You are currently viewing Ελένη Κοφτερού: Αγγελική Πεχλιβάνη, Οι γάτες του τρίτου και άλλοι ζωντανοί, Εκδόσεις Κίχλη

Ελένη Κοφτερού: Αγγελική Πεχλιβάνη, Οι γάτες του τρίτου και άλλοι ζωντανοί, Εκδόσεις Κίχλη

Η ΠΟΙΗΣΗ ΩΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΝΑΣΥΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕΡΙΚΟΥ

 

Θα ξεκινήσω την προσέγγισή μου στην συλλογή της Αγγελικής Πεχλιβάνη  με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Οι γάτες του τρίτου και άλλοι ζωντανοί» εκδόσεις ΚΙΧΛΗ μ’ ένα  εξαιρετικό ποίημα που διάβαζα συγκινημένη ξανά και ξανά με τίτλο Εξοικείωση που βρίσκεται στην σελ. 45.

Εξοικειώνομαι με τα θραύσματα σου. 120 ημέρες τώρα. Σκουπίζω το χώμα σου, αλλάζω το νερό στα λουλούδια σου. Ισιώνω τις φωτογραφίες σου στους τοίχους που δεν στοίχειωσες. Γυαλίζω ένα ένα τα παπούτσια σου κάθε Σάββατο. Μετέχω στην διαδικασία ανασύστασης του μερικού. Του μέρους. Των μερών σου. Τα καταφέρνω αρκετά καλά, και ας τραυματίζομαι στα σπασμένα κομμάτια. Συνεχίζω, Άλλωστε ποτέ δεν πίστεψα στις ακέραιες ολότητες, μητέρα.

Η προβολή στη δική μου απώλεια ήταν αναπόφευκτη. Ένιωθα να τραυματίζομαι στα σπασμένα κομμάτια… (Έχασα κι εγώ τη μητέρα  μου το 2017). Η εξοικείωση με την απώλειά της νομίζω πως ποτέ δεν θα κατακτηθεί πλήρως, ωστόσο  αυτό το ποίημα σηματοδοτεί για μένα μια κατεύθυνση προς την αποδοχή αυτής της απώλειας-ορόσημο.  

Με  την πρώτη ανάγνωση δημιουργείται στον αναγνώστη η ελλιπής εντύπωση πως η συλλογή αφορά το πένθος για την απώλεια της μητέρας. Όσο περισσότερες φορές όμως διαβάσει κανείς την συλλογή καταλήγει στο συμπέρασμα πως το πένθος είναι η θρυαλλίδα που ανάβει το φυτίλι της δημιουργίας ενός ποιητικού σύμπαντος, όχι περίκλειστου, μα ανοιχτού σε συγκίνηση, προβληματισμό, διακειμενικές αναγνώσεις. Οι  γάτες έχουν ήδη εισχωρήσει σ’ αυτό, προικίζοντάς το με χρώμα, κίνηση και παρηγοριά. Οι γάτες αυτές όπως φαίνεται κι από το εξώφυλλο μπορεί να είναι άυλες, ή  εντελώς χειροπιαστές. Μπορεί να ξεπηδούν από ένα βιβλίο “φανταστικών όντων”  ή να χοροπηδούν ανέμελα πάνω σ΄ έναν τάφο. 

Πολλοί συγγραφείς και ποιητές,  από τον Πάμπλο Νερούδα ως τον Γιώργο Σεφέρη, τη Σύλβια Πλαθ και τον Χαρούκι Μουρακάμι, έγραψαν για τις γάτες. Άλλοτε με ύφος λιτό κι άλλοτε με λόγο περίτεχνο μίλησαν  για την σχέση τους με αυτές, εξέφρασαν τον θαυμασμό και την αγάπη τους ή εστίασαν στις ιδιαιτερότητές τους. Στη  συλλογή της Αγγελικής Πεχλιβάνη συμβαίνει το εξής παράδοξο και μαγικό: Οι γάτες μιλούν γι’  αυτήν. Τη συναντούν στο νεκροταφείο, την ώρα που εκείνη  φροντίζει τον τάφο της μητέρας της και γίνονται ο καθρέφτης της. Οι γάτες του τρίτου μαρτυρούν  ξεκάθαρα την παρατηρητικότητα, την οξυδέρκεια, μα προπάντων την ενσυναίσθηση της ποιήτριας, η οποία μετουσιώνει σε τέχνη το σπίθισμα της ματιάς τους, τις φούρλες τους, τις κυματιστές κινήσεις της ουράς τους, την ιαματική τους  ικανότητα έναντι του προαιώνιου ανθρώπινου πόνου. Οι γάτες μετέχουν ενεργά στην συλλογή  με τις κινήσεις, τα χοροπηδητά τους, το τρίχωμά τους, την άγνοιά τους εντέλει για τον ανθρώπινο σπαραγμό.

