Σπάνια ένα βιβλίο είναι τόσο αφοπλιστικό ως προς την ειλικρίνεια έναντι της πραγματικότητας και την εντιμότητα έναντι της αλήθειας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, όπως το βιβλίο του Ηλία Μαγκλίνη « Είμαι όσα έχω ξεχάσει». Ένα βιβλίο που συνδέεται με το θέμα της Μνήμης και της Λήθης, θέμα πολύ προσφιλές στις μέρες μας που γιορτάζονται τα 80 χρόνια από την κήρυξη του Β’ παγκοσμίου πολέμου (1939) και 70 από τη λήξη του δικού μας Εμφυλίου (1949), των δυο μεγάλων σφαγείων του 20ου αιώνα με τα εκατομμύρια των νεκρών και τα αναρίθμητα τραύματα σε ατομικό, συλλογικό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο και τα αντίστοιχα πολιτισμικά σοκ, που σφραγίζουν τη ζωή τριών γενεών. Και είναι ακριβώς αυτές οι τρεις γενιές που πρωταγωνιστούν στο παρόν βιβλίο.
Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου με τα τριάντα δύο κεφάλαια και ισάριθμα περίπου μικρά κείμενα ποιητικής γραφής διαπιστώνουμε πως είναι γραμμένο στο α’ πρόσωπο και έτσι όχι μόνο ενισχύεται η δήλωση στο εξώφυλλο ότι είναι «μια αληθινή ιστορία» αλλά δημιουργείται η εντύπωση πως είναι αυτοβιογραφικό, πράγμα που επιβεβαιώνεται σε όλες τις σελίδες. Με σκηνές κινηματογραφικές και λόγο σχεδόν προφορικό, άμεσο και ακριβή εισάγονται τα πρόσωπα: o γιος, που ταυτίζεται με τον αφηγητή και συγγραφέα του βιβλίου, ο πατέρας του Κώστας και ο νεκρός παππούς του Νίκος (σε δεύτερο πλάνο και η μητέρα του συγγραφέα), καθώς και το θέμα: η δολοφονία του παππού του και οι ενοχές του γιου του και πατέρα του συγγραφέα, επειδή δεν έψαξε να βρει το δολοφόνο του πατέρα του. Έχει όλα τα στοιχεία ενός μυθιστορήματος και συγχρόνως την αυθεντικότητα και την ένταση του βιώματος. Έχει μια ιστορία ενδιαφέρουσα με σασπένς, και παράλληλα πρόσωπα με παγιωμένα ψυχολογικά προβλήματα, ενοχές και τύψεις, πρόσωπα που συνδέονται μεταξύ τους με στενούς συγγενικούς δεσμούς,-γιος, πατέρας, παππούς- συνυπάρχουν και αλληλοεπηρεάζοντα. Αυτή η σύμπλευση των τριών γενεών, με φόντο την ιστορία του τόπου στα δίσεκτα χρόνια της Κατοχής και του αδελφοκτόνου μακελειού, δοσμένη με αριστοτεχνική συγγραφική μαεστρία και συναισθηματική φόρτιση, αποτελεί ένα βασικό στοιχείο της επιτυχίας του βιβλίου.
Οι οδυνηρές σχέσεις μέσα στην οικογένεια και ιδιαίτερα η σχέση με τους γονείς και κυρίως η σχέση πατέρα γιου είναι κοινός τόπος στην παγκόσμια λογοτεχνία, Οιδίποδας, Ορέστης, Άμλετ. Οι οικογενειακές σχέσεις όμως που έχει βιώσει ο ίδιος ο συγγραφέας σε σημείο που να καθορίζουν τον ψυχισμό του και τη ζωή του, είναι κυρίως, θα έλεγα, ένα χαρακτηριστικό της νεώτερης λογοτεχνίας και πιο πολύ της σύγχρονης. Στις περιπτώσεις αυτές ο συγγραφέας δεν διστάζει να απογυμνωθεί και να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Φίλιπ Ροθ ( Πατρική κληρονομιά), Αμος Οζ (Ιστορία αγάπης και σκότους), Ρίτσαρντ Φορντ (Μεταξύ τους). Το αποτέλεσμα σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι κείμενα συγκινητικά, ενίοτε σπαρακτικά. Ανάλογη περίπτωση είναι και το παρόν βιβλίο.
