθεί πολλά. Με την προσωπική μου κριτική οπτική στοχεύω να εστιάσω στο εξής. Γιατί ο περιπλανώμενος θίασός του που διατρέχει τις πιο μελανές μέρες του 20ου αιώνα, τις στιγμές φίμωσης του δημοκρατικού φρονήματος από το 1939 ως το 1952 (στις οποίες ενέχονται το τελευταίο έτος της δικτατορίας του Μεταξά, ο πόλεμος με τους Ιταλούς, η Κατοχή, η Αντίσταση, η Απελευθέρωση, ο εμφύλιος, η αμερικανική και η βρετανική παρέμβαση στα ελληνικά εσωτερικά θέματα) περνάει από την Λευκάδα; Ποιος ο αλληγορικός υπαινιγμός αυτής της επιλογής και πόσο ενισχύει την ποιητικότητα της ταινίας;
Ο μύθος των Ατρειδών που αξιοποιεί εξαιρετικά πρωτοποριακά ο Αγγελόπουλος εδώ σηματοδοτεί έναν φαύλο κύκλο ατέρμονης βίας που καταργεί κάθε ηθικό όριο, αλλοιώνοντας ιδεολογίες, αξίες και συνειδήσεις. Το ελλείπον αντιστύλι σε όλη αυτή την σκοτεινή κατάδυση της ύπαρξης είναι ένας ιδανικός τόπος, ένας μη-τόπος, ένα καταφύγιο που μπορεί να δεξιωθεί αισιόδοξα τον νέο κόσμο που ελπιδοφόρα αρχίζει να ανατέλλει με το τέλος της ταινίας. Η Λευκάδα καθίσταται συμβολικά ο οιωνός της νέας εποχής που συνιστά ένα πρόσταγμα για διατράνωση της κηλιδωμένης ελληνικότητας και της μακραίωνης παράδοσής της.
Από τα εξαιρετικά πλάνα του Θίασου μεταβαίνουμε τώρα σε έναν άλλο σπουδαίο κινηματογραφιστή που αρέσκεται να αποτυπώνει στιγμιότυπα του ελληνικού-λευκαδίτικου-τοπίου στην ξέφρενη αγριότητά τους. Τα δάκρυα του βουνού υποδηλώνουν την αιμάσσουσα αγωνιστικότητα του ελληνικού λαού που η ίδια η ιστορία απειλεί να τον θέσει εκτός παιχνιδιού. Με δεδομένο ότι η Οδύσσεια‒που αξιοποιείται ως θεματικό υπόστρωμα στην συγκεκριμένη ταινία με τον Μάρκο στο ρόλο του Οδυσσέα ως ταλαίπωρο και περιπλανώμενο τεχνίτη πέτρας που παλεύει μαζί με τους άλλους πετράδες, συνοδοιπόρους του, να επιβιώσουν‒ συμβολοποιεί την πρόκληση μετάβασης στο πουθενά και στο τίποτα, την ατέρμονη περιδιάβαση στο οντολογικό κενό, θέτοντας την ματαίωση του γυρισμού, που είναι καταλυτικό ζήτημα για την ταινία.
Σε αυτή την βάση, ο δραματικός χρόνος της ταινίας είναι το 1899 και εξής, με παρένθετη αφηγηματική μετάθεση στο 1949. Ξανά ο εμφύλιος ως αμαυρωμένη ιστορική μνήμη της συλλογικότητας. Ξαναπιάνοντας το νήμα της υπόθεσης από την αρχή, ο Μάρκος περιφέρεται από χωριό σε χωριό μαζί με τους άλλους ορεσίβιους συντεχνίτες του, κατασκευάζοντας σχολεία, εκκλησίες, σπίτια. Όλοι αυτοί, δηλαδή, παράγουν πολιτισμό, αλλά είναι διωγμένοι από τον δικό τους κόσμο, από τα δικά τους σπίτια από τα οποία δεν μπορούν να γυρίσουν, λείποντας δέκα χρόνια.
Η βασική αιτία είναι ο σκοτεινός κόσμος των παθών, των ενστίκτων, της απληστίας που ενεργοποιεί ένα φαύλο μηχανισμό αλληλοεξόντωσης. Πού εδράζεται αυτό το σαθρό πλέγμα εξουσίας το οποίο εξοντώνει το προλεταριάτο που εκπροσωπούν αυτοί οι άνθρωποι ως τάξη στην βάση του κοινωνικού ντετερμινισμού; Η απάντηση σε όλα αυτά έρχεται μέσα από την εκτυφλωτική αλλά και άγρια ομορφιά της Λευκάδας που συμβολίζει ότι όταν ο άνθρωπος υπερβαίνει τα όρια, τότε εντείνονται τα ταξικά χάσματα, υπονομεύονται καταστάσεις που πυροδοτούν την βία και τον φανατισμό.
Τραγική απόρροια η εναρμόνιση της ειδυλλιακής ομορφιάς της φύσης να μεταρσιώνεται σε σιωπηλό μάρτυρα ενός σκοτεινού ιστορικά αιώνα για την Ελλάδα με μια ασταθή δημοκρατία κατά καιρούς, με τον εμφύλιο σπαραγμό, με κομματικές πολώσεις και ενίοτε το εργατικό κίνημα να πλήττεται στο ανεπανόρθωτο. Η Λευκάδα ως κοινή σκηνογραφία των δύο αυτών ταινιών δείχνει την ανάγκη ανάκτησης της ποιητικότητας σε έναν σκληρό και ανηλεή κόσμο, εκεί που ο ρεαλισμός κινδυνεύει να εκφυλιστεί σε ξέφρενο κυνισμό, δίχως να γνωρίζει κανείς πια τι θα ξημερώσει την επόμενη μέρα.