Ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο
Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος στο βιβλίο Εμφύλιος και λογοτεχνία παρατηρεί με αφοριστικό τρόπο ότι «στη λογοτεχνία, ο εμφύλιος πόλεμος δεν έγινε. Και όμως, τη ρήμαξε κι αυτή». Ακόμη: «δεν βολεύει κανέναν η αλήθεια για τον εμφύλιο, ιστορική ή λογοτεχνική» (Εκδ. Πατάκη, σ. 15 και 21).
Είναι γεγονός ότι ο Εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, μια τόσο οδυνηρή και ακραία ιστορική εμπειρία, έχει επηρεάσει τη λογοτεχνία και γενικότερα τα πνευματικά πράγματα στη χώρα μας σε έκταση και σε βαθμό μεγαλύτερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο ιστορικό γεγονός του 20ού αιώνα. Η λογοτεχνία, άλλοτε με στρατευμένο λόγο και άλλοτε με αποστασιοποιημένη ή στοχαστική ματιά, τοποθετήθηκε πρώτη στο θέμα του Εμφυλίου, αφήνοντας για πολλά χρόνια πίσω της την επίσημη Ιστορία. Το ίδιο άλλωστε συνέβη και με το Ολοκαύτωμα. Έχει, επίσης, εύστοχα ειπωθεί ότι ο εμφύλιος συνεχίστηκε στο ιδεολογικό πεδίο με όπλο τη λογοτεχνία: λογοτέχνες, κριτικοί και, φυσικά, αναγνώστες χωρίστηκαν σε αντίπαλα ιδεολογικά στρατόπεδα. Και μην ξεχνάμε πως, στο πλαίσιο του μετεμφυλιακού κράτους, η λογοτεχνία είχε μια πολύ σημαντική κοινωνική λειτουργία. Σε μια εποχή που υπήρχε σιωπή, λογοκρισία και πόλωση, το να μπορούν οι άνθρωποι, είτε γράφοντας είτε διαβάζοντας, να μιλήσουν για την εμπειρία τους και να μοιραστούν την οδύνη τους ήταν σπουδαίο πράγμα.
Σήμερα η λογοτεχνία μάλλον έχει χάσει αυτή τη λειτουργία. Σήμερα μπορούμε να μιλήσουμε για οτιδήποτε και να γράψουμε για οτιδήποτε. Κατά συνέπεια, ένα ερώτημα κυριαρχούσε από τη στιγμή που πήρα να διαβάσω το βιβλίο «Το χιόνι των Αγράφων» (εκδ. Κίχλη) του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη. Γιατί να γράψει κάποιος σήμερα ένα μυθιστόρημα για τον εμφύλιο; Και, ακόμη, γιατί να διαβάσει κάποιος σήμερα ένα βιβλίο για τον Εμφύλιο; Όταν επικοινώνησα με μερικούς φίλους και γνωστούς για να τους καλέσω στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου (στην Κοζάνη), διαισθάνθηκα την αμηχανία τους να έρθουν να παρακολουθήσουν μια παρουσίαση ενός βιβλίου με θέμα τον Εμφύλιο. Εβδομήντα τρία χρόνια μετά το (τυπικό) τέλος, ο Εμφύλιος ακόμη μας κάνει να νιώθουμε άβολα και ο διχασμός, που βιώσαμε ως έθνος, φαίνεται να έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια. Φοβάμαι ότι οι δύο αντίπαλες παρατάξεις ακόμη και σήμερα δεν μπορούν να βρουν κοινούς τόπους.
Η ανάγνωση ενός βιβλίου ξεκινάει κατά τη γνώμη μου από την προμετωπίδα, εάν και εφόσον υπάρχει. Έτσι και ο συγγραφέας μάς προετοιμάζει παραθέτοντας δύο αποσπάσματα από μαρτυρίες του Πέτρου Ανταίου (1920-2002), του κατά κόσμον Σταύρου Γιαννακόπουλου, ιστορικού στελέχους της Αριστεράς. Το πρώτο απόσπασμα προέρχεται από την έκδοση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (1948) με τίτλο ‘Ηρωική πορεία. Ταξιαρχία άοπλων Ρούμελης’ όπου εκεί η πορεία των άοπλων χαρακτηρίζεται ως ένα «λαϊκό διαμάντι στην ιστορία του απελευθερωτικού μας αγώνα» και το δεύτερο απόσπασμα από το βιβλίο «Μαρτυρίες για τον Εμφύλιο και την Ελληνική Αριστερά (Εστία, Γ’ Έκδοση, 2006) όπου μαρτυρεί ο Ανταίος ότι «…πάγωσαν τα παιδιά σαν νούφαρα και έμειναν στη λίμνη Κάρλα».
