Κρατάω στα χέρια μου, το νέο βιβλίο του Πάνου Σταθόγιαννη, “Το Μωρό”, και αναρωτιέμαι με ποιες λέξεις θα μπορούσα να προσεγγίσω τον συγγραφικό άθλο που έχει επιτελέσει.
Ως άξιος δημιουργός και δεξιοτέχνης της γλώσσας, που ο “’μίτος” της δεν του χαρίστηκε, αλλά πληρώθηκε και εκπληρώνεται με ιερή προσήλωση στην αναζήτηση μιας αλήθειας αρχέγονης και υπερβατικής του κόσμου και του λόγου, μας προσφέρει εδώ ένα αναπάντεχο και συναρπαστικό ταξίδι.
“’Το Μωρό”, παρά την δεδομένη τρυφερότητα του τίτλου, που με κάποιον τρόπο λειτουργεί τόσο κυριολεκτικά, όσο και παραπλανητικά αναφορικά με το περιεχόμενό του, θα έλεγα ότι είναι μια πέτρα, ή σωστότερα ένα βότσαλο, που έρχεται να ταράξει παντοιοτρόπως κάποιες στασιμότητες στα λογοτεχνικά μας ύδατα.
Βάζει διαρκώς νέα στοιχήματα ο Πάνος Σταθόγιαννης σε επίπεδο λογοτεχνικό, όσον αφορά στη θεματική, αλλά και μορφολογικά, ύφους και φόρμας, κρατώντας βαθιά χωνεμένη και ενσωματωμένη στο κείμενο, όλη την λογοτεχνική παράδοση των προπατόρων του. Ωσεί παρών στην ψυχογραφία των ηρώων του, ο αγαπημένος του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, αλλά σε μια εξωφρενική σύμπραξη με τον μαγικό ρεαλισμό και την αδρότητα του ναΐφ. Ενώ, ταυτόχρονα, επιχειρείται μιας καφκικής διάθεσης αποδόμηση των καθιερωμένων νοημάτων και των παγιωμένων κοινωνικών συμβάσεων. Στους διαλόγους μεταξύ των αλλόκοτων (αλλά παραδόξως οικείων, που εντελώς απρόσμενα καταφέρνουν από κυνικοί να γίνουν έως και συμπαθείς – “αξιαγάπητα κουτορνίθια”, θα ήταν ένας χαρακτηρισμός) ηρώων του, καλά κρατεί η εξαρθρωμένη λογική του théâtre de l’absurde, αλλά με έναν τέτοιον τόπο ώστε το ιλιγγιώδες του παραλόγου να γειώνεται και να καταλήγει σε μια γνώριμη θεώρηση της καθημερινότητας.
Μπορούν άραγε να συναρμοστούν τα παραπάνω; Ο Πάνος Σταθόγιαννης στο “Μωρό” αποδεικνύει ότι – ναι, μπορούν. Τα ενορχηστρώνει μοναδικά σε μια τέλεια λογοτεχνική παρτιτούρα, όχι ως επιτηδευμένο “συγκριτισμό”, που συρράπτει, αλλά ως πηγαία και εμπνευσμένη δημιουργία που τα εγκολπώνει.
Δημιουργείται ένας άλλος κόσμος, ένας “παρ’ ολίγον” δικός μας κόσμος, ένας “δυνητικά σαρξ εκ της σαρκός μας” μας κόσμος, με μια κινηματογραφική εστίαση σε καίριες λεπτομέρειες και μισοφωτισμένα γενικά πλάνα (τοπία ψυχής), και, παράλληλα, ένα λογοτεχνικό υπεραξίωμα – μια φυλή, μια θρησκεία, ένα ιερό βιβλίο, μια κοινωνία εν διαρκή καταδίωξη και εξορία, ένας θρίαμβος της Ανάγκης για επιβίωση.
Θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει εδώ και μια σύγκρουση πολιτισμών ή έναν πολιτισμό σε αέναη αντιπαράθεση με τον εαυτό του και τις επιλογές του.