Το πρώτο μέρος της συλλογής διακατέχεται από τον χωροχρόνο της απώλειας και του πένθους. Η οδυνηρή και ασίγαστη  αύρα που αφήνει πίσω του ο ξαφνικός θάνατος της μητέρας γίνεται έντονα αισθητή. Ωστόσο ούτε για μια στιγμή, ούτε ένας στίχος δεν  ξεπέφτει στον μελοδραματισμό. Παρατηρούμε την τιθάσευση,  μέσω της γραφής,  ενός κατακλυσμιαίου  συναισθήματος. Η ποιήτρια προτάσσει την οδύνη της μέσω των αναφορών σε όλα εκείνα τα μικρά που  χαρακτήριζαν την εν ζωή μητέρα. Σε  αρκετά ποιήματα απευθύνεται σε αυτήν σε δεύτερο πρόσωπο συντηρώντας μέσω της ποίησης την οργή της για το αδιαπραγμάτευτο του θανάτου, τη νοσταλγία για τα πράγματα που μοιράστηκαν, τον σαρκασμό για την ματαιότητα των ανθρώπινων υποθέσεων. Η  παγωνιά του τετελεσμένου θερμαίνεται από την άφατη τρυφερότητα που διασώζεται στην συλλογή. Το θρόισμα της ατέρμονης αγάπης για την μητέρα ξεκινά από την πρώτη σελίδα  του βιβλίου  όπου η ποιήτρια δηλώνει καθαρά: Και που λείπεις, είσαι η φαντασμαγορία μου.

Στην  τοπιογραφία της συλλογής  κυριαρχεί  το τρίτο νεκροταφείο και το σπίτι όπου κοιμόταν, ξυπνούσε, έτρωγε, βάδιζε, γελούσε ή εκνευριζόταν η μητέρα. Ο περίτεχνος και πρωτοποριακός εγκιβωτισμός των ακριβών συνηθειών και  αγαπημένων αντικειμένων  της μητέρας, δημιουργεί  εικόνες  που φωσφορίζουν μέσα στα ποιήματα όπως το μικρό φωτάκι που εκείνη άφηνε πάντα αναμμένο τις νύχτες που περίμενε να γυρίσει η κόρη της. Έτσι συναντάμε  εικόνες με τα κορδόνια των Nike παπουτσιών «πολύ όμορφα δεμένα με συμμετρικές καμπύλες, αρμονικές ταλαντώσεις κι έναν φιόγκο κάτασπρο, σαν αυτόν που στολίζει τα μαλλιά της μητέρας μου σε μια μαθητική φωτογραφία του 1952». σελ. 10,  όπου οι στίχοι  ακροβατούν ανάμεσα στο παρόν της απώλειας και στο παρελθόν της νιότης της μητέρας. Μαθαίνουμε πως η μητέρα της  αγαπούσε τη βροχή αλλά περισσότερο την αγαπούσε πάνω στο δέρμα του παιδιού της. Βροχή, σελ 14.

Βλέπουμε  τη  μητέρα να φυτεύει βασιλικούς και γαρδένιες, αισθανόμαστε την ευωδιά της  δάφνης  που έβαζε στο φαγητό της Παρασκευής και ζηλεύουμε  το ψημένο αρνί που η μητέρα μοιράζει με τα χέρια στο οικογενειακό τραπέζι. Μαθαίνουμε πως έχει  ευαισθησία στον ήλιο και παρακολουθούμε πώς τα σομόν  Prada γυαλιά ηλίου διασώζονται στο ποίημα. Την εκνευρίζουν οι παρομοιώσεις και αδιαφορεί για τις εθνικές γιορτές, ωστόσο είναι πάντα τυπική στην  συνήθεια της σημαίας. Η μητέρα μερικές φορές δεν συμπαθεί τις γάτες, (τι ειρωνεία στ’ αλήθεια), ενώ δεν ξεχνά ποτέ να τις ταΐσει. Τα Σάββατα πηγαίνει απαρέγκλιτα στην λαϊκή  αγορά και κάθε πρωτομηνιά ανάβει το καντήλι. Την έλεγαν Γεωργία. Είχε ένα λιπωματάκι στο δεξί χέρι και πολύ καλή όραση. Περνούσε την κλωστή στην βελόνα αβίαστα  και δεν έβαφε ποτέ τα μαλλιά της. Αγαπούσε  τις βόλτες με το αυτοκίνητο και ένα ζευγάρι κροκοδειλέ γόβες του 60. Πάντα άφηνε το φως στη σκάλας ανοιχτό.    