Πρώτη ύλη του βιβλίου είναι λοιπόν η πραγματική ιστορία της μαρτυρικής πορείας 1.300 απειροπόλεμων του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας, επιστρατευμένων από την ευρύτερη περιοχή των Αγράφων και της Θεσσαλίας. Η Ταξιαρχία Άοπλων Ρούμελης, όπως ονομάστηκε, η οποία συνοδευόταν από ένοπλα τμήματα, ξεκίνησε την πορεία στις 18 Φεβρουαρίου του 1948 από τα Άγραφα με προορισμό την ενίσχυση των δυνάμεων του Δημοκρατικού Στρατού στην «Ελεύθερη Ελλάδα», στα βουνά του Γράμμου, υπό την ηγεσία του Γιώργη Βοντίτσου ή Γούσια. Οι άοπλοι, για να φτάσουν στον προορισμό τους, έπρεπε να διανύσουν πεζή απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων, έχοντας να αντιμετωπίσουν το δριμύ ψύχος, το χιόνι, την ελλιπή προετοιμασία, την σχεδόν παντελή έλλειψη τροφής και τις συνεχείς επιθέσεις των δυνάμεων του Κυβερνητικού Στρατού. Στο τέλος της πορείας, μόνο το ένα τέταρτο της ταξιαρχίας κατόρθωσε να επιβιώσει και να φτάσει στον προορισμό του.
Το μυθιστόρημα είναι σπονδυλωτό, αποτελείται από έξι κεφάλαια. Κάθε κεφάλαιο στην ουσία είναι ένα αυτοτελές διήγημα, που αναδεικνύει μια διαφορετική φάση της πορείας και δομείται γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο. Έξι ιστορίες, έξι διαφορετικοί άνθρωποι, που ο καθένας συμμετέχει στην πορεία για τους δικούς του λόγους. Ο Κυριάκος Σιάτρας, 16 χρονών, για «να πολεμήσει για την ψυχή του πατέρα του» και να «βρει το δίκιο του», ο Χαράλαμπος Σουρούτσης, για να βρει εξιλέωση από το στίγμα του δηλωσία, ο Απόστολος Ουλιόπουλος, για να βρίσκεται κοντά στην παιδική του αγάπη, η Σωτηρία για να γλυτώσει από την ενδοοικογενειακή βία και τον βιαστή πατέρα της, ο Αβραάμ Πολυχρονίδης, για να παρηγορηθεί, μόνος αυτός επιζών, από τις σφαγές στο Μεσόβουνο Εορδαίας, και, τέλος, ο αξιωματικός του Δημοκρατικού Στρατού Γεωργιάδης, ο οποίος από αυταπάρνηση και αφοσίωση στο καθήκον φορτώνεται τις ευθύνες άλλων, γίνεται το εξιλαστήριο θύμα και καταδικάζεται σε θάνατο για προδοσία. Παρά τα διαφορετικά κίνητρα, αυτό που τους ενώνει είναι η λαχτάρα για μια καλύτερη, ελεύθερη και δικαιότερη κοινωνία όπου, όπως χαρακτηριστικά λέει ο συγγραφέας, «δεν θα υπάρχουν χωροφύλακες, πλούσιοι κεφαλαιοκράτες, πονηροί παπάδες και κακοί πατεράδες». Αυτό που τους ενώνει είναι η πίστη ότι είναι δυνατή μια τέτοια κοινωνία και ότι αξίζει να αφήσει κανείς τη βολή του και τους αγαπημένους του ανθρώπους για να αγωνιστεί γι’ αυτήν. Αυτό που, τέλος, τραγικά τους ενώνει είναι η διάψευση των ελπίδων τους.
Απέναντι στο ανιδιοτελές θάρρος των προσώπων αυτών, απέναντι στην αυτοθυσία τους, ακόμη και όταν διαπιστώνουν ότι έχουν προδοθεί, ο συγγραφέας τοποθετεί τον Γούσια, τον επικεφαλής της Άοπλης Ταξιαρχίας και υποστράτηγο του ΔΣΕ, η φιλοδοξία του οποίου να αναρριχηθεί στην κομματική γραφειοκρατία τον οδηγεί σε μια εμμονική υποστήριξη των απόψεών του, χωρίς να λογαριάζει τις απώλειες. Είναι συνεχείς οι αναφορές του συγγραφέα στην ακατανόητα αλαζονική και απάνθρωπη συμπεριφορά του Γούσια, που φροντίζει για τη δική του καλοπέραση σε βάρος των αθώων μαχητών και δεν διστάζει να εξουδετερώσει τον σύντροφό του, για να γλυτώσει ο ίδιος.
Ο θάνατος και το παράλογο του πολέμου αποδίδονται με τον ξεχωριστό τρόπο γραφής του συγγραφέα, που μεταμορφώνεται ανάλογα με το θέμα. Η γραφή είναι σκληρά ρεαλιστική, αγγίζοντας ορισμένες στιγμές τον μαγικό ρεαλισμό. Με μαεστρία χρησιμοποιούνται πολλαπλές εστιάσεις και διαφορετικοί αφηγηματικοί τρόποι. Η αφήγηση άλλοτε εκκινεί πριν από τα γεγονότα και άλλοτε μετά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αποδίδονται πιο ολοκληρωμένοι οι ανθρώπινοι χαρακτήρες καθώς και οι συνθήκες που επικράτησαν μετά. Γιατί γνωρίζουμε πόσο η χώρα ταλαιπωρήθηκε από τα πάθη και τους διχασμούς για πολλά χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου. Και ένα σημαντικό τμήμα της ‘λογοτεχνίας του τραύματος’ ασχολήθηκε με τις συνέπειες του Εμφυλίου στη ζωή των απλών ανθρώπων, που δεν έδρασαν οι ίδιοι κι, ωστόσο, υπέφεραν.
