«Ο χρόνος κυλούσε∙ η ευημερία και η επιτυχία ποτέ κι ούτε στιγμή δεν με δελέασαν ούτε ήσαν άξιες από μόνες τους να τις επιζητήσω∙ μονάχα η ψυχο-σκέψη ήταν άξια.» Πώς μιλά κανείς για τον εαυτό του, για τα παθήματά του, για τις εμπειρίες και τις σκέψεις του; O Richard Jefferies (1848-1887) βρίσκει το θάρρος να γράψει για τη ζωή του δίχως έπαρση και εγωκεντρισμό στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Η ιστορία της καρδιάς μου» που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1883 και κυκλοφορεί σε ελληνική μετάφραση του Γ.Ι. Μπαμπασάκη από τις εκδόσεις Printa. Πρόκειται για μια αυτοβιογραφία εσωτερική και συνάμα εξωτερική. Εσωτερική διότι ο συγγραφέας της «ένδον σκάπτει», όπως αποφθεγματικά λέει ο Μάρκος Αυρήλιος στο «Εις Εαυτόν» και ένδον αναζητά την πηγή της αλήθειας. Ταυτοχρόνως, αυτό δεν τον καθιστά μονόπλευρο, απορροφημένο στο εγώ του. Μας αποκαλύπτει στο κείμενό του τη σχέση του με τον έξω κόσμο, τη φύση που τόσο πολύ αγαπά και θαυμάζει, αναγνωρίζοντάς την ως τόπο προσευχής, όπως συχνά αναφέρει. «Προσευχήθηκα με τα ροδοκόκκινα σύννεφα του δειλινού», γράφει. Κι έπειτα, «τις νύχτες προσευχόμουν με τα άστρα, ανάλογα με την εποχή: πότε με τις Πλειάδες πότε με τον Κύκνο…»Το ύφος του εκλεπτυσμένο, σχεδόν λυρικό καθώς υμνεί τις σκέψεις, τις ιδέες, τη φύση. O Jefferies εξερευνά τον εαυτό του και μέσα σ’ αυτή την εξερεύνηση αφήνεται να ερευνηθεί ολόκληρη η ανθρώπινη φύση και καθετί που την αφορά και σχετίζεται μ’ αυτή. Δεν θα έλειπε έτσι κι η αναζήτηση του θεού για την οποία ο Jefferies γράφει, «…αυτό που κατανοούμε ως θεότητα δεν είναι παρά η αγνότερη μορφή της Ιδέας, του νου, και κανένας νους δεν εκδηλώνεται στα πράγματα τα φυσικά.» Ο θεός του Jefferies υπερβαίνει τον απλό κόσμο της υλικότητας, μολονότι η ιερότητα της φύσης διατρέχει ολόκληρη την αυτοβιογραφία του. Πού βρίσκεται τότε το θεϊκό στοιχείο, θα πρέπει να μας απαντήσει ο συγγραφέας. «Παύω, λοιπόν, να γυρεύω τη θεότητα στη φύση ή στον σύμπαντα κόσμο γενικά, ή να ανιχνεύω τα όποια σημάδια ιερής χειροτεχνίας», γράφει αποφασιστικά. «Επιθυμώ να υποδείξω κάτι πιο αδιόρατο από τον ηλεκτρισμό, αλλά απολύτως στερημένο από συνείδηση και δίχως περισσότερο συναίσθημα από τη δύναμη εκείνη που έχουν τα παλιρροϊκά ρεύματα.» Όσο για την τύχη, αυτή είναι που κυβερνά τα ανθρώπινα πράγματα, τις σχέσεις, και όσα εκτυλίσσονται κατά τη διάρκεια της ζωής και κανένας θεός δεν μπορεί να χρεωθεί την ευθύνη για τα δεινά του κόσμου. Για τον Jefferies πρέπει να υπάρχει κάτι ανώτερο ακόμα και από το θεό, «προσεύχομαι με την ειλικρίνειά μου όλη να βρω αυτό το κάτι που είναι καλύτερο από το θεό.» Και καταλήγει, «εύχομαι και προσεύχομαι να βρω αυτή την Υψηλότερη Ψυχή […] επειδή λείπουν οι λέξεις γράφω ψυχή, αλλά πιστεύω ότι είναι κάτι πέρα από την ψυχή.»Αναρωτιέται κανείς πώς προσελήφθησαν αυτές οι σκέψεις από τους συγχρόνους του Jefferies. Σε πρώτη ματιά, γίνεται σαφές πως δεν πρόκειται για έναν συγγραφέα του συρμού, που κατέπληξε τα πλήθη αναγνωστών. Οι κριτικές ήταν και παραμένουν ανάμεικτες καθώς πολλοί ισχυρίζονται πως είναι δυσπρόσιτος, δύσκολος στην κατανόησή του, ενώ στην αντίθετη κατεύθυνση, η διάσημη Αμερικανή συγγραφέας Rachel Carson, χαρακτηριστικά τονίζει πως κρατά δυο αντίγραφα του βιβλίου πάντοτε δίπλα από το κρεβάτι της. Δεν χρειάζεται κανείς να κατανοεί πλήρως έναν συγγραφέα, αρκεί να τον συναισθάνεται. Κι αυτό αποδίδει σε μεγάλο βαθμό την αξία της λογοτεχνίας. “Η ιστορία της καρδιάς μου” μοιάζει να φέρει οικογενειακή ομοιότητα με κείμενα των Αμερικανών Υπερβατιστών του 19ου αιώνα, όπως του Ralf Waldo Emerson και του Henry David Thoreau. Η ομοιότητα αυτή έγκειται στην εξύμνηση της φύσης και στη θρησκευτικότητα που ανευρίσκεται από τους συγγραφείς αυτούς στη σχέση με τον φυσικό κόσμο. Ωστόσο, ενώ οι Υπερβατιστές ρέπουν προς ενός είδους πανθεϊσμό (ότι όλα δηλαδή στη φύση ενέχουν εντός τους τη θεότητα), o Jefferies φαίνεται τελικά να αναχωρεί προς μια επέκεινα αναζήτηση για ένα ανώτερο στοιχείο θεϊκότητας που κείται πέραν του αισθητού κόσμου. Η συζήτηση αυτή βέβαια παραμένει ανοιχτή και οποιαδήποτε σύγκριση λαμβάνει περισσότερες της μιας ερμηνείες. Η αποφθεγματικότητα του λόγου του Jefferies είναι αυτή που κάνει τον αναγνώστη να θέλει να κρατήσει το βιβλίο κοντά του, ίσως και μισάνοιχτο ώστε να φαίνεται αυτή η μια φράση, διαφορετική για τον καθένα, που θα τον φέρει σε αναστοχασμό για κάποια λεπτά κάθε μέρα. Η ιστορία της καρδιάς μου, ειπωμένη με ειλικρίνεια και αγάπη για τη ζωή και τον άνθρωπο, μιλά σε όλους και στον καθένα μας ξεχωριστά και μας μεταβιβάζει αυτή την ειλικρίνεια και αγάπη με τρόπο θαυματουργό σε κάθε ανάγνωση αρκεί να της το επιτρέψουμε.