Δεν είχε φωτογραφία στο προφίλ της, αλλά σκηνές απ’ τις αγαπημένες της ταινίες. Kάθε μέρα έβαζε και μία διαφορετική. Στο διαδίκτυο δίπλα στ’ όνομά της παρήλαυναν ήρωες του κινηματογράφου, ξένοι συνήθως, απ΄την δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα. Θρυλικοί αστέρες, αξέχαστες στιγμές στις πιο όμορφες πόλεις-σκηνικά ή στα κλασσικά στούντιο. Του ταίριαζαν αυτές οι ταινίες, τον έφερναν με κάποιον τρόπο κοντά της. Πρέπει να είναι άσχημη για να μην έχει φωτογραφία σκέφτηκε, καθώς «έπεσε» πάνω της σερφάροντας . Από κει κι έπειτα έπιανε τον εαυτό του με την τσίμπλα στο μάτι ν΄ανοίγει το λάπτοπ, να πληκτρολογεί τ’ όνομά της για να δει την επόμενη σκηνή κι ερχόμενο το βράδυ, να επισκέπτεται το video club για να νοικιάσει μια στιγμούλα απ’ την ζωή της. Έτσι γνωρίστηκαν, έτσι πέρασαν τα τρία επόμενα χρόνια μαζί.
Δεν ήθελε να τα σκέπτεται όλα αυτά, δεν το επέτρεπε στον εαυτό του, ούτε πως γνωρίστηκαν, ούτε την κοινή ζωή τους που ακολούθησε. Όταν εκείνη έφυγε, φρόντισε να εξαφανίσει κάθε ίχνος της, οποιοδήποτε σημάδι πρόδιδε την ζωή του μαζί της, βίαια ίσως, όμως μ’ αυτό τον τρόπο είχε μάθει να επιβιώνει….
Μέχρι εκείνο το πρωί που μια πολύ γνώριμη μυρωδιά έκανε την εμφάνισή της και τον γύρισε στα παλιά,. Μαζί με την έκπληξη που ένοιωσε, έπιασε και το στομάχι του που σφίχτηκε. Δεν μπορεί , θα ήταν τυχαίο, όμως η μυρωδιά περπατώντας στο σπίτι, τον ακολουθούσε παντού. Στο σαλόνι, στην κουζίνα , στο μπάνιο. Ήταν η μυρωδιά του μαλακτικού που χρησιμοποιούσε εκείνη. Του πήρε ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει πως μόλις είχε αλλάξει μπλούζα. Έφερε το μανίκι στην μύτη του. Αυτό ήταν! Όταν εκείνη έφυγε το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να βάλει πλυντήρια, να φύγει η μυρωδιά του μαλακτικού που έπλενε τα δικά της ρούχα, τότε και τα δικά του, και ήταν παντού, στο φιλί στην αγκαλιά στα χέρια της. Ποιος ξέρει πώς του ξέφυγε αυτή; Και πώς ήταν δυνατόν να μυρίζει ακόμη μετά από τόσο καιρό; Στο διάολο! Την έβγαλε, έφερε κοντά το μπράτσο του, είχε αρπάξει κι αυτό. Έκανε γρήγορα ένα ντους, λούστηκε με το αγαπημένο του άρωμα, ξόρκισε το παρελθόν και άνοιξε το λάπτοπ του.
Μπήκε στα social, οι περισσότεροι απ’ τους φίλους του ήταν online κι άλλες πολλές, γυναίκες που δεν ήξερε, με βλέμμα πολλά υποσχόμενο και σχεδόν πάντα μ’ έναν εσκεμμένο προβληματισμό στο μάτι, που στόχο είχε να προλάβει τις τυχόν εύκολες εντυπώσεις και ταμπέλες, «είμαι μόνη». «είμαι ανόητη», «ψάχνω να μιλήσω»
Έπιασε το στομάχι του, ο πόνος δυνάμωνε, τον είχε συχνά. Πήγαινε πακέτο μ’ ένα σφάξιμο στην πλάτη, στις αρχές νόμιζε πως παθαίνει έμφραγμα, μέχρι να βγει το πόρισμα της ψυχογένειας που τον έκανε να παρατήσει τους γιατρούς, τότε προστέθηκε κι ο τρίτος, βαθύς, διαπεραστικός, κάπου στην μέση του μηρού του.
Μόνο άσχημη δεν ήταν εκείνη, ατημέλητη ναι, αλλά όμορφη, πολύ όμορφη…. ούτε άρωμα δεν φορούσε, της το είχε πετάξει σε κάποιο καυγά, γυναίκα είσ’ εσύ;
Σκέφτηκε να πάρει τον κολλητό του για καμιά μπαρότσαρκα, όμως έμεινε εκεί ώρα , ασάλευτος, ώσπου βρέθηκε έξω απ΄την κρεβατοκάμαρά του, κάπου εκεί την είχε πετάξει. Ξάπλωσε στο κρεβάτι, πήρε την μπλούζα στα χέρια του κι έχωσε μέσα το πρόσωπό του. Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό κι ένοιωσε δίπλα του το σώμα της , παρόν αλλά απόμακρο, ήθελε να το φέρει πιο κοντά, φοβόταν. Πήρε βαθιά ανάσα, το είχε αποφασίσει. Θα βουτούσε, θα έφτανε μέχρι το τέλος, συνέχισε ν’ αναπνέει, βαθιά, ξανά, μυτιές….Ξαφνικά , εντελώς ξαφνικά το στομάχι του χαλάρωσε, ο πόνος στην πλάτη εξαφανίστηκε σε δευτερόλεπτα. Τότε, αυτός στον μηρό, σαν να ένοιωσε πως οι άλλοι δύο εγκατέλειψαν, έβαλε τα δυνατά του να επιβιώσει μόνος. Χωρίς συμμάχους, τέθηκε επικεφαλής στην μάχη, δυνάμωσε, τον έκανε να σφαδάζει, έπιασε με το χέρι το πόδι του, ούρλιαζε….εκείνος επέμενε πολύ, μέχρι που άρχιζε να κουράζεται, να οπισθοχωρεί, να παραιτείται… τον άφησε σ’ ένα λουτρό από δάκρυα, αναμνήσεις και νοσταλγία τόση, που πλέον πονούσε η ψυχή του. Βαριανάσαινε, ήταν κουρασμένος, έτσι τον πήρε ο ύπνος, αγκαλιά με την μπλούζα και μ’ αυτόν τον πόνο που έμοιαζε πιο ανθρώπινος από κείνους στην πλάτη, στο στομάχι, στον μηρό…