Η απουσία σωματοποιείται. Ένα κομμάτι λείπει, το οποίο μετουσιώνεται σε γραφή  για να ανασυσταθεί το μερικό έστω, από τον πολυαγαπημένο κόσμο της μητέρας. Το μαγικό της συλλογής είναι ότι η ανασύσταση αυτή γίνεται όμορφα και φυσικά. Τα ποιήματα έχουν πεζολογικό χαρακτήρα κυρίως στα περιγραφικά σημεία, αλλά η οπτική τους είναι άκρως ποιητική. Στο τέλος κάθε ποιήματος οι ελλειπτικές προτάσεις και οι επιγραμματικές φράσεις αφήνουν το λόγχισμα του πόνου μαζί με μια αόρατη γάζα στοργής.

Στο ποίημα με τον τίτλο Ρίκο σελ. 21,  που συνοδεύεται από την πιο  ζωντανή και ανέμελη  φωτογραφία του βιβλίου,  δεν γίνεται καμιά αναφορά στην μητέρα. Η σκηνή που περιγράφεται σε κάποιον άλλο τάφο  είναι συγκλονιστική. Ο γάτος συμπεριφέρεται ως άνθρωπος, παρηγορεί την κυρά του χωρίς προσπάθεια και κατ’ επέκταση παρηγορεί την ποιήτρια και τους αναγνώστες. Η αντίφαση του θρήνου με το παιχνίδι, η χαρμολύπη της ζωής που συνεχίζεται μετά από την πιο αφύσικη και τρομερή απώλεια- αυτής ενός νέου παιδιού-  συμπυκνώνεται σ’ αυτό το εξαιρετικό κατά τη γνώμη μου ποίημα που δικαιώνει όχι μόνο τον τίτλο μα και την δημιουργική εμπλοκή των γατών στην συλλογή.  

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στο ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο Στίξη σελ. 25 κι εδώ χωρίς αναφορά στην μητέρα. Ο γάτος ταυτίζεται με τον χαμένο γιο μιας άλλης μητέρας σ’ ένα ατμοσφαιρικό ποίημα. Εδώ ο τίτλος ταυτίζεται με την τελευταία επιγραμματική πρόταση «τελεία και παύλα» εκφράζοντας με όρους της γραμματικής το τελεσίδικο και αμετάβλητο του θανάτου. Επισημαίνω την συμβολική αντίθεση  του κάτασπρου μάρμαρου με τα μαύρα γατιά που λιάζονται ράθυμα δίπλα- δίπλα. Η  Αγγελική Πεχλιβάνη χαρίζει στον αναγνώστη ένα  έξοχα δομημένο  ποίημα μέσα από το  ασπρόμαυρο παιχνίδισμα.  

Το δεύτερο  μέρος της συλλογής σχετικά με την Μεγάλη  Εβδομάδα διαβάζεται ως οδοιπορικό του πένθους, μέσα από δύσβατα και σκληροτράχηλα μονοπάτια, ενάμιση  χρόνο μετά την απώλεια της μητέρας. Δεν  αναφέρεται σε επισκέψεις στο νεκροταφείο αλλά σχετίζεται με τους ψαλμούς της Μεγάλης Εβδομάδας και είναι γεμάτο από μεταφυσικές και θεολογικές αμφισβητήσεις. Τα ποιήματα είναι γραμμένα σαν ν’ απαντούν  στον ειδικό ψαλμό της  κάθε ημέρας των παθών.  Η  νύχτα πρωταγωνιστεί και  τονίζεται το   ψευδεπίγραφο  κάθε  ελπίδας για  ανάσταση.

