You are currently viewing Ειρήνη Ιωαννίδου: Γιώργος Σαράτσης: ΠΡΟΣΦΟΡΟ ΧΩΜΑ, Εκδόσεις Στίξις

Ειρήνη Ιωαννίδου: Γιώργος Σαράτσης: ΠΡΟΣΦΟΡΟ ΧΩΜΑ, Εκδόσεις Στίξις

 « Ό,τι μας αφανίζει είναι η σωτηρία μας»

 

 

Θα τολμήσω τον χαρακτηρισμό: ένα συναξάρι βιωτής.

Γόνιμη η γη, το κλίμα εύκρατο, ο ποιητικός σπόρος βρίσκει πρόσφορο χώμα, ρίζα να δέσει στη δεύτερη εκδοτική απόπειρα και την πρώτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Σαράτση. Ποίηση ενδοσκοπική με ισχυρή την παρουσία εξομολογητικού τόνου. Λόγος στοχαστικός, λιτός, καθαρός, σαρκαστικός ενίοτε, καταγράφει το συναίσθημα με ακρίβεια και σθένος.

Δε θα επιχειρήσω μια κριτική προσέγγιση, αλλά να καταγράψω την αίσθηση και το αίσθημα που μου δημιουργεί ο λόγος του. Αυτό που ακολουθεί είναι ένα κολάζ των στίχων του Σαράτση, με σεβασμό πάντα στο ποιητικό του στίγμα.

 

Περιηγητής του κόσμου τούτου και συνάμα αναχωρητής που αναβάλλει την αποχώρηση του, ο ποιητής καταγράφει την ύπαρξη ως στενό ένδυμα και ως απώλεια εξ εξαρχής

 

Βαδίζω μες στο ακατανόητο

σπρώχνω το κεφάλι σε τρύπες

υπομένω μια ύπαρξη φτιαγμένη για ασπόνδυλα

 

Ολόκληρος

μια αδιαθεσία

 

Τίποτα για τον άνθρωπο

δεν έχει να πει ο θάνατος

 

Αφήνει πίσω του κενό

όμοιο με αυτό που κληρονόμησε

 

Ο λόγος του σαν τον σπόρο της συκιάς  που φύεται σε χαλάσματα και αιμορραγεί γάλα λευκό

 

Αυτή η γη

πηγάδι που στέρεψε

σκυλί παρασυρμένο

στην άκρη του δρόμου

 

Θα ‘ναι ξημέρωμα όταν συναντηθούμε

απόγευμα μιας εποχής ενδιάμεσης –

ούτε κρύο ούτε ζέστη

μόνο υγρασία

σαν αγάπη

χωρίς παραδοχές

 

θα πνιγούμε κάποτε

όπως πνίγουν τ’ αγριόχορτα

τα ερειπωμένα σπίτια

 

Τινάζει «κορμό» η γλώσσα κατακόρυφα να φιλήσει το γαλάζιο, με φύλλωμα που αγκυλώνει όπως οι λέξεις του

 

άμα την βγάλω καθαρή

θα βγω στην ανοιχτωσιά

σωστό ερπετό

του πάνω κόσμου-

κισσός ατίθασος

ν’ αρπάξω τοίχους

και κορμούς

ένα να γίνω με το τέλος

 

Δεν προσκυνάει το χώμα που πατάει,  το μυρίζει το πατρώο χώμα, το γεύεται, το αποχαιρετά με συγκίνηση

 

Κοντά

στα ανάκτορα του Κελεού

μια πέτρα

από δύσκολη θάλασσα

Πάτησα όπου πάτησε

ο Δημοφών –

 

Η μεγάλη χαρά των πληγών μου

η θλίψη της πατρίδας

 

αν είναι άλλη χώρα η Ελλάδα την άνοιξη

πάντα στ’ αριστερά το κοιμητήριο

γεμάτο λευκό μάρμαρο εισαγωγής

 

η σκιά του λιόδεντρου,

η πατρίδα που αρνήθηκα

 

 

