Στην έρημο των αδιεξόδων
Οι άνθρωποι φοβούνται να μιλήσουν για ό,τι τούς πονάει. Ανοίγονται ρωγμές στη ψυχοσύνθεση της ύπαρξής τους που πιθανώς να μην μπορούν να διορθωθούν. Οι ιστορίες που διαβάζουμε έχουν την ασφάλεια της απόστασης, καθώς δεν εγκιβωτίζεται σε αυτές άμεσα η ταυτότητά μας. Μιλώντας σε άλλους προδίδουμε τη δική μας εκδοχή των γεγονότων, αναμοχλεύουμε τα λάθη μας. Η εξημέρωση των ανθρώπινων παρορμήσεων είναι σπουδαίο έργο του πολιτισμού και συνάμα μια θλιβερή οδύνη που βιώνουμε στην κοινωνία. Οι άνθρωποι ως ήρωες λογοτεχνικοί μοιάζουν αβοήθητοι στην ασύγκριτη γοητεία του λάθους, διότι ακούσια όλοι γινόμαστε παραβάτες της δικαιοσύνης.
Στη Φυσιογνωμία, Αλλοιωμένη Αλήθεια υπάρχει διάχυτη η αίσθηση του κοινωνικού περιορισμού. Σε αντίθεση με το κλασσικό μοτίβο της αστυνομικής λογοτεχνίας, το άγχος του κεντρικού πρωταγωνιστή, του Πέτρου, τον υποκινεί και τον καθοδηγεί στην εξιλέωση ή ακόμα και σε μια λαχτάρα για εκδίκηση. Το ψυχολογικό υπόβαθρο της αφήγησης μεταφέρει «πιστά» τη σιωπηλή πτυχή ιστοριών από πρόσωπα που δειλά εμπιστεύονται,μιλούν λακωνικά και περιορισμένα αλληλοεπιδρούν με το περιβάλλον τους.
Στο βιβλίο του Νίκου Τουμαρά μεταφέρονται διεξοδικά οι συζητήσεις από την πλευρά του κεντρικού ήρωα που μονοπωλεί το ενδιαφέρον και διαπλάθει ένα έγκλημα με πολλούς υπαίτιους. Ο ήρωας πολιορκείται συστηματικά από τις σκέψεις του και χάνεται σταδιακά όλο και περισσότερο στη ψευδαίσθηση της πραγματικότητας. Χωρίς προειδοποίηση και σχετικά άτσαλα ο Πέτρος δομεί την πλάνη του προσώπου του, μεταμορφώνοντας τις δυσδιάκριτες αποχρώσεις ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι.
«Ίσως να ξεκίνησε αυτό το εγχείρημα περισσότερο ως νυχτερινή μου προσωπίδα, μια δικλίδα ασφαλείας, ούτως ώστε να βγαίνω έξω δίχως να με αντιλαμβάνεται κανείς, ωστόσο ήμουν σίγουρος πως ήταν κάτι πολύ πιο ουσιώδες. Τώρα, όμως, θα προχωρούσα σε ένα επόμενο στάδιο, αφού μαζί με κάποιους άλλους φίλους δεχτήκαμε να κοιμηθούμε το βράδυ στο σπίτι του Γιάννη και, επειδή ήταν ιδιαιτέρως αργά, θα ξυπνάγαμε σίγουρα κατά το μεσημέρι. Επομένως, ο Ιάσονας ανέλαβε το ριψοκίνδυνο φορτίο να παριστάνει εμένα ως άτομο και συμπεριφορά μπροστά στους γονείς μου και ύστερα στο σχολικό περιβάλλον».
Με μία ύποπτα συναινετική στάση από την πλευρά του φίλου του Ιάσονα θα κατασκευάσουν μαζί τη «μάσκα» ενός διπλού προσώπου, υποδυόμενος τον Πέτρο ακόμα και στον στενό του κοινωνικό περίγυρο χωρίς ουδεμία εμφανή, οπτική διαφορά μεταξύ των δύο προσώπων. Η μεταμόρφωση αυτής της νυχτερινής προσωπίδας είναι δαιδαλώδης, εύκολα υπάρχει η ανησυχία να δημιουργηθεί μια απαραγνώριστη παρουσία, ένα στοιχειό ξαφνικό, μια οφθαλμαπάτη που θα αιφνιδίαζε το βλέμμα.