Όπως έχει ήδη επισημάνει η κριτική, το βιβλίο του Χατζημωυσιάδη συνομιλεί με εμβληματικά έργα της λογοτεχνίας του τραύματος: το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου (1974), το Πένθιμο εμβατήριο του Σωτήρη Πατατζή (1978) και, κυρίως, με το μυθιστόρημα του Πέτρου Ανταίου Η ελπίδα πάγωσε στις κορφές (1998). Στο βιβλίο αυτό ο Ανταίος αφηγείται το πώς βίωσε ο ίδιος, παλεύοντας ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, «την πιο απάνθρωπη και φονική πορεία του Εμφυλίου, με τη συγκλονιστική αναμέτρηση με τ’ αγριεμένα στοιχεία της φύσης, τα τανκς και τ’ αεροπλάνα, χιλίων τριακοσίων ξυπόλυτων και πεινασμένων άοπλων ‘μαχητών’. Πρόκειται, στην ουσία, όχι μόνο γι’ αυτή την πορεία στον όλεθρο της ‘Ταξιαρχίας αόπλων Ρούμελης’, αλλά και για τη μαρτυρική πορεία ολόκληρου του λαού στον Εμφύλιο, όπου τον οδήγησαν οι ισχυροί της Γης στο γεωπολιτικό τους ‘παιχνίδι’, αλλά και οι ιδεοληψίες και οι φανατισμοί, τα λάθη και τα πάθη του διχασμού, τα οποία μόνο η τίμια αναγνώριση των ευθυνών όλων, η συγγνώμη και η ρητή καταδίκη θα μπορούσαν να εξιλεώσουν…».
Σχολιάζει ο Δημήτρης Ραυτόπουλος: «γενικά, οι ευθύνες της Αριστεράς για τον εμφύλιο και τη διεξαγωγή του παραγράφονται σε μια περίεργη εξίσωση με τα ιδανικά της και, προπάντων, με το μαρτύριο των αγωνιστών της. Αυτή η ηθική ετεροδικία και το ταμπού μονιμοποιήθηκαν στη συνείδηση της αριστερής ιντελιγκέντσιας και του αριστερού κόσμου» (Εμφύλιος και λογοτεχνία, σ. 20). Ο Χατζημωυσιάδης αποφεύγει, ωστόσο, τη μονομερή τοποθέτηση και την αγιοποίηση. Παρά τις αριστερές του καταβολές, κατορθώνει να πάρει αποστάσεις και να κρατήσει μια έντιμη στάση απέναντι στο εμφυλιακό τραύμα. Εντάσσεται στη λογοτεχνική παράδοση μέσα στους κόλπους της Αριστεράς που αμφισβητεί την κομματική λογική και τις κομματικές μεθόδους. Επιλέγει το θέμα της Άοπλης Ταξιαρχίας για να μιλήσει για τον Εμφύλιο στο σύνολό του και να μεταδώσει ένα αντιπολεμικό μήνυμα. Το άδικο βρίσκεται παντού, μα πιο πολύ σε έναν αδελφοκτόνο πόλεμο, όπου καμιά πλευρά δεν μπορεί να πει πως έχει δίκιο. Και το ζητούμενο είναι η συμφιλίωση, όπως το έδειξε ο Δημήτρης Χατζής στους Ανυπεράσπιστους. Όπως το έκανε και ο Πατατζής βάζοντας την εξής αφιέρωση στο Πένθιμο διαβατήριο: «Αφιερώνεται σε όλους τους νεκρούς του πολέμου, φίλους και ‘εχθρούς’». Εχθροί μπορεί να είναι οι αντίπαλοι (δηλαδή οι δεξιοί) του Εμφύλιου αλλά μπορεί να είναι και οι εσωκομματικοί εχθροί.
Κλείνοντας, η λογοτεχνία, ως προνομιακό πεδίο σύγκλισης της ατομικής και της συλλογικής μνήμης, μπορεί να λειτουργήσει απελευθερωτικά. Και θεωρώ ότι αυτό το πετυχαίνει το βιβλίο. Ακόμη, η διαχείριση της μνήμης στο πεδίο της λογοτεχνικής αφήγησης βρίσκει έναν σπουδαίο εκπρόσωπο στο έργο του Χατζημωυσιάδη.
Η Ελένη Γερούση γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε αρχικά Κλασική Φιλολογία και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στον Τομέα Φιλοσοφίας του Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (MSc και PhD στη Φιλοσοφία). Εργάζεται στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως φιλόλογος και συμμετέχει τακτικά σε επιστημονικά συνέδρια. Συχνά παρεμβαίνει στον δημόσιο λόγο με ομιλίες και δημοσιεύσεις σχετικές με φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και ιστορικά θέματα.