Η Μεταπολίτευση σηματοδότησε την ανάγκη για την έλευση του καινούριου, του διαφορετικού, του εναλλακτικού. Οι πειραματισμοί και οι νεωτερισμοί συνιστούν οδοδείκτες της ανακάλυψης της ανείπωτης αλήθειας, που βρίσκεται πέρα από την πεπατημένη, τις οριοθετήσεις του μικροαστικού κλοιού ή τους επιφανειακούς καθωσπρεπισμούς, που συνθλίβουν την ευρύτητα του πνεύματος.
Δεν έκανα τίποτε περισσότερο μέχρι στιγμής από το να σάς προσδιορίσω τι ακριβώς ήταν ο Κωνσταντίνος Τζούμας μέσα από όσα δεν ήτανε. Υπήρξε ελεύθερο πνεύμα σε μια συντηρητική εποχή που αποζητούσε απεγνωσμένα να αποδράσει λίγο από τις συμπιεστικές νόρμες. Φλέρταρε την διαφορετικότητα αλλά δεν ήθελε την γκετοποίησή της.
Μπωντλαιρικός δανδής ή κατά τον τρόπο του Όσκαρ Ουάιλντ είχε την οξυδέρκεια να ενσωματώσει την ηθική στην αισθητική, μια αισθητική ευλύγιστη που θα μπορούσε να δεξιωθεί αποχρώσεις του αντρικού ή του γυναικείου, χωρίς τάση κατάκρισης, αναβιωμένης ιερό-εξεταστικής διάθεσης ή μανιχαϊστικών σχημάτων επιτρεπτού ή απαγορευμένου.
Αυτό που έλεγε ο Κωνσταντίνος και είχε τεράστια βαρύτητα είναι ότι στον κόσμο μπορούμε να χωρέσουμε όλοι. Δεν αντιπροσώπευε ποτέ τον «μάτσο» τύπο ούτε τον κουλτουριάρη με την αυστηρή ορθολογιστική αντίληψη. Περισσότερο προτιμούσε να αιωρείται πέρα από το «τώρα» και λίγο πριν το «αύριο».
Έζησε στον Πειραιά, λάτρευε το ιταλικό σινεμά, ιδίως τον νεορεαλισμό, μα από την άλλη, πίστευε ότι η ονειρεμένη πραγματικότητα για τον καθένα μας βρίσκεται εκεί μακριά, έξω από την πεπατημένη και πρέπει να την διεκδικήσεις. Η εμπειρία της Νέας Υόρκης στα χρόνια του ’70, αποτέλεσε για κείνον μπωντλαιρική εμπειρία με την έννοια ότι τον γοήτευε το να βλέπει το ωραίο και να τον σαγηνεύει, όχι όταν αρχίζει να το παρατηρεί κανείς να έρχεται, αλλά λίγο πριν χαθεί για πάντα. Από την μητρόπολη της Αμερικής διδάχτηκε την σημασία της απελευθέρωσης, όχι της υπέρβασης. Δεν υπήρξε ποτέ επαναστατικός ή αποδομιστής αλλά εναλλακτικός. Πολυσχιδής από μικρός, τού άρεσε το μπάσκετ, το μπιλιάρδο, τον πινγκ-πονγκ, ο κλασικός αθλητισμός. Διάβαζε τους κλασικούς από τις εκδόσεις Γαλαξίας και της Καθημερινής.
Από νέος είχε αντιληφθεί ότι η νεότητα προσφέρει την σαγηνευτική αναρχία της Belle Époque, όταν έρχεται ο οδοστρωτήρας του χρόνου που πολτοποιεί τα πάντα. Συνεργάστηκε με τον Χατζιδάκι στην Πορνογραφία, με τον Βούλγαρη στην ταινία Happy Day, καθώς και με άλλους αξιόλογους σκηνοθέτες της νέας οπτικής και ατμόσφαιρας της Μεταπολίτευσης, όπως ο Πανουσόπουλος, ο Νικολαϊδης, ο Φέρρης, ο Ζερβός. Τού δόθηκε η δυνατότητα να ασχοληθεί με το κλασικό ρεπερτόριο του θεάτρου, όπως τον Ίψεν και τον Στρίντμπεργκ, αλλά τον ενδιέφερε το «τώρα», έστω και αν αυτό στην τοιχογραφία του σινεμά που επέλεξε να εκπροσωπεί φάνταζε υπόγειο, σουρεαλιστικό ή δυστοπικό.
Ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά ότι το παρουσιαστικό του δεν θύμιζε τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, αλλά παρέπεμπε σε κάτι το απόκοσμο, το ματαιόδοξο, ή, το αλαζονικό, κάτι που δεν με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Νομίζω ότι περισσότερο απηχούσε έναν τύπο που θα μπορούσες να τού ανοιχτείς και να μιλήσεις ελεύθερα γιατί ήξερες ότι δεν θα σε κοίταζε ποτέ παράξενα για ό,τι και αν τού έλεγες.
Δεν ήταν μόνο εικόνα, αλλά και πνεύμα, με μεγάλη καρδιά. Από το 1976 ανέπτυξε μια ιδιαίτερη σχέση με το ραδιόφωνο για να καθιερωθεί ως ραδιοφωνικός παραγωγός στο «Εν λευκώ», εμπεδώνοντας πλέον τον πρόσθετο σημαντικό ρόλο του ομιλητή μέσα από ραδιοφωνικές αφηγήσεις, σπικάζ, εκπομπές, καθώς η φωνή του ήταν βασικός του οχηματαγωγός για να περιπλανηθεί στις εκφάνσεις του πολύπτυχου ταλέντου του.
