Ο ανθρωπάκος ίσιωσε την ταμπέλα με το ΠΩΛΕΙΤΑΙ που είχε γείρει, καθώς έκλεινε με το λουκέτο την καγκελόπορτα του κήπου. Τότε μόνο πρόσεξε το σκύλο. Όση ώρα φόρτωνε τα τελευταία πράγματα του σπιτιού, ο σκύλος παρακολουθούσε καθισμένος στα πίσω πόδια του. Τώρα όμως είχε σταθεί ακριβώς πλάι του, λες και περίμενε κάτι. Προχώρησε προς το φορτηγό τινάζοντας τις σκόνες απ’ το στραπατσαρισμένο μπουφάν του. Ο σκύλος τον ακολούθησε. «Φύγε!». Είχε μόλις προλάβει να μπει πρώτος στο φορτηγό και να κλείσει την πόρτα του οδηγού. Το σκυλί ήταν έτοιμο να πηδήξει μέσα. Έβαλε μπρος τη μηχανή. Καθώς το παλιό φορτηγό άρχισε να κινείται, είδε από το καθρεφτάκι το σκύλο να τρέχει πίσω του. Ύστερα η κυκλοφορία πύκνωσε, κάποιοι θα πρέπει να είχαν πληρωθεί την τελευταία στιγμή και τώρα, παραμονή Χριστουγέννων, βιάζονταν να κάνουν τα ψώνια τους· το χιονόνερο έκανε το δρόμο γλιστερό, ο ανθρωπάκος δεν ξανακοίταξε πίσω του, έπρεπε να προσέχει το δρόμο μπροστά του. Το σκυλί συνέχισε για λίγο ακόμη να τρέχει πίσω απ’ το φορτηγό μέχρι που, τρομαγμένο απ’ τα κορναρίσματα των άλλων αυτοκινήτων, τραβήχτηκε στο πεζοδρόμιο, λίγο ακόμη και θα το ’χε χτυπήσει κάποιο. Είχε λαχανιάσει απ’ το τρέξιμο, συννεφάκια αχνού έβγαιναν απ’ την ανάσα του στον παγωμένο αέρα. Γύρισε και πήρε το δρόμο πίσω για το σπίτι με το ΠΩΛΕΙΤΑΙ στην καγκελόπορτα. Ήταν το σπίτι του. Όταν έφτασε, είχε σουρουπώσει. Το σπίτι ήταν σκοτεινό, άδικα θα γάβγιζε να του ανοίξουν, εκεί μέσα δεν κατοικούσε πια κανείς. Ο ανθρωπάκος με το φορτηγό είχε πάρει τα τελευταία πράγματα του σπιτιού, όμως ο σκύλος μάταια περίμενε να είναι ανάμεσά τους. Τώρα έτρεμε «σαν σκύλος» μπροστά στην κλειστή καγκελόπορτα. Έκανε κρύο. Στο δρόμο ερημιά. Ο σκύλος θα έλεγε πως ήταν ολομόναχος εκεί πέρα, αν δεν αναβόσβηναν τα φωτάκια στα παράθυρα του αντικρινού σπιτιού και στα κλαδιά των δέντρων του κήπου του. Ένα ταξί σταμάτησε μπροστά, κάποιος βγήκε κουβαλώντας σακούλες με ψώνια και μπήκε βιαστικά μέσα. Οι γείτονες είχαν επιστρέψει. Ο σκύλος κοίταξε στο βάθος του δρόμου. Όμως δεν φαινόταν κανείς. Είχε νυχτώσει πια κι εκείνος πεινούσε και κρύωνε. Μα πού ήταν τα αφεντικά του; Κι εκείνος ο άνθρωπος γιατί τον είχε κλειδώσει έξω; Ο σκύλος κουλουριάστηκε στις βρεγμένες πλάκες μπροστά στην έρημη καγκελόπορτα. Τον είχαν αφήσει για να φυλάει το σπίτι λοιπόν; Άδειο σπίτι; Το παλιό φορτηγό είχε βγει πια στον περιφερειακό δρόμο. Εκεί η κυκλοφορία δεν ήταν τόσο πυκνή, ο οδηγός, ο ανθρωπάκος με