στόν Ἀλέξη Ζήρα
σπουδαῖο κριτικό Λογοτεχνίας,τόν πρῶτο πού διέκρινε τήν ἐπιρροή μου στήν ποίηση τοῦ Δ.Π. Π. σχετικῶς μέ τά Ὀρφικά. Τόν εὐχαριστῶ.
Ὅλα ἄρχισαν ἀπό τό διήγημά μου Μηλινόη.1 Ἦταν ἀφιερωμένο στόν ποιητή Δ.Π. Παπαδίτσα. Ἡ πλοκή του διηγήματος διαδραματίζεται σέ μία αἴθουσα ἐπιτυμβίων, ὅπου ὑπάρχει ἡ φανταστική ἐπιτἀφια στήλη τῆς Μηλινὀης. Μία παράδοξη σχέση καἰ ἀγάπη ἀναπτύσσεται μεταξύ τοῦ Μύστη καί τῆς πέτρινης Μηλινόης, τήν ὁποία ζωντανεύει ἡ ἐπιθυμία του.
Αὐτή ἡ θεότητα δέν ἀναφέρεται πουθενά ἀλλοῦ, σέ κανένα κείμενο καί σέ κανένα ἔργο τἐχνης, ἐκτός ἀπό τούς Ὀρφικούς, οἱ ὁποῖοι τῆς ἀφιέρωσαν ὕμνο (71)
71 Μηλινόη (θυμίαμα μέ ἀρώματα)
«Προσφωνῶ τήν Μηλινόη, τή νύμφη γήινη, κροκόπεπλο,/ ἐκείνη πού στίς ἐκβολές τοῦ Κωκυτοῦ τήν γέννησε ἡ σεμνή/ἡ Περσεφόνη ἀπ’τἀ ἱερά πλαγιάσματα τοῦ Κρόνιου Δία,/ἀξοῦ ἐξαπάτησε τόν Πλούτωνα μέ δόλια μηχανεύματα μαζί της ἔσμιξε,/καί πάνω στό θυμό διεχώρησε τή διπλοσώματη θωριά τῆς Περσεφόνης,/πού τούς θνητούς τρελαίνει μέ ἀερικἀ φαντάσματα,/φανερώνοντας ὁμοίωμα μορφῆς μέ παράξενες ὄψεις,/ /ἄλλοτε ὁλοφάνερη, κι ἄλλοτε σκοταδερἠ, νυχτόφεγγη,/ μέ ἐχθρικές ἐξορμήσεις μές στή ζοφώδη νύχτα./ἀλλά, θεά, σέ ἱκετεύω, ὤ τῶν ὑποχθονίων βασίλισσα,/ νά ξαποστέλνεις τήν παραφορά τῆς ψυχῆς στά πέρατα τῆς γῆς/δείχνοντας πρόσωπο εὐμενές, πανίερο στούς μύστες.» 2Ἄλλη μία γέννα τῆς Περσεφόνης μέ συμμέτοχο τόν χθόνιο Δία. Στόν ὕμνο περιπλέκονται τά πράγματα.Οἱ Ὀρφικοί καλοῦν τόν Πλούτωνα χθόνιο Δία καί Εὐβουλέα. Ἡ Μηλινόη ἦταν κροκόπεπλος, ὅπως ἡ Ἐκάτη, δηλωτικό τῆς φεγγαροθεᾶς. Ὁ Ζεύς λαβαίνοντας τήν μορφή τοῦ συζύγου Πλούτωνος ἐξαπάτησε τήν Περσεφόνη, καί σμίγοντας μαζί της γέννησε τήν Μηλινόη. Τό ὄνομα πιθανόν ἐτυμολογεῖται ἀπό τό μέλι, πού προσφερόταν στά φαντάσματα τοῦ θανάτου ἤ ἀπό τήν λέξη μήλινος, πού ἔχει τό χρῶμα τοῦ μήλου ἤ ἀπό τό μέλας καί νοῦς πού σημαίνει τήν σκοτεινή σκέψη. Τό σῶμα της ἦταν διπλό καί ἡ μορφή της εἶχε παράξενες ὄψεις. Ἴσως νά ἦταν ἡ σκοτεινή καί κακόβουλη ὄψη τῆς Περσεφόνης, ὅταν ὁ Ζεύς πάνω