«Είχα καταλάβει πόσο ευγενικός ήταν και δεν απόπαιρνε κανέναν, αλλά το ενδιαφέρον του ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Μάλλον κάτι προσωπικό θυμήθηκε, καμιά ιστορία που δεν επιθυμούσε να ξεστομίσει. Δεν περίμενα να συνεχίσουμε τόση ώρα τη συζήτηση. Αγκάλιασε με θέρμη όσα του είπα, ενώ λανθασμένα νόμιζα πως αργά ή γρήγορα θα βαριόταν».
Η μη αναμενόμενη προθυμία του Ιάσονα για ένα τόσο παράλογο σχέδιο δεν παραξένεψε αρκετά τον ήρωα ώστε να σταματήσει. Αργότερα φαίνεται πως θα αναθεωρούσε, αλλά στην αρχή μοιάζει τόσο έντονα παγιδευμένος από σκέψεις και ενοχές του παρελθόντος που απελπιστικά αναζητά ένα σωσίβιο επιβίωσης.Η περιγραφή του ψυχισμού του ένα πυκνό δίχτυ από φράσεις και λέξεις επαναλαμβανόμενες, μπλεγμένες ανάμεσα στο κοινωνικό και προσωπικό δράμα. Ο λόγος σταδιακά απελευθερώνεται, καθώς ο ήρωας πιστεύει πως υπερνικά τους φόβους του. Η επιτυχία του σχεδίου παραπλάνησης φαίνεται στα μάτια ενός εξωτερικού παρατηρητή απροσδόκητα εύκολη και γρήγορη. Ο φόβος της ειλικρίνειας συνεχίζει όμως να αναδαυλίζει τη ροή της ιστορίας και τα γεγονότα υποδηλώνουν από μόνα τους όσα δεν τολμούν να ειπωθούν.
Η έλλειψη επικοινωνίας, η αποξένωση του ήρωα είχε φτάσει σε δυσθεώρητο σημείο που η αόρατη παρουσία του ήταν δεδομένη. Υπήρχε στη ζωή, φαινόταν ως άτομο γιατί έτσι είχαν συνηθίσει οι γύρω του. Δεν προσέφερε κάτι, εδώ και καιρό δεν είχε αναπτύξει ουσιαστικά σχέσεις με κανέναν, παγιδευμένος στην εσωτερική του φυλακή. Μια ψυχαναγκαστική ενοχοποίηση και η αποφυγή της πραγματικότητας οδηγούσαν πολύ γρήγορα τα πράγματα στο τέλος τους. Νομίζανε κι οι δυο τους ότι υπήρχε κάτι που θα τους απελευθέρωνε. Δυστυχώς, όσο πιο πολλά λέγανε τόσο πιο πολύ μπερδευόταν το δίχτυ. H σκέψη της καταστροφής μονοπωλεί σε τέτοιο βαθμό ώστε τελικά επιφέρει την καταστροφή.
«Πράγματι, σταδιακά, με τη συχνή παρουσία του Ιάσονα αντί για εμένα, φοβόμουν πως κάτι ύποπτο θα άρχιζαν να διαισθάνονται. Έλεος πια… Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη, χάρις στην εγρήγορση που επιδείκνυε και μόνο γι’ αυτό. Το οπτικό αποτέλεσμα παρέμενε εκ φύσεως ξεχωριστό, αλλά σε επίπεδα που έμοιαζε παρόμοιο, ούτε κατά διάνοια ίδιο…»
Μολονότι τον φόβιζε ο κρυφός, κακός εαυτός που είχε δείξει, τελικά οι πράξεις του φανερώνουν μια επιθυμία να κυριαρχήσει. Πάσχιζε να τον φέρει στην επιφάνεια, αποσοβώντας εγκαίρως άλλες απογοητεύσεις και δόλια χτυπήματα. Η εύκολη επιτυχία από όσο σκέφτηκε τον προβληματίζει, αλλά κυρίως τον απογοητεύει. Με ανήμερη ειλικρίνεια εφορμούσε πλέον ενάντια σε οτιδήποτε για να τραυματιστεί πέφτοντας στις παγίδες που ο ίδιος άφησε να του στήσουν.
«Αηδιάζω που έγινα ένας τέτοιος άνθρωπος, ένα αδιάφορο κτήνος. Άνανδρος, αξιοθρήνητος. Γι’ αυτό όλοι με την πρώτη ευκαιρία με ξέχασαν, με απομόνωσαν. Διότι κανείς δεν χαίρεται που βρίσκεται μαζί μου, τους προκαλώ κακό. Κανείς δεν με παρατηρεί, κανείς δεν ενδιαφέρεται για ‘μένα. Στο πρόσωπό μου δεν βλέπουν τίποτα, αποδέχονται οποιαδήποτε μορφή τους παρουσιάζεται. Κρύβω την ντροπή μου».
