Η γνωριμία μου με την περίπτωση της Μαρίας Καντ, ξεκίνησε από τις φωτογραφίες, που συναντούσα στο φβ . Απρόσμενες, ιδιαίτερες και πολύ δημοφιλείς. Συνοδεύονταν από κείμενα ελλειπτικά, πυκνά και ολιγόστιχα.
Προμηθεύτηκα το βιβλίο από την έκθεση στο Ζάππειο, όπου συνάντησα και την ίδια την δημιουργό. Εδώ ωστόσο δεν θα μιλήσω για τη δημιουργό, αλλά θα ασχοληθώ με το έργο, που μου αντιστάθηκε για καιρό. Ολόκληρο τον Χειμώνα και σχεδόν όλη την Άνοιξη, το είχα δίπλα στο κομοδίνο, το ξεφύλλιζα που και που, αλλά δεν με σήκωνε να με κουβαλήσει εκεί που υποψιαζόμουν ότι αγναντεύει.
Καθώς τελείωνε όμως η Άνοιξη με άφησε να το εξερευνήσω. Είχε ζεστάνει πια ο καιρός κι εγώ είχα αρχίσει τα …θειαφίσματα, για να συστήσω το «θειάφι» μου στο κοινό. Και τότε ήταν που ήρθε η ίδια η ποιήτρια να μου θυμίσει πάλι το κλειδί. Αυτό που κι εγώ δίδασκα χρόνια στους μαθητές μου. Μην προσπαθείς να καταλάβεις την ποίηση.
Τότε, ανάμεσα στα θειαφίσματα και την ηρεμία της επαρχίας, πήρα πάλι τη Stanza στα χέρια μου. Έξω ήλιος και ανθισμένα τριαντάφυλλα πλήθος. Ακόμη και πάνω στους πέτρινους τοίχους και στους φράχτες των χωραφιών φουντώναν και μοσχοβολούσαν. Με αυτό το εξωτερικό πανηγύρι, έφτασα στη σελ 25 του βιβλίου:
«Στις σκουριές του λαυρίου αριθ. 7
βότσαλα πετροβολούν έναν Ίκαρο
(κανείς δεν αμφισβητεί τις προθέσεις τους να παίξουν)
-ανώδυνα πέσε, τον ορμηνεύουν.
Έχει προηγηθεί ο ήλιος.»
Στην ίδια σελίδα με το ποίημα και η ασπρόμαυρη φωτογραφία που φέρει τον τίτλο: «Ίκαρος, Λαύριο, 2018» και απεικονίζει ένα φτερό (πιο πολύ με φτερωτή ομπρέλα μοιάζει) άσπρο, τη στιγμή που πέφτει στη θάλασσα. Από πάνω η σκιά του μαύρη στην αμμουδιά.
Άγνωστο πώς, άγνωστο γιατί, σ’ αυτή τη σελίδα, έγινε η επαφή. Δειλά στην αρχή διστακτικά, αλλά κάτι συνέβη. Το ένιωσα καθώς ο ήλιος έμπαινε ανεμπόδιστος από το παράθυρο και η θάλασσα στο βάθος λαμπύριζε.
Η ποίηση της Μαρίας Καντ, το διαπιστώνει εύκολα ο αναγνώστης, είναι πυκνή και απαιτητική. Δεν επιτρέπει βιαστική ή επιπόλαιη προσέγγιση. Περιστρέφεται γύρω από την ανατροπή και την αντίφαση. Αυτές φωτίζει και αναδεικνύει συστηματικά. Χωρίς βάρος, χωρίς μιζέρια, χωρίς διδακτισμό ή ευκολίες. Ας πάρουμε για παράδειγμα το ποίημα που ήδη ανέφερα στη σελίδα 25 και ας προσέξουμε τα ζεύγη: Σκουριές-ήλιος, πέσε-ανώδυνα, ενώ στη φωτογραφία τονίζεται η αντίθεση άσπρο – μαύρο. Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Η απρόσμενη αναφορά στον αριθ 7 (ιερός ή μήπως κάτι άλλο;) συνδέεται με το λαύριο, το οποίο γράφεται με μικρό γράμμα. Επίσης η ελαφράδα που δηλώνεται με το φτερό συμφωνεί με τη διάθεση για παιχνίδι, αλλά δεν παίζουν τα παιδιά όπως θα περίμενε κανείς. Παίζουν τα βότσαλα.
Ο απροσδόκητος συνδυασμός λέξεων και λεκτικών συνόλων δεν είναι κάτι καινούριο στην ποίηση. Ο υπερρεαλισμός τον εισήγαγε και τον καλλιέργησε συστηματικά. Εδώ όμως δεν πρόκειται μόνο γι αυτό. Το ποίημα εκμεταλλεύεται όλα τα σύγχρονα εργαλεία για να υπάρξει. Το προφανές ανατρέπεται από συνδυασμούς λέξεων, στίχων και εικόνων, τα οποία όλα εμπεριέχονται στο ίδιο ποίημα. Θα προσπαθήσω να το κάνω πιο σαφές αυτό, που εννοώ, παίρνοντας για παράδειγμα το ποίημα στη σελ 27: «το αυτοκίνητο που ζήλευε τα πλοία», κάτι σαν το τραγούδι του Μίλτου Πασχαλίδη «κάποτε γνώρισα μια λίμνη που ‘θελε να ‘ναι θάλασσα».