το σκονισμένο μπουφάν, μπορούσε να χαλαρώσει λίγο. Και τότε ξαφνικά, λες και παραφύλαγε κρυμμένος σε κάποια γωνιά του μυαλού του, εμφανίστηκε ο σκύλος. Σα να τον έβλεπε μπροστά του, την ώρα που κλείδωνε την καγκελόπορτα, πώς κοίταζε μια εκείνον μια το φορτηγό! Κι ύστερα, καθώς έτρεχε ξοπίσω του… «Ακούς εκεί, να φύγουν και να παρατήσουν το σκύλο τους» σκέφτηκε. «Ακόμη και για τις παλιατσαρίες τους βρήκανε λύση με το αζημίωτο, αλλά για το ζωντανό τίποτε. Θα μου πεις, όταν κυνηγάνε κάποιον τα χρέη…». Ο ανθρωπάκος χτύπησε το τιμόνι με τη βρόμικη παλάμη του. «Μωρέ μπράβο, τους δικαιολογείς;» μάλωσε τον εαυτό του. Ο ίδιος είχε κουβαλήσει κάποια απ’ τα πράγματα του παλιού σπιτιού στο διαμέρισμα όπου είχαν μετακομίσει τα αφεντικά του σκύλου. Δεν ήταν σαν τη μονοκατοικία βέβαια, αλλά έμοιαζε να ’χουν βολευτεί, μονάχα ο σκύλος τους δεν είχε θέση εκεί, ήταν ένα ακόμη χρέος γι’ αυτούς, από κείνα που δεν σκόπευαν να πληρώσουν. «Α, τους άχρηστους, δεν έχουν στάλα φιλότιμο!». Ο ανθρωπάκος έφτυσε τις λέξεις ανάμεσα στα δόντια του. «Με τι ψυχή θα κάνουν Χριστούγεννα;». Μπροστά του είδε την πινακίδα που έλεγε πως σε λίγο έπρεπε να στρίψει για το κέντρο της πόλης. Θα ξεφόρτωνε τα πράγματα στο «Παλαιοπωλείον η Νοσταλγία» κάτω απ’ την Ακρόπολη και μετά κατευθείαν στο σπίτι του, παραμονή Χριστουγέννων, έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι νωρίς, τον περίμεναν και τα παιδιά, όμως προηγουμένως είχε να παραδώσει κάτι. Ένα «δώρο χριστουγεννιάτικο». Ο ανθρωπάκος πάτησε το γκάζι, η πινακίδα για το κέντρο της πόλης χάθηκε πίσω του. Στο επόμενο φανάρι έκανε αναστροφή. Το παλιό φορτηγό έτρεχε τώρα κάνοντας τον ίδιο δρόμο προς τα πίσω. Στα φανάρια του περιφερειακού τα χριστουγεννιάτικα στολίδια ξεχώριζαν θαμπά. Οι υαλοκαθαριστήρες δούλευαν διώχνοντας, αντί για χιονόνερο, χιόνι. Το χιόνι είχε αρχίσει να στρώνεται στους δρόμους όταν μπήκε στο προάστιο. Τα κίτρινα φώτα του φορτηγού χάραζαν την ομίχλη που είχε απλωθεί τριγύρω. «Φτάνει να μην τον χτύπησε κανένα από τα αυτοκίνητα καθώς έτρεχε ξοπίσω μου». Ο ανθρωπάκος έψαχνε με το βλέμμα τούς έρημους δρόμους. Τώρα μαζί με το θυμό για τα αφεντικά του σκύλου είχαν έρθει να προστεθούν και οι ενοχές. «Δεν έπρεπε να τον παρατήσω το φουκαρά» σκέφτηκε. Τον είδε αμέσως. Ένα απ’ τα φανάρια του δρόμου φώτιζε την καγκελόπορτα με το ΠΩΛΕΙΤΑΙ. Ο σκύλος ήταν εκεί, κουλουριασμένος μέσα στο κρύο. Πάνω στην καφετιά γούνα του το χιόνι είχε φτιάξει μια λεπτή κρούστα