Η αρχική συναισθηματική σιωπή αποκορυφώνεται σε ένα κρεσέντο ντροπής που για πρώτη φορά εξωτερικεύεται με τάσεις αυτό-ταπείνωσης και αυτό-τραυματισμού. Εξ’ αρχής βιαζόταν να μάθει την έκβαση, σαν να ξεφύλλιζε τις σελίδες ενός μυθιστορήματος αγωνιώντας να φτάσει επιτέλους στο τελευταίο κεφάλαιο. Οι αντοχές του ήδη από τη μέση του βιβλίου έχουν πια εξαντληθεί και υπάρχουν στιγμές που το τέλος μοιάζει να πλησιάζει πολύ κοντά. Και μολονότι η έκβαση δεν είναι παρά ένα αμετάκλητο τέλος, εκείνος επέμενε να μάθει τα πάντα άμεσα. Θέλησε να είναι δυνατός να αφαιρέσει από τους άλλους την πρωτοβουλία να τον πληγώσουν, ωστόσο τελικά ο ίδιος επιζητούσε τον πόνο μέσα στον αβάσταχτο σκηνικό της απώλειας που είχε στήσει επιμελώς.
Το δεύτερο μέρος ξεκινά με μια απαραίτητη αλλαγή, καθώς ο συγγραφέας αφήνει τον Ιάσονα να αναλάβει εκείνος το ρόλο του αφηγητή. Η τραυματική του εξορία στη δική του φυλακή, η «απροσπέλαστη» οικογένειά του έχουν δημιουργήσει έναν άνθρωπο που είχε απομακρυνθεί από όλα όσα γνώριζε κι εμπιστευόταν, από καθετί οικείο. Το πικρό αίσθημα πως είχε εξοριστεί από το σπίτι τουεπαλήθευσαν τα δυσοίωνα προαισθήματα για τη συμπεριφορά του. Και αυτός, όπως και ο Πέτρος στην αρχή της αφήγησης, ακολουθεί την ίδια προσεκτική μέθοδο αναφοράς γεγονότων χωρίς προσωπικές εξιστορήσεις. Μόνο όταν ο Πέτρος αναλαμβάνει ξανά το ρόλο του αφηγητή συνειδητοποιεί πως δεν έχει άλλα περιθώρια και ξεκινάει να αναζητήσει αυτά που έπρεπε από την αρχή.
Η αδιαφορία από όλουςπρος την πλευρά τους επιβεβαιώνεται ως ο κοινός κώδικας επικοινωνίας τους που τους φόρτιζε ψυχικά με την αίσθηση της ματαιότητας.Γίνεται αντιληπτό πια και για τους δύο ότι η ζωή είναι ένας βουβός πόνος, ένα εσωτερικό μαρτύριο που είναι αδύνατο να μοιραστεί κανείς με τους άλλους. Παραδόξως, η έλλειψη εμπιστοσύνης από την πλευρά του Ιάσονα, με την ταυτόχρονη αναζήτηση μιας στέρεας σχέσης, είναι εντυπωσιακή, καθώς φαίνεται μια παντελής αδυναμία τους να ξαναβρούν την παλιά τους οικειότητα.
Οι τελευταίες δύο ενότητες κυλάνε ταχύτατα, ο ήρωας βρίσκει τη δύναμη και το κουράγιο να ανασηκωθεί από τη λήθη και να εκτεθεί στην αλήθεια των γεγονότων. Επισφραγίζει κάτι το προδιαγεγραμμένο, να εντοπίσει τους ενόχους ενός εγκλήματος νιώθοντας συνυπεύθυνος. Δολιχοδρομώντας στις ζωές των «πολλών άλλων» και ακολουθώντας τις κατευθύνσεις που μας δίνουν, βρισκόμαστε συχνά εγκλωβισμένοι σε μια μακριά παράκαμψη χωρίς προορισμό.
Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται από το συγγραφέα ορίζουν ένα περίπλοκο περίγραμμα, αλλά συχνά δεν έχουν τίποτα να πουν για το περιεχόμενο. Η ψυχολογική υφή του βιβλίου εδραιώνεται μέσα από ασύλληπτες προσαρμογές μέσα από μια διαδικασία μοιραίων εκφάνσεων υπερβολής και βίας. Το τέλος της πλοκής προμελετημένα αντιμετριέται με το λογοτεχνικό σασπένς ενός ιδιαίτερου συγγραφικού ύφους μυστηρίου, μιας πολύμοχθης σύνθεσης που συμπαρασύρει λυσσαλέα τα πρόσωπα και τις ενδότερες ιστορίες τους.