Σηκώθηκε το πρωί με πολύ όρεξη για βόλτα. Θα έπαιρνε ένα βιβλίο και θα πήγαινε στο αγαπημένο μέρος. Έφτιαξε στα γρήγορα καφέ να πιει, κάπνισε και κάνα δυο τσιγάρα βιαστικά, ντύθηκε απλά, πήρε το βιβλίο που ήθελε και βγήκε σφυρίζοντας, για να μπει στο αυτοκίνητο. Ήταν αποφασισμένος πως τίποτα δεν θα του χαλούσε τη σημερινή μέρα. Μάλιστα σκεφτόταν να κλείσει και το κινητό ώστε κανένας να μην τον ενοχλήσει. Άλλωστε κανείς δικός του δεν ήταν άρρωστος και τις όποιες δουλειές του τις είχε τακτοποιήσει από την προηγούμενη. Η σκέψη του στάθηκε φευγαλέα σ’ Εκείνη, όμως ήταν απίθανο να του τηλεφωνήσει μετά τον τελευταίο τους καυγά. Έδιωξε τη σκέψη και συνέχισε να οδηγεί μέχρι που μπήκε στην Ιερά Οδό, είχε κίνηση μα δεν τον απασχολούσε καθόλου. Το μόνο που ένιωθε ήταν ένα αίσθημα άγριας χαράς και σχεδόν ιερής αγωνίας να φτάσει εκεί.
Αναθυμόνταν όλες τις φορές που πήγαινε στο Ιερό, σε χαρές και σε λύπες, για να μένει μόνος του και να βιώνει κάθε συναίσθημα στην πληρότητά του. Ήξερε πως ήταν περίεργος άνθρωπος και δύσκολα μπορούσε κάποιος να τον ανεχτεί, το καταλάβαινε, μα έτσι είχε συνηθίσει χρόνια ολόκληρα κι αυτό δημιουργούσε προβλήματα στις σχέσεις του. Κάθε χωρισμός είχε την ίδια επωδό…
Μ’ Εκείνη άρχισε ν’ αλλάζει χωρίς καν να του το ζητήσει κι αυτό γιατί πολύ απλά γνωρίστηκαν στο ίδιο μέρος. Λες κι έδιναν ραντεβού για ένα διάστημα, συναντιόντουσαν την ίδια πάντα ώρα κοντά στον αρχαίο Ναό. Ακόμη και στην αργοπορία πάλι συντονισμένοι ήταν. Μέχρι που κάποια στιγμή αποφάσισε να της μιλήσει. Ένα απλό καλησπέρα την ώρα που έφταναν στον περίβολο ταυτόχρονα ήταν αρκετό για να ξεκινήσει μια κουβέντα που κράτησε μέχρι που σκοτείνιασε και τους ειδοποίησε ο φύλακας. Αποφάσισαν να τη συνεχίσουν πηγαίνοντας για φαγητό σ’ ένα γνωστό ταβερνάκι με θαλασσινά και πάλι, έφυγαν τελευταίοι από εκεί δίνοντας ραντεβού για έναν καφέ στην Αθήνα. Τον είχαν συναρπάσει οι γνώσεις της γύρω από τα Μυστήρια, ο τρόπος που μιλούσε, φαινόταν σαν μετενσάρκωση της Περσεφόνης ή της Δήμητρας ή, χωρίς υπερβολή, και των δυο μαζί!
Μ’ αυτές τις σκέψεις έφτασε και πάλι στον ιερό χώρο της Ελευσίνας. Ένιωθε δέος, όπως κάθε φορά, αλλά κι αυτή τη μυστήρια αγωνία. Πάντα όταν βρισκόταν εδώ χανόταν στους συλλογισμούς του για τον χρόνο και το φως. Για τον θάνατο και τη σχέση του με τον χρόνο αλλά και την καταλυτική παρουσία του Φωτός ως άκτιστο, μη απτό, ως κάτι χωρίς προέλευση. Ο χρόνος…ένα μυστήριο που προσπαθούν να εξηγήσουν οι επιστήμονες με εξισώσεις και νόμους αγνοώντας πως είναι ισχυρότερος απ’ αυτούς, σκεφτόταν κοιτάζοντας γύρω του. Ο θάνατος, πιο μεγάλο μυστήριο που για τη λογική καταργεί τον χρόνο, τον σταματάει. Κι αν δεν τον σταματάει; Κι αν ο χρόνος συνεχίζει να υφίσταται και κατά τον θάνατο κάποιου; Προβληματιζόταν μ’ αυτά τα ίσως ανούσια για κάποιον άλλο αλλά, βασανιστικά για εκείνον. Και το άκτιστο Φως των Μυστών; Εντός ή εκτός χρόνου το έβλεπαν; Ο θάνατος είναι μια άχρονη πραγματικότητα; Η φθορά; Ανήκει μόνο στην ύλη; Η αιωνιότητα τι είναι; Καταργημένος, σταματημένος ή ανύπαρκτος Χρόνος; Και τότε πώς κάτι που έζησε εν Χρόνω μεταβαίνει σε μια κατάσταση όπου ο Χρόνος δεν έχει τον πρώτο λόγο; Ο Χρόνος δηλαδή αφορά μόνο στη φθορά; Και το Φως; Πού ήταν πέρα απ’ τη φθορά; Πώς το έβλεπαν;
Όλη η ζωή του, η σκέψη του, η κρυφή του μελέτη αναλωνόταν σε αυτά τα ερωτήματα που πολλές φορές τον απέλπιζαν και τον οδηγούσαν σε μηδενιστικές σκέψεις, ισοπεδωτικές. Έτσι κι αυτή τη μέρα, δεν κατάφερε ν’ αποφύγει τη μέγγενη των άσκοπων σκέψεών του, εγκλωβίστηκε κι έχασε κάθε διάθεση να τριγυρίσει στο χώρο και να μείνει να διαβάσει κάτω από κάποιο δέντρο, όπως ήταν η αρχική του σκέψη. Πάλι τον έπνιξαν ο Χρόνος κι ο Θάνατος. Έμεινε μετέωρος. Θέλησε να φύγει σχεδόν σαν κυνηγημένος, για να γλιτώσει απ’ όσα τον βασάνιζαν χρόνια τώρα. Όλη η φιλοσοφία του, η αγωνία του εστιαζόταν σ’ αυτά τα ερωτήματα. Μεταφυσικός και παράξενα ορθολογιστής πάλευε να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση στη λογική του. Δεν είχε. Στράφηκε να φύγει και τότε την είδε, έκπληκτος παρατήρησε πως τοποθετούσε στο χάσμα του Πλουτωνείου, στη μικρή εκείνη σχισμή, καρπούς, λουλούδια μαζεμένα από γύρω και κάτι που δεν καταλάβαινε.
Έτρεξε κοντά της. Εκείνη τον κοίταξε σιωπηλή. Είχε βάλει και στάχυα. Άκουσε τη φωνή της να λέει: «Για την Κάθαρση και το Φως..». Κοιτάχτηκαν σιωπηλοί κι αποχώρησαν προς άγνωστη κατεύθυνση.
Η Λένη Ζάχαρη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Θεολογία και Ιστορία στο ΕΚΠΑ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Να με λες Ελένη", από τις εκδόσεις Λέμβος. Αρθρογραφεί στο Περί ου.