Δεν θα αργήσουν να μπουν στη σκηνή και άλλα πρόσωπα της οικογένειας σημαντικά. Το πρώτο είναι η γιαγιά Αγαθή, η γυναίκα του νεκρού παππού Νίκου στα τελευταία της στο νοσοκομείο 83 χρονών, όταν ο συγγραφέας είναι 13 χρονών και αντιμετωπίζει το θάνατό της με αδιαφορία, «με την άγνοια και αυθάδεια του εφήβου. Ενώ τον πατέρα του στο νοσοκομείο μπροστά στην ετοιμοθάνατη μητέρα του «τον είδε να δακρύζει δίχως καμιά σύσπαση του προσώπου, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του, καθώς συζητούσε με τη Δώρα», την αδελφή του, σημαντικό πρόσωπο, πηγή πληροφοριών. Ο πατέρας του συγγραφέα-αφηγητή, ο Κώστας, θα μπορούσε να θεωρηθεί ίσως ως ο πρωταγωνιστής του βιβλίου. Είναι αναμφισβήτητα η οντότητα που διαρρέει όλο το κείμενο, παρά το ότι ελάχιστες φορές θα ακουστεί ο λόγος του. Με την υποτονική όμως ή αδιάφορη παρουσία του ή απουσία του συντελεί στη διαμόρφωση του ψυχισμού του γιου του.
Απόστρατος ιπτάμενος της πολεμικής αεροπορίας, πραγματοποίησε το όνειρο της ζωής του να γίνει πιλότος από τότε που είχε δει τα γερμανικά Στούκας να βομβαρδίζουν το αεροδρόμιο του Αγρινίου, την ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου και ζούσε με την οικογένειά του. Θα φύγει από το Αγρίνιο, θα σπουδάσει στη Σχολή Ικάρων και θα ζήσει στη συνέχεια την περιπετειώδη ζωή του πιλότου της πολεμικής αεροπορίας με πολλά εκπαιδευτικά και επαγγελματικά ταξίδια Νεβάδα, Τέξας, Κορέα, Κογκό, όπου και θα παντρευτεί μια Ελληνίδα και θα γεννηθεί στην Κινσάσα ο συγγραφέας το 1970. Η εικόνα όμως που διασώζει ο γιος του και σφραγίζει τη δική του ζωή είναι εντελώς διαφορετική από αυτή του άλκιμου Ίκαρου. «Είναι ένας συνοφρυωμένος, αφηρημένος, λιγομίλητος άνθρωπος», που δεν γελάει ποτέ στα παιδιά του αλλά απλώς χαμογελάει, αντίθετα, όταν βρίσκεται με ξένους και ιδιαίτερα με παλιούς συμμαθητές του από τη Σχολή Ικάρων γελούσε με την καρδιά του. Χαρακτηριστική η εικόνα του, χτυπημένος στα 57 του από τον καρκίνο, να κάθεται στην κουζίνα μπροστά στην τηλεόραση, χωρίς να βγάζει ήχο, να λύνει σταυρόλεξα ή να παρακολουθεί στην τηλεόραση ποδόσφαιρο και κάθε αθλητική εκπομπή, ενώ ο δεκαεξάχρονος συγγραφέας είναι έξω από τα προβλήματα της αρρώστιας του.
Σπάνια εκδηλώνεται, όπως, όταν θρυμματίστηκε ο εγκέφαλος του αγαπημένου του κουταβιού από βίαιη πρόσκρουση με αυτοκίνητο, ήταν η μοναδική φορά που είπε στη γυναίκα του ότι: «είχε να νιώσει τέτοιο πόνο από εκείνη τη νύχτα που έφεραν τον πατέρα του στο σπίτι πάνω σε μια ξεχαρβαλωμένη πόρτα» καθώς και σε μια άλλη περίπτωση : Όταν ο συγγραφέας άρχισε να αναζητεί τον δολοφονημένο παππού του, τού έδειξε μια οικογενειακή φωτογραφία, ασπρόμαυρη, με τη «μυρωδιά της λήθης» και τον ρώτησε να του πει ποια είναι τα πρόσωπα: «Ο πατέρας ! είπε αμέσως πολύ φυσικά μα και με φωνή που προσιδίαζε σε κάτι ανάμεσα σε κραυγή και πνιχτό λυγμό».