Αναμετριέται με έναν κόσμο που τον στενεύει, με το φως και το σκοτάδι εντός του. Με μια αχαρτογράφητη και αρχέγονη θλίψη που τον γεννάει, τον τρέφει και τον αποδομεί

 

Γεράκια πάνω απ’ τις σκεπές –

ακόμα αναρωτιέμαι ποιου αρπακτικού

είμαστε η λεία

 

 Φλέγομαι απ’ τον ίδιο ήλιο που θα δει το τέλος μου

θα δεχτεί την καταδίκη της φυλής και του τόπου

 

Κάποτε αγαπάς

όπως το ανήλικο το νερό

όπως ο ψαράς τις πετονιές του

όπως ο ήλιος τ’ ασπρισμένα βότσαλα

 

Σκέφτομαι την ομορφιά των κοιμητηρίων

τη φθορά των μαρμάρων

τη μυρωδιά του σβησμένου καντηλιού

από δριμύ άνεμο

 

Κατάγομαι από τόπους δύσκολους

Εδώ οι ευαισθησίες πληρώνονται ακριβά

 

«Έτσι ζει πάντα ο ποιητής», γράφει ο Γιώργος Χειμωνάς στον Εχθρό του Ποιητή απειλημένος, καταπατημένος, δικασμένος. Μέσα στο σκοτάδι γιατί άγρια τον τύφλωσαν. Με θανάσιμη αγωνία με «μεγάλες κινήσεις στον αέρα». Στο πρόσωπο του Γιώργου Σαράτση αναγνωρίζω τον ποιητή και τον εχθρό συνάμα, τον θύτη και το θύμα, το τόξο και το βέλος στην πληγή που αιμορραγεί

 

Ονειρεύτηκα, θυμάμαι, κάτι σαν ποίηση

και είχαν, λέει πεθάνει όλοι

 

ήμουν και εγώ νεκρός

 

μάλλον αυτόν είναι ποίηση –

να πεθαίνεις και να πεθαίνουν όλοι

 

«Ο ποιητής δεν φοβάται τον θάνατο»,  λέει ο Χειμωνάς. «Ο θάνατος είναι φυσικός, η ποίηση είναι υπερφυσική. Τέτοιο είναι πάντα το τέλος των ποιητών να καταστρέφονται χωρίς αιτία»

 

«Το τσιγάρο κάηκε ανέλπιστα γρήγορα. Νιώθω μια λύπη όταν τελειώνει. Οι ποιητές πεθαίνουν περισσότερο απ’ όλους. Ό,τι μας αφανίζει είναι η σωτηρία μας» δηλώνει ο Γιώργος Σαράτσης σχεδόν ατάραχος,  και νιώθω την πικρή επίγευση της παραδοχής στο στόμα του. Έχει την αίσθηση ότι λιγοστεύουν γύρω του οι άνθρωποι. Αισθάνεται μια ιδιότυπη μοναξιά σαν βύθιση.

 

Μικροσκοπικό αρθρόποδο

Βαδίζει στο γείσο του καπέλου μου

 

Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου

Που στέλνεις κάθε τόσο λίγη ποίηση

Λίγη μουσική και όση απομόνωση μπορώ ν’ αντέξω

Κάτω απ’ τα βαριεστημένα κωνοφόρα της πατρίδας

 

θα πω το λίγο της ιστορίας μου

και θα πηγαίνω

μη γίνω βάρος

και μου φορτώσουν

περισσότερα φτερά

απ’ όσα μπορώ

να κουμαντάρω

 

Οι λέξεις, η ομιλία και η γραφή είναι αποτέλεσμα της πτώσης μας. Ίσως έρθει μια εποχή που οι άνθρωποι δε θα χρειάζονται πια τις λέξεις. Γράφω για να μ’ ακούσω μέσα μου. Μεγαλώνω, γράφει κάπου, θα πει σωπαίνω

 

Εύχομαι ο ποιητικός του λόγος να γίνει σπορά ανθοφορίας σε χώμα πρόσφορο.

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.