από παγωνιά. Το φορτηγό σταμάτησε μπροστά του. «Έλα, πάμε στα αφεντικά σου. Δώρο χριστουγεννιάτικο· κι αν έχουν έστω και μια σταλιά φιλότιμο, θα σε κρατήσουν». Ο σκύλος σηκώθηκε τεντώνοντας την παγωμένη ράχη του. Έριξε μια ανήσυχη ματιά τριγύρω μυρίζοντας τον κρύο αέρα. Ο ανθρωπάκος τον κοίταζε διστακτικά από την ανοιχτή πόρτα του συνοδηγού. Ήταν μεγάλος σκύλος και νύχτα τριγύρω, ξαφνικά τον φοβήθηκε. Ο σκύλος πλησίασε και πήδησε μέσα στο φορτηγό – κουβαλώντας την παγωνιά του δρόμου μαζί του. Ο ανθρωπάκος βιάστηκε να κλείσει ξανά την πόρτα. Τώρα ήταν πολύ κοντά κι οι δυο. Η μουσούδα του σκύλου πλάι στο αυτί του. Ο ανθρωπάκος ένιωθε την ανάσα του. Ξαφνικά ένιωσε το πόδι του σκύλου να αγκαλιάζει το χέρι του. Χρόνια στην πιάτσα και πρώτη φορά έβλεπε κάτι τέτοιο. Αγκαλιάζουν και τα σκυλιά; Αυτό δεν του το ’χε πει ποτέ κανείς. Τώρα ήξερε, αγκαλιάζουν! Κοίταξε το σκύλο. Τον κοίταζε κι αυτός μέσα στα μάτια. Σαν άνθρωπος! «Δεν τους αξίζεις, φίλε!» είπε ξαφνικά και σκεφτόταν τα αφεντικά του. Σίγουρα δεν είχαν προσέξει ποτέ το βλέμμα του σκύλου τους. Κρίμα, αυτοί έχαναν. Ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει. Κι εκείνοι δεν άξιζαν όχι το σκύλο τους για «δώρο χριστουγεννιάτικο», αλλά δεκάρα τσακιστή! Κάτω απ’ το κάθισμα του οδηγού υπήρχαν δυο σακούλες με δώρα. Η καθεμιά έκλεινε με κορδέλες από χρυσόχαρτο. Ο ανθρωπάκος είχε νοιαστεί να αγοράσει από νωρίς τα χριστουγεννιάτικα δώρα των παιδιών του. Δεν είχε χρυσόχαρτο για να στολίσει το τρίτο δώρο που θα τους πήγαινε, αλλά δεν πείραζε και τόσο, αφού και το ίδιο το δώρο που είχε στριμωχτεί δίπλα του μάλλον δεν θα το εκτιμούσε ιδιαίτερα. Άπλωσε το χέρι και χάιδεψε το κεφάλι το σκύλου. «Δεν τις κάνεις κέφι εσύ τις κορδέλες, ε;» είπε κλείνοντάς του το μάτι. «Το λοιπόν, αφήνουμε τα πράγματα στο μαγαζί και μετά σπίτι μας γρήγορα. Χριστούγεννα αύριο, τα παιδιά περιμένουν, άσε που μου φαίνεται πως πεινάμε κι οι δυο». Ο ανθρωπάκος χαμογέλασε καθώς πατούσε το γκάζι. Στην έρημη αυλόπορτα με το ΠΩΛΕΙΤΑΙ το χιόνι σκέπαζε σιγά σιγά τον άδειο τόπο που είχε αφήσει ο σκύλος πίσω του.
Το διήγημα προέρχεται από τη συλλογή Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων η οποία εκδόθηκε το 2013 από τα εκπαιδευτήρια ΓΕΙΤΟΝΑ και τα έσοδα από την πώληση του βιβλίου διατέθηκαν για την ενίσχυση του Ελληνορθόδοξου Δημοτικού Σχολείου Αγίων Θεοδωρων στην Ίμβρο.
Εύγε. Πολύ συγκινητικό και απόλυτο δεμένο με το πνεύμα κ ύφος των Χριστουγέννων…