Εξέδωσε τρία αυτοβιογραφικά βιβλία, με τους τίτλους: Ως εκ θαύματος, Complete Unknown και Πανωλεθρίαμβος. Στην τηλεόραση είχε κάνει guest εμφανίσεις στις σειρές: Οι Απαράδεκτοι, Οι Τρεις Χάριτες, Οι Μεν και οι Δεν και Δύο Ξένοι. Στο θέατρο έχει πρωταγωνιστήσει σε έργα, όπως Περιμένοντας τον Γκοντό, Ο φίλος μου ο Λευτεράκης, «Εγώ δεν…» και Κ.Π.Καβάφης Αυτοβιογραφούμενος. Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε στις ταινίες: Γλυκιά Συμμορία, Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα, Ελευθέριος Βενιζέλος 1910 – 1927, Ακροπόλ, Οι απέναντι, Ρεμπέτικο, «Happy day» και Ο δράκουλας των Εξαρχείων.
Οι ταινίες που έπαιξε δεν ήταν τυχαίες. Το πρώτο μέρος της σχετικής τριλογίας με τον τίτλο: Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα, πραγματεύεται το ζήτημα της αλλοτρίωσης και της έκπτωσης των αξιών στον σύγχρονο κόσμο, με φόντο την δεκαετία του’50 και την υπερρεαλιστική ματιά του σκηνοθέτη Νίκου Νικολαΐδη, ο οποίος γύρισε την ταινία κατά τον ανορθόδοξο τρόπο του Μαρκήσιου Ντε Σαντ ως προς την σουρεαλιστική αισθητική της. Στον Δράκουλα των Εξαρχείων, σε αυτή την άναρχη, ανατρεπτική περιήγηση στον χώρο του φανταστικού, αποτυπώνονται, με μεθοδολογικό εργαλείο την παρωδία τρόμου, στοιχεία πολιτικής και κοινωνικής διακωμώδησης του σήμερα κατά ένα σπονδυλωτό τρόπο.
Αξιοσημείωτο το Happy Day που έπαιξε το 1976, σε σκηνοθεσία του Παντελή Βούλγαρη, κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Φραγκιά, ο Λοιμός, με την μουσική της ταινίας να αποδίδει την θραυσματική ψυχή του ανθρώπου σε καταστάσεις που τον ανοικειώνουν, στερώντας του την ελευθερία σκέψης και έκφρασης. Ξεχωριστή ταινία για μένα, στην οποία συμμετείχε ο Τζούμας, είναι οι Απέναντι (1981). Νομίζω ότι και η Μπέτυ Λιβανού και ο σκηνοθέτης της ταινίας, Γιώργος Πανουσόπουλος, θα συμφωνούσαν μαζί μου ότι το αλληγορικό κοινωνικό παιχνίδι στην ταινία μεταξύ κλειστού σκοτεινού χώρου και ανοιχτού, του θωρακισμένου από τα αμπαρωμένα παντζούρια, θεοσκότεινου, δωματίου του πρωταγωνιστή, αλλά και η περιπλάνηση στις σκοτεινές λεωφόρους της Αθήνας, βασικά συστατικά του φιλμ, αποτελούν κατά βάση τα συμβολικά οντολογικά εργαλεία του γοητευτικού ψυχικού σκιοφωτισμού του Τζούμα. Οι περισσότεροι, ακόμη και οι πιο νέοι, τον θυμόμαστε ειδικά από τους Απαράδεκτους στο επεισόδιο: «Θα τον φάω τον Παρασκευά», ένα από τα καλύτερα επεισόδια, με φοβερές ατάκες, λίγο πριν από το τέλος της σειράς, όπου εκεί ο Τζούμας κυριολεκτικά «τα σπάει».
Ιδιαίτερη η γυμνή φωτογράφιση που είχε κάνει στο ΚΛΙΚ του Κωστόπουλου, στις αρχές της δεκαετίας του’90, καλύπτοντας πολλά φάσματα της ενδοσκόπησής του και της ομόχρονης ανάκλασής της στον έξω κόσμο. Αποτύπωνε την δυναμική του αισθητική à la manière de Ουάιλντ και Ναπολέοντα Λαπαθιώτη ως ελλείπον σημείο της υπερκαταναλωτικής και industrial, πολυμιντιακής, κοινωνίας των 90’s.
Ο Τζούμας ήταν το σημείο αναφοράς του σύγχρονου χωροχρόνου για όσα θα μπορούσε να είναι ο καθένας μας, όταν ορισμένες συνθήκες εμποδίζουν κάποια άτομα να έχουν λόγο, δημόσια δράση και ύπαρξη. Αν μετά την βικτωριανή εποχή, ήρθε το «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι», για να καυτηριάσει στα τέλη του 19ου αιώνα (1891) σαθρές όψεις του κοινωνικού μηχανισμού, ανάλογα από τα μέσα του 1970, εμφανίστηκε ο Τζούμας για να μάς υποδείξει, με τον δικό του μοναδικό και αγέρωχο τρόπο, «την γυμνή αλήθεια της μεταπολίτευσης», την απογυμνωμένη πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου.
Δρ. Κοσμάς Κοψάρης
Αναδημοσίευση από το Preveza today
https://www.prevezatoday.gr/konstantinos-tzoymas-i-gymni-alitheia-tis-metapoliteysis-toy-dr-kosma-kopsari/