Κυνηγημένος, λοιπόν ο συγγραφέας-αφηγητής από το παρελθόν και μη μπορώντας να σβήσει από το σκληρό της Μνήμης τα βιώματα με τον πατέρα του, που τον αφήνουν άυπνο ή όταν κοιμάται δεν το αφήνουν να αναπνεύσει, «άρχισα κάποτε», όπως λέει ίδιος, «να αναζητώ αυτόν τον άγνωστο δολοφονημένο παππού». Ξεκινάει με τα ελάχιστα ψήγματα μνήμης του πατέρα του, αργότερα αυτός σε ιδιαίτερες στιγμές προσέγγισής τους στο εξοχικό τους στη βόρεια Εύβοια θα γίνει πιο εξομολογητικός. Έχει όμως την ακένωτη πηγή πληροφοριών της θείας του Δώρας αλλά και άλλων γηραιών ατόμων, που έζησαν τα γεγονότα. Οι φωτογραφίες τον φέρνουν σε επαφή με πρόσωπα που αγνοούσε την ύπαρξή τους πόσο μάλλον την ιστορία τους. Θα επισκεφτεί το Αγρίνιο, όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, που αφορούν τον παππού του και την παιδική και νεανική ζωή του πατέρα του, ξεκινώντας από τον τάφο του παππού του και το ερειπωμένο πατρικό τους σπίτι και περνώντας από όλα τα μέρη και τα σωζόμενα κτίρια ή ερείπια των καπναποθηκών με τους 6.000 εργάτες προπολεμικά και τη μετέπειτα χρήση ορισμένων από αυτά σε φυλακές φρίκης. Διάφορα έγγραφα επίσημα από την Στρατολογία και αναφορές σε εφημερίδες της εποχής συμπληρώνουν πολλά κενά.
Παρά την προσωπική συναισθηματική εμπλοκή στα γεγονότα, ο συγγραφέας λειτουργεί με το πάθος του ερευνητή δημοσιογράφου αλλά και με τη συνείδηση ιστορικού, εξ ου και η πολυεστιακή οπτική του στα γεγονότα. Ανασυντίθεται η ζωή του παππού Νίκου, ενός ευυπόληπτου και ευκατάστατου κατοίκου του Αγρινίου, που σπούδασε στα 1917 στην Ανωτάτη Εμπορική στην Αθήνα, βενιζελικός, συμμετείχε στη Μικρασιατική εκστρατεία και βραβεύτηκε για ανδραγαθία, επιστρέφει στο Αγρίνιο, παντρεύεται την Αγαθή. κάνει οικογένεια, δουλεύει και αυξάνει την περιουσία του και όταν ξεσπάει το ‘ 40 ο πόλεμος προσφέρει αμέσως ένα ποσό στον αγώνα. Τον Φεβρουάριο του 1943 θα ενταχθεί στον ΕΔΕΣ ως μέλος, χωρίς να πάρει όπλο και να βγει στο βουνό. Ο ΕΔΕΣ στο Αγρίνιο, κατά τον συγγραφέα, συγκεντρώνει «τους λιγοστούς αλλά μαχητικούς βενιζελικούς, ελάχιστους μοναρχικούς και λογής λογής αντικομουνιστές». Ενώ το ΕΑΜ Αγρινίου που είχε ιδρυθεί νωρίτερα και ίδρυσε στη συνέχεια τον ΕΛΑΣ Αγρινίου «συγκέντρωνε κυρίως τον αριστερό πληθυσμό της πόλης, που ήταν πολύς, πάρα πολύς». Δεν αργούν οι πρώτες συγκρούσεις ανάμεσά τους και οι πρώτοι νεκροί, που θα πολλαπλασιαστούν, όταν στην πόλη θα έρθουν και τα Τάγματα Ασφαλείας, που θα επιβαρυνθούν με τα δικά τους εγκλήματα. Και φυσικά ανάμεσα στις αντιμαχόμενες αντιστασιακές ομάδες και οι Γερμανικές θηριωδίες με τον απαγχονισμό κρατούμενων στην πλατεία και κυρίως με την εκτέλεση των 120 φυλακισμένων ανήμερα τη Μεγάλη Παρασκευή του 1944. Ο Νίκος θα παραιτηθεί από τον ΕΔΕΣ τον ίδιο χρόνο, τον Οκτώβριο του 43, μάλλον από φόβο. Ήθελε μάλιστα να φύγει για την Αίγυπτο. Δεν πρόλαβε. Ο Δεκέμβριος που ακολουθεί του ’43 είναι ο πιο σκοτεινός. Στις 24 Ιανουαρίου του 1944 δολοφονείται πισώπλατα στο δρόμο από εκτελεστή της ΟΠΛΑ την ώρα που περπατούσε με ένα φίλο του, στον οποίο είπε, όταν εκείνος αντιλήφθηκε σκιές να τους παρακολουθούν, ότι :«Δεν κάναμε τίποτε, δεν έχουμε κανένα προηγούμενο, γιατί να μας παρακολουθούν.
Ανεβαίνει η θερμοκρασία του συναισθήματος του συγγραφέα, όταν περιγράφει συγκλονιστικές στιγμές- και είναι πολλές- ενώ άλλοτε αναζητεί την αιτία και διεισδύει στην ουσία του αδελφοκτόνου μακελειού και της παράνοιας: «Στο Αγρίνιο εκείνης της εποχής όλα αποτελούνται από βαριά, πηχτή υλη: τα σώματα, τα πρόσωπα, οι σφαίρες, οι στολές, τα γένια, τα μαχαίρια, κυρίως το μίσος όμως, που μπορεί να μη φαίνεται, αλλά το μίσος αποτελείται από βαρύ μασίφ υλικό…».
