ΤΑ ΨΑΡΙΑ, Ο ΝΕΡΟΧΥΤΗΣ, ΟΙ ΓΑΤΕΣ
Η σακούλα με τα ψάρια ακουμπισμένη στον έξω νεροχύτη- της αυλής- να μη λερωθεί ο μέσα, να μη μυρίσει η κουζίνα ﮲η κουζίνα, η καθαρή, με τα πανάκια microfiber για τέλειο καθάρισμα.
«Θα προτιμούσα όχι» ήρθε αυτόματα στο νου μου η αμίμητη απάντηση του Γραφέα του Μέλβιλ και είπα να τα αφήσω εκεί ﮲αλλά οι γάτες της γειτονιάς καραδοκούν κι ο ήλιος θα τα ψήσει πριν την ώρα τους. Και την ώρα εκείνη βαριόμουν απερίγραπτα να τα καθαρίσω ﮲οι δυνατότητες να χαρώ τη μέρα μού φάνταζαν τόσο ελκυστικές! Και παραβλέποντας την ομορφιά της φύσης (θα μπορούσα να σας αφηγηθώ γλαφυρά τις λεπτομέρειες) -ένας ολοκληρωμένος πίνακας ζωγραφικής-θα προτιμούσα, ναι, να χαζεύω το εξώφυλλο από το βιβλίο που διάβαζα ή τις μύγες που στήνονταν έξω από τη σίτα-πανέτοιμες για να προλάβουν να χωθούν μέσα στο σπίτι με το παραμικρό άνοιγμα. Θα προτιμούσα ακόμα να κλείσω τα μάτια και να φανταστώ τις ζωές που δεν έζησα ή μάλλον τις ιστορίες που δεν αφηγήθηκα. Κι ακόμα περισσότερο θα προτιμούσα να χαϊδεύω το λευκό τρίχωμα του Αλήτη, έτσι λείο και μεταξένιο καθώς είναι.
Πώς να χαϊδέψεις όμως τα ψάρια; Μόνο να ξύσεις τα λέπια μπορείς. Σηκώθηκα για να κάνω αυτό που μπορούσα- όχι αυτό που προτιμούσα. Πήρα το σχετικό εργαλείο για το ξελέπισμα- μετά είδα ότι δε χρειαζόταν. Με την κόκκινη ποδιά και το σουρωτήρι στάθηκα μπρος στο νεροχύτη κι άνοιξα τη βρύση σιγανά για να μην πιτσιλίζω ολόγυρα. Οι πιτσιλιές από βρώμικο νερό και αίμα μου δίνουν στα νεύρα. Νεύρα όμως δεν είχα σήμερα, μια χαρά ξαπλωμένη με τον καφέ και το βιβλίο μου περνούσα το πρωινό και σχεδίαζα να φάμε σαλάτα και μια ομελέτα. Οι σαλάτες στην ηλικία μας απαραίτητες για να χορταίνουμε και να μην τρώμε πολλά ψωμιά. Και μόνο ένα μαύρο ψωμί ζήτησα να μου φέρει σήμερα, τίποτε άλλο. Πήρα μία μία τις σαρδέλες και άρχισα να πετάω τα εντόσθια, τα βράγχια, τα λέπια και να τις αφήνω στο σουρωτήρι. Ήταν μεγαλούτσικες κι είπα θα ψηθούν καλά μαζί με το κεφάλι. Και λέγοντας αυτά ξάφνου ένιωσα το κεφάλι μου να διογκώνεται- κάπως έτσι ξεκινάει ο πονοκέφαλος. Μετά από τις πρώτες που καθάρισα ήρεμα άρχισαν τα πόδια μου να πατάνε βίαια κάτω λες κι ένα πετραδάκι κάτω από την καμάρα του πέλματος με ενοχλούσε και τα χέρια μου να δουλεύουν πιο νευρικά. Ποιος σου είπε ότι μπορείς να παίζεις με τα νεύρα μου; Επειδή είμαι της υπομονής άνθρωπος ; Αν βαρέθηκα να είμαι νοικοκυρά, μαγείρισσα, καλή γυναίκα, καλή μαμά; Έκοψα με βία το κεφάλι της επόμενης