στήν ὀργή του διεχώρησε τό σῶμα της. Προκαλεῖ μανία καί τρελαίνει μέ ἀέρινα φαντάσματα ὅποιον συναντήσει, ἀφοῦ ἡ ἴδια εἶναι θεά τῶν φαντασμάτων. Γεννημένη στίς ἐκβολές ἑνός ποταμοῦ τοῦ Ἅδου, στόν Κωκυτό τῶν δακρύων, κατἀ μία ἄποψη συγγενεύει μέ τίς Ἐριννὐες πού φέρονται ὡς θυγατέρες τῆς Περσεφόνης καί τοῦ Διός, γεννημένες στά ὕδατα τῆς Στυγός.»3
Ὅταν σχεδὀν τελείωσα τό διήγημα «Μηλινόη», μετέφρασα τόν ὀρφικό της ὕμνο ἀλλά κάτι δέν μέ εὐχαριστοῦσε· ἤθελα μία πιό δυνατή ποιητική πνοή. Ἔτσι ζήτησα ἀπό τόν φίλο μου Παπαδίτσα νά τόν μεταφράσουμε μαζί. Κι ἀπό ἐκεῖ ἄρχισε βαθμηδόν ἡ μετάφραση ὅλων τῶν ὀρφικῶν ὕμνων, πού διανθιζόταν μέ ἐπισκέψεις στούς ἀρχαιολογικούς χώρους ἀναζητώντας τά πρόσωπα τῶν ὕμνων, μέ πολλά διαβάσματα καί πάμπολλες συζητήσεις. Ἦταν μοιραία στιγμή. Ὁ Ποιητής Παπαδίτσας είσχώρησε στόν ὀρφικό κόσμο! Μέχρι τότε, δηλαδή τό 1980, ὁ ποιητής ἀναφέρεται στόν ὀρφισμό ἀκροθιγῶς. Χρησιμοποιεῖ ὡς προμετωπίδα γιά τό ποίημά του «Διάρκεια» 4 μία λέξη ἀπό τά ὀρφικά: ἀλλοτριομορφοδίαιτε ἀπό τόν ὀρφικό ὕμνο 10 περί Φύσεως, θυμίαμα μέ ἀρὠματα. Ἡ λέξη ὑπάρχει στόν 23ο στίχο καί χαρακτηρἰζει τήν φύση μαζί μέ τά ἐπίθετα ἀείρρευστη, κυκλική, ἀλλοτριομορφοδίαιτε. Πολλές ἡμέρες ἀπασχόλησε τό μυαλό μας ἡ παράξενη σύνθετη λέξη, τήν ὁποία τελικῶς μεταφράσαμε ὡς ἀλλομορφομετάβλητη.
Ἡ ἔννοια τῆς διάρκειας εἶναι σταθερό στοιχεῖο τῆς φύσεως· ὅλες οἱ μορφές τῆς ζωῆς, μετεμψύχωση, μετενσάρκωση, μεταβίωση, προβίωση, μεταμόρφωση εἶναι συνυφασμένες μέ τήν διάρκεια. Ἔτσι καί οἱ ἀρχαῖοι θεοί μετέτρεπαν τούς ἀγαπημένους τους σέ φυτά, δένδρα, ζῶα, ἀκόμη καί ὀρυκτά. Ὅλες οἱ μεταμορφώσεις έξυπηρετοῦσαν τἠν ἔννοια τῆς διάρκειας. Γι αὐτό πιθανόν χρησιμοποίησε ὁ ποιητής τήν λ. ἀλλοτριομορφοδίατε. Αὐτό τό ὀρφικό ἐπίθετο καί τό ὀρφικό ὄνομα Εύρυδίκη στό «Ὀνειρομαντικό5» εἶναι οἱ πρώιμες ὀρφικές ἀναφορές.
Ἀπό τήν συλλογή τοῦ 1980 μέ τόν τίτλο «Δυοειδής Λόγος» ἀρχίζει ἡ ἐπιρροή τοῦ ὀρφικοῦ λόγου στήν ποίησή του. Τά ἐλευσινιακά καί τά διονυσιακά εἶχαν ἐνσωματωθεῖ στό ὀρφισμό.