Ο τόπος και ο χρόνος, ως ρεαλιστικά συστατικά της ιστορίας, λίγο τον αφορούν. Συνθέτει έναν καινούργιο χωρόχρονο (αν και δεν γίνεται λόγος για μυθιστόρημα “επιστημονικής φαντασίας”), που στην πραγματικότητα είναι ο δικός μας, αλλά στην πιο “πονεμένη” και “αμείλικτη” εκδοχή του.
«Ο δεύτερος τρόπος μέτρησης του χρόνου λέγεται ”χιχ” που σημαίνει ”43.742 πόνοι”. Είναι το σύνολο των μεγάλων πόνων που μπορεί δυνητικά να δοκιμάσει ένας άνθρωπος κατά την διάρκεια της ζωής του, λόγω του ότι έχει χάσει την πατρίδα του.
Όλοι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά από την φυλή του Άραμι, πολύ συχνά, χωρίς καμία προφανή ή αφανή αιτία, εντελώς στα καλά καθούμενα, καθηλώνονται από το αστροπελέκι κάποιου από τους παραπάνω πόνους. Άλλοτε είναι σφάχτης στα πλευρά, άλλοτε βρόγχος στο λαιμό που σου συνθλίβει τον λάρυγγα και σου κόβει απότομα την ανάσα, άλλοτε χτύπημα ιοβόλου φιδιού στη γάμπα, άλλοτε σαν να σε αρπάζει στην θάλασσα ο λευκός καρχαρίας – 43.742 είναι, ποιόν να πρωτομνημονεύσεις: ”χ” λένε τότε από μέσα τους και πονούν, που στην δική τους γλώσσα σημαίνει ταυτόχρονα και ”πατρίδα” και ”πόνος”, λέξεις κατ’ ουσίαν συνώνυμες. Τόσοι είναι οι ”χ” που τους χωρίζουν από την ”χ” τους. Γι’ αυτό, και επειδή το άλγος της απόστασης από τα πάτρια δεν γίνεται να υπολογιστεί χρονικά, το ίδιο το Χαμίλιχ ορίζει τον αριθμό των πόνων ως σταθερή διαρκή και αμετάβλητη χρονολογία της φυλής τους.
Είτε συναντήσεις κάποιον που μόλις ροβόλησε από την απέξω μεριά του κρατήρα είτε τον πιάσεις την μεθαυριανή νύχτα να σου ληστεύει το σπίτι και τον ρωτήσεις τι χρόνο έχουμε, θα σου απαντήσει ότι διανύουμε το έτος: 43.742. »
Το κεντρικό πρόσωπα της ιστορίας – ένας πατέρας που αναζητάει το χαμένο μωρό του, σε έναν αργοκίνητο (για να μπορούμε να βλέπουμε την εσώτερη ψυχολογία ή κίνηση των σπλάχνων του) στρόβιλο από μύθους, ερημιές, μαύρα πουλιά, αχρονολόγητους πολέμους, Μούσες στην ζητιανιά, μια κίτρινη βροχή και το σκοτεινό στόμα ενός ουρανού που καταπίνει, διαλόγους και ποτά που μυρίζουν μπαρούτι, μαρμάρινους ανθρώπους, ένα ιερό βιβλίο, κυνικές αγάπες, ονειροπόλους δικαστές, χρυσάφι που βρωμάει, περιπαιχτικές σοφίες, αδύναμους αγγελοδιάβολους, απεγνωσμένους αστυνομικούς, συμπονετικούς τρομοκράτες και εξουσίες-λάστιχα…
Η βαθύτερη επιδίωξη του είναι η ενεργοποίηση (έστω και αντιδραστικά) της συνείδησης μας σε αυτή την διαδικασία της καταβύθισης εντός της, στην οποία και ο ίδιος μετέχει, ως δημιουργός. Κοιτάζοντας τον κόσμο, παρά την ωμότητα της καταγραφής, με μια ματιά τρυφερότητας, επιείκειας και κατανόησης.