σαρδέλας και το πέταξα μακριά να δω αν πήραν μυρωδιά οι γάτες. Απλώς έστριψα το κορμί μου χωρίς να ξεφύγουν τα πέλματα από τις θέσεις τους που τις διεκδικούσαν πατώντας με δύναμη σα νά ΄θελαν να μείνουν εκεί βιδωμένα. Οι γάτες ήταν ήδη εκεί στον μαντρότοιχο ﮲σαν έτοιμες από πάντα για κάθε τέτοια πρόκληση. Έφαγαν κι οι τρεις από ένα κεφάλι πάνω στη μάντρα μιας και ο σκύλος μας τις κυνηγούσε όταν κατέβαιναν. Και να με κυνηγούσε ο χρόνος δε θα αποκεφάλιζα με τόση μανία και ταχύτητα τις σαρδέλες -παρότι πολύ μ΄άρεσαν ανέκαθεν. Τις παραγγέλναμε πάντα ψητές στα ταβερνάκια τα καλοκαίρια ﮲ πάνω στο κύμα τραπέζι ξύλινο- όχι πλαστικούρα-και ψάθινες καρέκλες να χώνονται στα βότσαλα κι εμείς ξυπόλητοι να χώνουμε τις πατούσες στην άμμο, ξένοιαστοι και χαλαροί για λίγες μέρες μακριά από όλα, στην αντηλιά, στο ζεστό αεράκι, στην αρμύρα. Σα να χαλάρωσε ο πονοκέφαλος κι άρχισα σε αργό ρυθμό να χαϊδεύω σχεδόν τις σαρδέλες και να μη τους κόβω το κεφάλι, τι μου φταίνε κι αυτές. Και ποιος σου είπε να τις καθαρίσεις, μπορώ κι εγώ- θα μου πει. Έλα όμως που θέλω να τελειώνω μια ώρα αρχύτερα ό,τι έχω μπροστά μου χωρίς να περιμένω. Πάντα περίμενα διεκπεραιώνοντας κάτι -αδιάφορο μεν αναγκαίο δε- ότι θα έχω τον επόμενο χρόνο δικό μου για κάτι άλλο, για μένα. Δεν μπορούσα τις εκκρεμότητες , τις αναβολές, τις καθυστερήσεις.
Τώρα, σα να έχω καθυστερήσει και πρέπει να τελειώνω. Τοκ τοκ ο πονοκέφαλος πάλι χτυπάει την πόρτα στο κεφάλι μου και η τελευταία σαρδέλα πέφτει κάτω στο τσιμέντο ανάμεσα στα πόδια μου. Τα πέλματα δεν κινούνται για να μη την πατήσουν -που δε γίνεται άλλωστε έτσι όπως είχαν βιδωθεί σε διάσταση. Αποβλακωμένη, μένω σκυμμένη να την κοιτάζω﮲μου φαίνεται αλλιώτικη, πολύ πιο ασημένια κι αστραφτερή από τις άλλες . Ανοιγοκλείνω τα μάτια να βεβαιωθώ﮲ναι, όχι μόνο είναι αλλά μου χαμογελάει κιόλας ειρωνικά. Θα της απαντούσα με ειρωνεία μα κάτι σαν σεισμός μεσολαβεί. Σα βούλιαγμα του εδάφους υπόκωφο, αργό αλλά ύπουλο ﮲ τα πόδια μου βυθίζονται σε κινούμενη άμμο ﮲ τρομάζω και κρατιέμαι από το νεροχύτη με τα δυο χέρια για να μη με ρουφήξει η τρύπα ﮲αστείο πράγμα αλλά αιωρούμαι όπως σε μονόζυγο. Η ασημένια σαρδέλα χοροπηδάει και σαν λυγερή αθλήτρια φτάνει με μιας πάνω στο νεροχύτη μπροστά στα μάτια μου ﮲τώρα μου χαμογελάει αλλιώς, συμπονετικά και μετά αποφασισμένη πέφτει μέσα στο σουρωτήρι. Ξεπλένω τα χέρια, σκουπίζομαι και αφήνω το σουρωτήρι με τα ψάρια στον μαντρότοιχο.
Το βιβλίο με περίμενε ανοιχτό.