Η ΚΟΤΣΙΔΑ
Καθώς γλιστρούσε πάνω στο λεπτό φόρεμα για να πέσει μαλακά στο πάτωμα
σκεφτόταν την δίδυμη αδελφή της να πονάει στον χωρισμό
και πώς θα απομείνει μόνη εκεί στην κορυφή
κι η μοναξιά δεν αντέχεται εκεί στα ψηλά
ενώ στα χαμηλά- βλέπει τώρα- είναι αλλιώς
ένα ζεστό χαλί να ακουμπάει μια γάτα δίπλα της να χαζεύει
βιβλία χαρτιά καλύτερα εδώ από κει πάνω
αλλά πώς θα βλέπει την αδελφούλα της που τόσα χρόνια
δίπλα δίπλα αγαπημένες έλεγε η μια στην άλλη τα μυστικά της
αν ήταν λυμένη μπερδεμένη χαλαρή σφιχτοδεμένη
γελούσαν θύμωναν κουτσομπόλευαν μέσα στο σπίτι
κι έξω στις βόλτες έπαιρναν τον αέρα τους χαρούμενες
τρελαίνονταν να κοιτάνε γύρω κόσμο παιδιά σκυλιά δέντρα μαγαζιά
να χοροπηδάνε μαζί άλλοτε να ξαπλώνουν ήρεμα
να τις χαϊδεύουν να τις φροντίζουν να τις στολίζουν
ένα δάκρυ έσταξε κι είδε τη γάτα να χοροπηδάει ξαφνιασμένη πιο πέρα
καθώς έπεσε στην άσπρη ράχη της κάτι που γλίστρησε μαλακά δίπλα της
εδώ είμαι αδελφούλα μου μην κλαις
μύθος θα γίνουμε και δε θα μας ξεχάσουν
(για όσες κοτσίδες θυσιάστηκαν στον βωμό της Ποίησης )