Στό ποίημα «Λόγος στούς Δελφούς» (δεύτερος) ἀπό τήν συλλογή «Ἡ Ἀσώματη» (1983) γράφει: «καί τό στάχυ ἐλευσίνιο σέ μῆκος, ἀλλοῦ μ’ἀκουμπάει.» Τό μῆκος δηλοῖ ἀκριβῶς τὀ ἐλευσίνιο στάχυ. Γιατί ἐκεῖνο τό στάχυ ἦταν ἕνα θαῦμα. «Τό στάχυ τοῦ σταριοῦ πού φυτρώνει καί ὡριμάζει μέ ὑπερφυσική ταχύτητα ἀποτελεῖ μέρος τῶν μυστηρίων τῆς Δήμητρας, ὅπως καί τό ἀμπέλι πού ἀναπτύσσεται μέσα σέ λίγες ὦρες, ἀποτελεῖ μἐρος τῶν διονυσιακῶν ὀργίων.»5 Ἡ ἄμπελος αὐτή ὀνομαζόταν ἐφήμερη ἄμπελος, 6 πού στήν ἑορτή τῆς ἐπιφανείας τοῦ Διονύσου, μέσα σέ λίγες ὦρες, ἔβγαζε ἄνθη καί καρπούς.
«Μέ ρουφᾶνε ἀχοί βουνίσιοι
καί τό στάχυ ἐλευσίνιο σέ μῆκος, ἀλλοῦ μ’ἀκουμπάει
κι ἄς μοῦ λέει ὁ Τριπτόλεμος ὁ Κλέοβις καί ὁ Βίτων
γιά παράδεισους ὕπνων…»
Ὁ ἐλευσινιακός Τριπτόλεμος, ὁ συνετὀς, ὅπως ἀναφέρεται στόν ὁμηρικό ὕμνο τῆς Δήμητρος, εἶναι ὁ ἀγαπημένος τῆς θεᾶς, πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε τόν ζωοδότη καρπό γιά τούς ἀνθρώπους καί τοῦ ἀποκάλυψε τίς ἱεροπραξίες καί τά πάνσεπτα ὄργια.Τὀ ὄνομά του φανερώνει τὀ ὄργωμα καί τήν γεωργία, ἀφοῦ ἐτυμολογεῖται ἀπό τό ρῆμα πολέω πού σημαίνει ὀργώνω κυκλικῶς, καί Τριπτόλεμος εἶναι αὐτός πού ὄργωσε τρεῖς φορές τό χωράφι. Ἡ θεά κατεσκεύασε γι’αὐτόν δίφρον, πού τόν ἔσερναν φτερωτοί δράκοντες, καί τοῦ ἔδωσε τό σιτάρι (τόν πυρόν) μέ τό ὁποῖον ἔσπειρε ὅλη τήν οἰκουμένη, ἀνεβασμἐνος στόν οὐρανό.7
Στήν ἴδια συλλογή ὑπάρχει καί τό ποίημα «Θηβαϊκό», πού μᾶς μεταφέρει στήν πικρή ἱστορία τῆς ὡραίας Σεμέλης, κόρης τοῦ Κάδμου, τήν ὁποία ἐρωτεύθηκε ὁ Ζεύς, ἔσμιξε μαζί της καί γεννήθηκε ὁ δεύτερος Διόνυσος. Μέ τήν προτροπή τῆς ζηλόφθονης Ἥρας, ἡ Σεμέλη ζήτησε ἀπό τόν Δία νά παρουσιασθεῖ μπροστά της μέ τήν ἁρματωσιά του, ὅπως εἶχε κάνει στό παρελθόν, ὅταν νυμφεύθηκε τήν Ἥρα. Ὁ θεϊκός ἐραστής φθάνει στόν νυφικό θάλαμο τοῦ ἀνακτόρου τῶν Θηβῶν πάνω στό ἅρμα του μέ ἀστραπές καί βροντές καί ρίχνει τόν κεραυνό του. Ἡ Σεμέλη κεραυνοβολημένη ἀπέβαλε, καί τό ἀνάκτορον ἅρπαξε φωτιά. Ὁ Ζεύς παίρνει τό ἐξαμηνίτικο βρἐφος καί τό ράβει στόν μηρό του, γιά νά τό σώσει. Κι ἄλλο ἕνα ἐπίθετο μέσα στά πολλά τοῦ Διονύσου: μηροτραφής.