Καταστρατηγώντας την κυριολεξία με λόγο παιγνιώδη, σαρκαστικό ενίοτε, αφελή και ακραίο, θέτει σε αμφισβήτηση τα θεμέλια των σταθερών του δυτικού κόσμου. Με επιδεικτική ασέβεια απέναντι σε ό,τι αποκαλούμαι πολιτική ορθότητα, ακροβατεί γλωσσικά και μορφολογικά με επιτυχία σε τεντωμένο σχοινί, αποδεικνύοντας ότι το “μεταμοντέρνο” μπορεί να λειτουργήσει άμεσα και ακαριαία, χωρίς να γίνεται μέσο εκδήλωσης μιας δυσερμήνευτης (ενίοτε μάλιστα και ανόητης,` και αδιάφορης) σημειολογίας του όποιου “εγώ” που αυθαιρετεί.
«Οι εφτά του έκαναν το χατίρι και βιδώθηκαν στο άνευ υποθέσεων παρόν. Ζύγωσε και ο Μοντιλιάνι, έστρεψε προς το μέρος του την καλή πλευρά του προσώπου του και τον κοίταξε λοξά. Του ευχήθηκαν συλλήβδην να φανεί τυχερός με τον μωρό του, να το πάρει πίσω, γιατί ένας πατέρας δίχως το μωρό του είναι σαν γύπας δίχως λέσι. Και του τα έλεγαν από καρδιάς αυτά. Τα πίστευαν. Είχαν αφήσει κατά μέρος τις δικές τους πεποιθήσεις και τώρα εμφορούνταν από τον δικό του καημό.
Δεν παρέλειψαν να του πουν να προσέχει, βάζοντας πάνω από όλα την υγεία του, γιατί ο άνθρωπος, άμα έχει γερό οργανισμό, αντέχει τόσο τις ψευδαισθήσεις του όσο και τις αποτυχίες του, ενώ αν είναι άρρωστος ακόμα κι οι ψευδαισθήσεις του είναι αποτυχημένες.»
Ο λόγος του Πάνου Σταθόγιαννη μοιάζει να ιερουργεί με τα σύνεργα της βεβήλωσης, και να λεπτουργεί με όργανό του έναν μπαλτά. “Μια ιστορία από λάσπη και σύννεφο”, όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Παραθέτω εδώ ένα απόσπασμα, ενδεικτικό της πρόθεσης του συγγραφέα σε σχέση με τη γραφή και την κίνησή της, όπως αυτή εξομολογείται και αποκαλύπτεται εμμέσως πλην σαφώς στους εξοικειωμένους με την οπτική του:
«Αν θα ΄πρεπε εδώ να ιχνογραφηθεί νοερά μια συγκεφαλαιωτική εικόνα των περιπλανήσεων του Άραμι μέχρι σήμερα, σας ζητάω να φανταστείτε έναν ακατάσχετο μαιανδρισμό, χαραγμένο πάνω σε ναρκοθετημένο πεδίο. Να οδηγεί διαρκώς σε φράχτες και συρματοπλέγματα. Να σκάβει από κάτω τους λαγούμι και να ξαναβγαίνει απτόητος στο επόμενο ναρκοθετημένο πεδίο.
Μην προτρέξει το μυαλό σας και δείτε αμέσως τόπους ανοιχτούς, χωράφια μουσκεμένα, τούνδρες διάσπαρτες με πατουλιές χιονιού. Εδώ και πολλά χρόνια ναρκοθετημένες είναι και οι πόλεις – συχνά τα σύρματα που τις τέμνουν πολλαπλώς είναι ηλεκτροφόρα, μονάχα κάτι μαύρα πουλιά κάθονται πάνω τους.
Μέσα σε πόλη έσκισε τόσα όμορφα το δεξί του φρύδι ο Άραμις. Ήταν μια μέρα αίθρια. Βάδιζε αμέριμνος σε κάποια πρώην Λεωφόρο Δόξης. Γέμιζε το σακούλι του με γύψο από τις γκρεμισμένες Αψίδες Θριάμβου. Και ξαφνικά τον βρήκε ξώφαλτσα κεραυνός».
Ένα σημαντικό βιβλίο, που αξίζει την προσοχή σας!