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα  που πραγματεύεται η συλλογή είναι  η γλώσσα. Πόσο φτωχαίνει η γλώσσα μετά την απώλεια των αγαπημένων; Πώς ξεθωριάζει η λάμψη και η αυθεντικότητα της; Πού πηγαίνουν εκείνες οι λέξεις που ακουγόταν μόνο στην μεταξύ μας επικοινωνία; Πού εξαφανίζονται οι εντελώς προσωπικοί  γλωσσικοί κώδικες;  Στη  σελ. 33 απαντήσεις πασχίζει να δώσει το ποίημα με τον τίτλο «Γηράσκω αεί διδασκόμενη» όπου η ποιήτρια παραδέχεται τη νέα γνώση του ανείπωτου πόνου που εκφράζεται με τρεις  λέξεις: πίνω μαύρο γάλα για να κλείσει με την πικρή παραδοχή: «Σκέφτομαι τη γλώσσα μου, που ορφάνεψε. Και συνεχίζω». Το ίδιο συμβαίνει και στο ποίημα Τετάρτες σελ. 36 . Αρχίζω να μιλώ τη γλώσσα των νεκρών, γλιστράω μέσα της. Κι ενώ με καταπίνει, νανουρίσματα σκίζουν τα κύταρρά μου.

Στην τελευταία ενότητα με τίτλο: «και τότε φυσάει Πατέρας αέρας Πεχλιβάνης» όπου αναφέρεται πως ο πατέρας πέθανε στις 30 Αυγούστου (του Αγίου Αλεξάνδρου ανήμερα) χωρίς να ξέρουμε ποιάς χρονιάς, η ποιήτρια αποκαλύπτει στοιχεία του πατέρα της, που μύριζε χώμα. Χώμα και βορινό παράθυρο. Σαν απόμακρος και ψυχρός  ήρωας παραμυθιού μασά φύλλα καπνού κι είναι πικρός, τόσο πικρός που αναθυμιάζει πίκρα.  Με αιχμηρούς σαν ακονισμένες πέτρες στίχους: Άσαρκη λύπη-λίπασμα για ό,τι δεν καρποφόρησε. /τα μάτια σου είναι μπλε./Σαν κυμματάκια θάλασσας, σαν φλέβες ξημερώματος/αργότερα θα ασπρίσουν, θα γίνουν τούφες βαμβακιού(ναι, πρώτα γεράσανε τα μάτια σου κι ύστερα εσύ)./Χρόνια ολόκληρα δεν είπες το όνομά μου./Το ίδιο έκανα  κι εγώ…η ποιήτρια μιλά για κάτι προσωπικό με τρόπο που μας αφορά όλους.   

Αξίζει να σταθούμε στο ποίημα  «Η εποχή του φθινοπώρου» σελ.92, μια διαρκή  υπόμνηση πως το καλοκαίρι χάνεται  και η μεγάλη νύχτα καταφθάνει. Σε αυτό το ποίημα με σαρκαστική διάθεση  που γίνεται σαφής και από τα επιφωνήματα που χρησιμοποιεί η Αγγελική Πεχλιβάνη  δηλώνει την ένθερμη, ερωτική  σχέση της με τη γραφή. Μόνον σε μια τέτοια  σχέση η  κόκκινη μελάνη ακροβατεί στην κόψη του χαρτιού  σαμουά.

Η μητέρα έχει φύγει,  ο πατέρας επίσης  κι εκείνη δεν έχει τίποτε πια να χάσει. Η ποίηση όμως και οι αναγνώστες της έχουμε μόνον να  κερδίσουμε απ’ αυτήν  την ξεχωριστή συλλογή με  ύφος εντελώς προσωπικό και αξιέπαινο. Με την πεποίθηση πως ο πόνος είναι μια κοινοτυπία, κάτι τόσο παρηγορητικό για την γενιά μας.  

Όσο για τον επίλογο της συλλογής (έξι στίχοι-αστραπές),  δεν βρίσκω τις κατάλληλες λέξεις για να εκφράσω  την καταλυτική επίδραση της  υπερρεαλιστικής του εικόνας στο θυμικό του αναγνώστη,  καθώς  συνειδητοποιεί πως δεν είναι μόνος του όταν σκέπτεται πως η αγάπη δεν είναι άλλο από  ένα ταξίδι από πληγή σε πληγή.*

 

*Στίχοι του Γιάννη Αγγελάκα από το τραγούδι «Γιορτή» Τρύπες 1999.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.