Ὁ ὀρφικός ὕμνος στόν Περικιόνιο (47), πού ἦταν ἄλλο ἕνα ἐπίθετο τοῦ Διονύσου, ἀναφέρεται στήν γέννησή του ἀνάμεσα σέ βροντές καί ἀστραπές.
«Ἐπικαλοῦμαι τόν περικιόνιο Βάκχο, τόν οἰνοδότη,/πού συστρεφόμενος παντοῦ γύρω στά Κάδμεια δώματα/τά στήριξε γερά ἀπομακρύνοντας τούς τρανταγμούς τῆς γῆς,/ ὅταν πυρφόρα λάμψη ἀνασυντάραξε ὅλον τόν τόπο/μέ σφυριξιές κεραυνοκαταιγίδας· γι’αὐτό κι αὐτός πρόστρεξε/στήριγμα πάντων./ἔλα, μακάριε, ἐνθουσιαστικέ, μέ χαρωπές διαθέσεις.»
Ὁ ποιητής στό «Θηβαϊκό» ἀναφέρεται στήν Ἰνώ, τήν ἀδελφή τῆς Σεμέλης, διότι αὐτή εἶχε ἀναλἀβει νά ἀναθρέψει τόν μικρό Διόνυσο. Οἱ ὀρφικοί ἔχουν ὕμνο γιά τήν Σεμέλη, τήν Λευκοθέα, καί τόν γιό της Παλαίμονα, πού ἦταν ὁ σύντροφος τοῦ Διονύσου στά παιχνίδια. Ἡ Ἥρα ὀργισμένη ἔκανε παράφρονα τόν σύζυγὀ της Ἀθάμαντα, ὁ ὁποῖος σκότωσε τόν ἕνα τους γιό. Φοβισμένη ἡ Ἰνώ πῆρε τόν ἄλλο γιό τους τόν Μελικέρτη καί ἔπεσε στήν θάλασσα. Μετά τήν πτώση τους ἔγιναν σωτήριες θαλάσσιες θεότητες, ἡ μέν Ίνώ μέ τό ὄνομα Λευκοθέα, ὁ δέ Μελικέρτης μέ τό ὄνομα Παλαίμων.
Ὁ ποιητής ἀναφέρεται στήν Ἰνώ, προτοῦ ριχθεῖ στήν θάλασσα, ὅπου ἔλαβε τό ὄνομα Λευκοθέα.
«Πές γι’ ἀστραπές καί χορτάρια
πές μου Ἰνώ
γιά κάδμεια λιθάρια
ποιό στόμα ἱερό
δοσμένο στόν ἄοπνο καιρό
θά μιλήσει;
ποθοτράνταχτο βἀκχειο «εὖα»
ἀπ τή νύχτα στό αὐτἰ μου κατέβα
μελίσσι
ἔλα λάμψη φωνηέντων αὐγῆς
ἥλιε ἄστρα διονύσιο «εὐοῖ»
στή σιωπή τῆς κραυγῆς…»
Μετά ἀπό μία ἐπίσκεψη στὀν ἀρχαιολογικό χῶρο τῶν Θηβῶν, συγκινημένος ὁ ποιητής μοῦ ἔδωσε τήν ἑπόμενη ἡμέρα τό «Θηβαϊκὀ». Εἶναι αὐτό γιά μένα ἀξέχαστη στιγμή, ὅπως ἀξέχαστες θά παραμείνουν καί οἱ στιγμές πού ἀπό τήν ἀρχή τῆς φιλίας μας, μοῦ διάβαζε καί μοῦ ἔδινε ἀντίγραφο τῶν νέων του ποιημάτων. (Αὐτά τά χειρόγραφα ποιήματα καί ὁ,τιδήποτε σχετικό μέ τόν ποιητή, ὅπως ἐπιστολές, σημειώματα, καί καπέλο, τἀ χάρισα στό ἵδρυμα ΕΛΙΑ.)
