ΣΑΝ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ
Σκέφτομαι σοβαρά να μην ξαναγυρίσω. Ίσως είναι το τελευταίο μου γράμμα.
Μ’ έχει τσακίσει αυτό το πηγαινέλα. Έχω κοπεί στα δυο να μετακομίζω κάθε εξάμηνο. Μόλις συνηθίζω στο ασάλευτο σκοτάδι, στα γκρίζα ρούχα, στα μαύρα ποτάμια, στον ομοιόμορφο βόμβο της αιώνιας ροής των ψυχών έρχεται η άνοιξη και πρέπει ν’ ανέβω στο εκτυφλωτικό φως που σε απογυμνώνει και σε εκθέτει σαν ανυπεράσπιστη χελώνα που έχασε το καβούκι της. Μερικές φορές με αρρωσταίνει η λευκότητα, η διαύγεια της ημέρας και η απεραντοσύνη του ορίζοντα μού προκαλεί ναυτία. Η εναλλαγή του φωτός που όλα τα δείχνει και τα κρύβει περιοδικά, μοιάζει με το κρυφτό του έρωτά μας.
Η μόνη μου παρηγοριά ήσουν εσύ αγαπημένε. Ήσουν για μένα ο ψίθυρος της θάλασσας, τα φευγαλέα χρώματά της οι εναλλασσόμενες διαθέσεις της. Βουτούσα μέσα της κι έψαχνα μια κοιλότητα στον βυθό για να φωλιάσω εκεί για πάντα. Ήθελα να αποκτήσω βράγχια. Ευχαρίστως θα θυσίαζα τα πνευμόνια μου.
Μόλις συνήθιζα στην υγρή θαλπωρή, πρόβαλλε μοχθηρό το φθινόπωρο. Κι έπρεπε να γυρίσω στην σκοτεινή πλευρά του κρεβατιού, στην εβένινη τραπεζαρία, στην στιλπνότητα του μαύρου σερβίτσιου.
Εκεί όπως σου έχω πει όλα είναι υπόγεια. Ακόμη και ο ουρανός βρίσκεται θαμμένος σ΄ ένα υπόγειο κελάρι. Δέντρα δεν υπάρχουν, εξόν από μαύρα κυπαρίσσια και μερικές ροδιές. Εκείνος με τάιζε φρέσκα ρόδια – αν μπορεί κανείς να μιλήσει για φρεσκάδα στην παγωμένη θάλασσα του Άδη-. Εγώ τα κατάπινα λαίμαργα κι ήταν σα να καταπίνω σπασμένα κοράλλια. Καταραμένος να είναι ο νάρκισσος που με κατάπιε.
Μόλις άρχισα να συνηθίζω στο καβούκι της υποταγής κανόνισε η μητέρα να ξαναγυρίσω στα καρφιά της επιθυμίας, στην αβάσταχτη λαχτάρα για ζωή.
Χρόνια τώρα γυρίζω κάθε άνοιξη. Αναδύομαι χλωμή και άτονη με τρομερούς πονοκεφάλους και μυαλγίες από την υγρασία του Κάτω Κόσμου, κουβαλώντας την οσμή της αποσύνθεσης.
Η μητέρα με περιμένει με πιατέλες γεμάτες φρούτα και καρπούς από τη νέα σοδιά. Με υποδέχεται χαμογελώντας αδιάκοπα, σα να μην είχα μείνει έξι μήνες με τον Πλούτωνα και το βλοσυρό σκυλί του.
Ποτέ δεν κοιμάμαι τις πρώτες νύχτες του γυρισμού. Ξενυχτώ στη βεράντα για να αισθανθώ κάτι από τη νυχτερινή έξαψη των λεμονανθών και της βουκαμβίλιας. Πόση ζωή περιέχουν τα λουλούδια καθώς ξαγρυπνούν και ψιθυρίζουν μεταξύ τους
Αγαπημένε μου μην λυπάσαι γι αυτή μου την απόφαση. Χρειάζομαι μια μαλακή ησυχία που μόνο η παραίτηση πια μου προσφέρει. Το ξέρεις άλλωστε κι εσύ πως στο τέλος όλοι διαλέγουμε τη σκιά και το πηχτό σκοτάδι. Εκεί όλα ακινητούν. Μαύρα, στιλπνά χωρίς αποχρώσεις. Τα μάτια αναπαύονται, δεν πασχίζουν να διακρίνουν. Θα παραδοθώ στη νύχτα. Θα σε περιμένω μια νοτισμένη αυγή εκεί όπου τα πάντα επιστρέφουν στον εαυτό τους. Ο θάνατος είναι ο αληθινός εαυτός μας. Η σιωπηλή βεβαιότητα του πάντα.
·