«Ούτε κατάλαβα ποτέ πώς βρέθηκα να τρέχω (εγώ, το σκαρί μου, η τροχήλατη σκέψη μου, ο μισθός μου και αυτός ο ορθός λογισμός μου) σε δρόμους με κλίσεις και κόμβους και μικρές λακουβίτσες – τι θα γίνετε όταν μεγαλώσετε, μας ρωτά η δασκάλα της πρώτης, τι θέλετε, διορθώνει – και στηθαία στοπ και λωρίδες εκτάκτου ανάγκης για τυχόν ατυχήματα ή κι ευτυχήματα, έκτακτα, πάντως, κι ετούτα,
εφόσον υπάρχει το κύμα.
Όπως αντιλαμβάνεστε, πρόκειται για την συνήθη περίπτωση ενός αυτοκινήτου μικρού κυβισμού που ζηλεύει τα πλοία αφόρητα, σχολίασε ο ειδικός.
-Συνήθη, είπε;
-Συνήθη.»
Η φωτογραφία στην ίδια σελίδα, μέρος κι αυτή του ποιήματος, είναι ένα τμήμα από πλεούμενο που μοιάζει με αυτοκίνητο σε φόντο επίπεδο ίσως αμμουδιά και στο βάθος η θάλασσα.
Εδώ δεν μπορώ να αποδώσω όλο τον πλούτο της σύνθεσης αυτής. Ο τίτλος, οι λέξεις, τα κενά ανάμεσα, η φωτογραφία, η τοποθέτησή της μέσα στη σελίδα, η σημείωση, η λεζάντα, η γραμματοσειρά, όλα επιλέγονται για να συντείνουν στον ίδιο στόχο. Και επίσης ο αναγνώστης μένει με την αίσθηση ότι και όσα δεν αντιλαμβάνεται κι αυτά είναι μελετημένα ώστε να προκαλούν το άρρητο.
Όλα συνομιλούν. Λέξεις, φωτογραφία, κείμενα που συμπληρώνουν, φωτίζουν, επεκτείνουν, αναιρούν…
Σε όλα τα ποιήματα παρατηρούμε αυτή την επιτυχή συνομιλία, όπως για παράδειγμα στις σελ 108 -9 «όλα σωστά τα πρόβλεψες» και «επιτέλους μετακινούμαι». Τίποτα δεν αφήνει στην τύχη η ποιήτρια, δημιουργώντας πολυτροπικά κείμενα με βάθος. Ακόμη και όσα δεν συνοδεύονται από φωτογραφία, οδηγούν τον αναγνώστη να προσέξει την απουσία της φωτογραφίας και να εστιάσει σε όσα οι λέξεις δείχνουν.
Το βιβλίο, όπως ανέφερα δεν είναι εύκολο. Όσο κι αν έχει καλαίσθητα οργανωθεί σε πέντε ενότητες κ σε προκαλεί να το φυλλομετρήσεις, όμως αντιστέκεται. Προσωπικά πέρασαν μήνες, για να μου ανοιχτεί. Και έφτασα στη σελ 95 για να βουρκώσω.
«Έξω από το σώμα το σώμα μου
Έξω από το σώμα το σώμα μου
Τρελαίνει τους τουρίστες
«Έκλειψη. Έκλειψη» φωνάζουν.
Κλικ.
Γύρω το τοπίο ειδυλλιακό.
Ωστόσο στον παρυδάτιο δρόμο της λίμνης Leman, Louise ή και των Κύκνων μια φοιτήτρια της δραματικής κρατάει ένα άδειο ποτήρι νερού και προβάρει ένα κείμενο που τελειώνει με τη φράση «Απέβαλα πάλι»».
Παραθέτω ένα ακόμη ποίημα, από την ίδια ενότητα, (ΥΠ)ΑΚΟΥΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ, σελ. 99. την ενότητα που με άγγιξε πολύ:
«Τι θα φιλούν με το σώμα τους τώρα;
Ήταν ένα ωραιότατο κενό – κενό αέρος, κενό μνήμης, κενό μνημείο, κενό δωμάτιο, κενό κρεβάτι, κενό απόγευμα, κενό γράμμα, κενό επιχείρημα, κενό ανάμεσα στα δόντια, κενό ανάμεσα στα πόδια, κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας, κενό σύνολο, κενό ανάμεσα σε πόρτες στις δημοσιές (φήμες θέλουν ζευγάρια και άλλους αυτόχειρες να περνάν από κει για θωπείες και άλλα ηδύποτα), ένα ωραιότατο επαναλαμβάνω,
κενό,
που γέμισε.
Κάποιοι ανίδεοι
(ιστορικοί, ποιητές και άλλοι δεξιοτέχνες),
Θα βλαστημήσουν την ώρα και τη στιγμή.
Τι θα φιλούν με το σώμα τους τώρα;»
Η φωτογραφία εδώ είναι μέρος από συρματόπλεγμα σε χωράφι και μια πόρτα σιδερένια με τον τίτλο: «Πόρτες σε δημοσιές, Σκύρος, 2018».
Το εγχείρημα της Μαρίας Καντ είναι εξαιρετικό και αποτελεί νομίζω, σπουδή για την ποίηση στην εποχή της εικόνας. Η αποκωδικοποίηση απαιτεί σίγουρα δεξιότητες οπτικού γραμματισμού, τον οποίο και καλλιεργεί, ενώ τα πολυτροπικά κείμενά της, προσφέρονται για τη μελέτη του είδους.
Άλλωστε, Stanza θα πει στροφή. Και ο συνειρμός με μια άλλη «Στροφή» του 1931, που σηματοδότησε την αρχή του μοντερνισμού, όπως λένε οι γραμματολογίες, είναι αναπόφευκτος.