Στό «Θηβαϊκό» ὑπάρχει καί ἕνα ἐπιφώνημα δυνατῆς φωνῆς ἤ κραυγῆς, πού ἀναφέρεται στόν Διόνυσο. Εὖα, ἀλλά καί τά ἐπίθετα εὐαστήρ, εύαστής καί εὔιος εἶναι ὁ κράζων εὖα, ὁ βακχικῶς κράζων. Τό μεγάλο παρακελευστικό ἐπιφώνημα, τό μυστικόν καί ληναϊκόν, τό βακχικόν «εὖα» (εὖα,εὐοῖ, εὐᾶν) τό ἐπιφώνημα πού κατά μία ἑρμηνεία μιμεῖται τήν φωνή τοῦ τρἀγου, ἡ λέξη εὖα, αὐτή ἡ εὔθυμη καί ἐνθουσιατική κραυγή, πού ἀκουγόταν στά ἐλευσίνια μυστήρια. Τό ἐπίθετο εὐαστής, εὐαστήρ καί εὔιος ἐμεῖς τό μεταφράσαμε μέ τό πεποιημένο βακχόκραυγος ἤ εὐοίκραυγος. Τό ἐπίθετο ὑπάρχει καί στό ποίημα «Βακχικό,» ὁλόκληρο ἀναφερόμενο στόν Διόνυσο, τόν Βἀκχο, στόν δεύτερο Διόνυσο, τόν γιό τοῦ Διός και τῆς Σεμέλης. Ἄς ξεκαθαρίσουμε ὅμως τούς Διόνυσους καί τά ἐπίθετά τους.
Ὁ πρῶτος Διόνυσος, ὁ κερασφόρος Ζαγρεύς,ἦταν γιός τοῦ Διός καί τῆς Περσεφόνης. Τόν διαμἐλισαν οἱ Τιτᾶνες. Ὁ Ζεύς ἔσωσε μόνον τήν πάλλουσα καρδιά του.
Ὁ δεύτερος Διόνυσος ἦταν γιός τοῦ Διός καί τῆς Σεμέλης. Ἐπίθετα του εἶναι: Βάκχος, Ἰόβακχος, Λύσιος (ἤ Λυαῖος) Ληναῖος (ἤ ἐπιλήνιος,) εἰραφιώτης, μηροτραφής, Βασσαρεύς, Βρόμιος κα
Ὁ τρίτος Διόνυσος, γιός τοῦ δευτέρου Διονύσου καί τῆς Αὔρας ὀνομαζόταν Ἴακχος.
Τά ἐπίθετα πού ὑπάρχουν στό ποίημα «Βακχικό» (ἀπό τήν συλλογή Τό Προεόρτιον 1986) φανερώνουν πώς πρόκειται γιά τόν δεύτερο Διόνυσο.
«Ἐγώ ὁμοιάζω στήν πεθυμιά σου-ὄχι νεκρἐ ἀλλά κισσόζωστε –Βάκχε
Εὐαστή πού ἡ αὔρα σοῦ κινάει τά φύλλα
εὐάλωτη ἐπιτάφια θεἀ ἤ θεέ
τό στόμα μου σ’ ἀνάσταινε ὅταν σ’ἐνεκροφίλα
μυριάκις σέ
ἐπικαλοῦμαι Ἰὀβακχε ἐκεῖ πού σμίγει ἀγρός μέ βόγκο
θαλάσσης
μυριάκις μέ
ἐλυκτροκυκλοαλλάσσεις…»
Στό θαυμάσιο «Ἐλευσίνιο,» ἀπό τήν συλλογή( Ἡ Ἀσώματη 1983) ἐκτός ἀπό τήν ἀνἀδειξη τοῦ χώρου, μέ τίς θραυσμένες ἐπιγραφές ΙΕΡΟΦΑΝ{,,,} ΚΕΛΕΥΘΑ ΜΙΝ/ΔΗΜΩ ΜΕΓΑΡ{…};, τήν συκιά πού ξεπροβάλει στό πλουτώνιο ἄντρο, αὐτό τό αὐγουστιάτικο πλουτώνειο ἄντρο, μέ τίς ἀγἐλαστες πλουτώνιες πέτρες, μέ τό νερό, τήν ἀράχνη καί τό παρθένιο φρέαρ, ὁ ἐρωτευμένος τίποτε ἀπό αὐτά δέν ξεχνᾶ καί ἰδίως: «Πῶς τό φιλί πού δέν σ’ἀντάμωσε/καί πῶς ἐγώ ὁ ἡλιογδαρμένος σ’ἔχασα ἀπ’τά μάτια;» Ἐδῶ τό φιλί σάν τό βέλος τοῦ Ζήνωνος αἰωρεῖται, μή φτάνοντας στόν προορισμό του. Ἕνα φιλί ἀκίνητο κινούμενο. Τό ἐπίθετο «ἡλιογδαρμένος» δίνει τήν ἐντύπωση χαρακιᾶς ἤ χαράγματος πάνω σέ ἐπιτύμβιο. Τό γδάρσιμο ἀπό τόν ἥλιο-ζωή,σημαίνει καί γδάρσιμο ἀπό ἐμπειρία καί γνώση. Καί προπαντός ἀπό μνήμη. Γι’αὐτό δέν ξεχνᾶ ὁ ποιητής.