Η ένταξη από τον συγγραφέα της δολοφονίας του παππού του στο ευρύτερο πλαίσιο των τραγικών εκείνων χρόνων συσχετίζεται με τη δική του εμπλοκή σ’αυτήν σε σημείο που να καθορίζει τη δική του ζωή: «Ούτε η δολοφονία του Νίκου ήταν κάτι σημαντικό. Ένας ασήμαντος φόνος ήταν, μια ανθυπολεπτομέρεια, μια κοινοτοπία, μια επανάληψη, μια παρανυχίδα στο Αγρίνιο του 1944, στην Ελλάδα του 1944, στην Ευρώπη του 1944, στον κόσμο του 1944.Μια δολοφονία ανάμεσα στις τόσες , στις πολλές, στις άπειρες. Απλώς ήταν η δική μου δολοφονία- μάλλον ένας φόνος που έγινε δικός μου, που τον έκανε δικό μου άθελά του ο πατέρας μου, με η σιωπή του, με την αφηρημάδα και τη λύπη του, με τον περίκλειστο εσωτερικό κόσμο που ήταν ο ψυχισμός του. Άθελά μου κι εγώ- ή ηθελημένα με έναν υποσυνείδητο τρόπο την κληρονόμησα. Θα μπορούσα να είχα ζήσει τη ζωή μου χωρίς ποτέ να με απασχολήσει αυτή η λεπτομέρεια στην ιστορία μιας χώρας όπου ο φόνος ενός ανθρώπου δεν είναι τίποτε σπουδαίο».
———–
Εύλογα αναρωτιέται ο αναγνώστης αν το βιβλίο είναι ένα non fiction μυθιστόρημα, αφού αφηγείται μια ιστορία, αληθινή βέβαια, αλλά με τα στοιχεία του μυθιστορήματος δηλ. επικεντρωμένη σε ένα θέμα πολυσήμαντο, με πρόσωπα, κύρια και δευτερεύοντα, με δομή και πλοκή. Μπορεί να ενέχει αυτά τα στοιχεία αλλά έχει επιπλέον στοιχεία βιογραφίας και αυτοβιογραφίας, στοιχεία χρονικού, μαρτυρίας, οδοιπορικού, δοκιμίου, διακειμενικότητας και εμπλουτίζεται με τον λυρικό ποιητικό λόγο, έκφραση στοχασμών, εμπειριών, συναισθημάτων, βιωμάτων με κορύφωση τη συγκλονιστική κραυγή-μάντρα: «Πατέρα μου, γλυκέ μου πατέρα». Είναι, θα λέγαμε, χρησιμοποιώντας ένα σύγχρονο, μάλλον αδόκιμο, όρο- προφανώς δανεισμένο από τη Γενετική και υιοθετημένο από τις Εικαστικές Τέχνες- ένα κείμενο υβριδικό. Ένα βιβλίο, λοιπόν, αντισυμβατικό ως προς τις λογοτεχνικές νόρμες. Γι αυτό και γραμματολογικά δύσκολα εντάσσεται σε λογοτεχνική κατηγορία με την παραδοσιακή μορφή. Θα ασφυκτιούσε. Ίσως μόνο το εύρος του μεταμοντερνισμού θα μπορούσε να διεκδικήσει το παρόν βιβλίο.
Μπορούμε όμως με βεβαιότητα να πούμε πως είναι ένα πολυεπίπεδο βιβλίο και κυρίως μια βαθύτατη, ανθρώπινη, χωρίς ενδοιασμούς και συμπλέγματα, συγκινητική εξομολόγηση του συγγραφέα, ένα «De profundis», που ξεκινάει από το ατομικό τραύμα για να καταλήξει στο συλλογικό. Ο σιωπηλός και αινιγματικός πατέρα και η κατανόησή του είναι το έναυσμα ή μάλλον το εφαλτήριο που οδηγεί τον συγγραφέα στη μακρά δική του βασανιστική πορεία στο χρόνο και στην ιστορία της οικογένειάς του, που είναι σε μικρογραφία η ιστορία του λαού μας στον 20 αιώνα. Τέλος όλη αυτή η έρευνα και η περιπλάνηση του συγγραφέα στο χρόνο και τον χώρο και στα στενά μονοπάτια της Μνήμης και τον ωκεανό της Λήθης είναι ασφαλώς η δική του προσπάθεια για αυτογνωσία.
Η Ελένη Λάππα- Οικονόμου, είναι φιλόλογος,-συγγραφέας, και υπεύθυνη Λέσχης Ανάγνωσης Βιβλιοθήκης Παπάγου-Χολαργού.