«Ἦταν τά μάρμαρα ἦταν ἡ σκόνη ἦταν Νεϊθ Ἀθωρ
ΙΕΡΟΦΑΝ ι..}ΚΕΛΕΥΘΑ ΜΙΝ
ΔΗΜΩ ΜΕΓΑΡι..}
Ἦταν παρόχθια μυστικά;;
ἦταν τά χνάρια μου ἀκριβῶς τά χνάρια σου;
ἦταν τό μυστικό ἀπ’τό μυστικό;
ἡ αἴσθηση μές ἀπ’τήν αἴσθηση;
Ἦταν ὅ,τι ἀκριβῶς ἤμουν ἐσύ; ὄργιο ἀγαθό, στάχυ, πομπή;
τό χέρι ἐκεῖνο πού ἄγγιζε κι ἔπεφτε αἰθάλη;
Ἡ συκιά μές ἀπ’τή συκιά ὁ καρπός;
τά βήματα μέσ’ἀπ’τά βήματα τά πόδια;
(ἄχ αὐτά πού πάτησαν
φωτιές
καί μιά ἦταν σκιές καί μιά ἦταν ἄνθια)
Ἤτανε συκοβλάσταρο σέ δράκου στόμα; πῶς νά ξεχἀσω
τοῦ Αύγούστου τό πλουτώνιο ἄντρο;
πῶς τίς ἀγέλαστες πλουτώνιες πέτρες
πῶς τό νερό πῶς τήν ἀράχνη πῶς τό παρθένιο φρέαρ;
Πῶς τό φιλί πού δέν σ’ ἀντἀμωσε
καί πῶς ἐγώ ὁ ἡλιογδαρμένος σ’ἔχασα ἀπ’τά μάτια;»
Ἀπό τήν συλλογή «Τό Προεόρτιον 2» ἀποκαλύπτεται ἡ στενή σχέση τοῦ ποιητῆ μέ τόν ἐλευσίνιο χῶρο. (Καί οἱ δικές μας έλευσινιακές ἐπισκέψεις, σέ ὅλες τίς ἐποχές τοῦ ἔτους, μέ τήν Ἐλευσίνα βροχερή, τήν Ἐλευσίνα μέ τίς πρῶτες ἀνοιξιάτικες παπαροῦνες, τήν Ἒλευσίνα ξερή καί ἄνυδρη, αὐτό τόν σκοπό εἶχαν: νά βγοῦμε καθαροί καί εύτυχεῖς ἀπό τόν ἀρχαιολογικό χῶρο, ἀνεξαρτήτως μέ τί διάθεση πηγαίναμε. Ἐπιδιώκαμε τήν κάθαρση, ἀπό ὁτιδήποτε βαρύ καί ἄθλιο βάραινε τήν ψυχή μας. Στήν ἐπιστροφή τό αὐτοκίνητό μου ἔβγαζε φτερά καί πετοῦσε! Τόσο ἀνάλαφροι νιώθαμε. Συντρόφευα καί παρατηροῦσα τόν ποιητή καθημερινῶς σχεδόν, στά χρόνια πού γράφτηκαν οἱ συλλογές του «Δυειδής Λόγος», «Ἡ Ἀσώματη» καί τό «Προεόρτιον». Ἤμουν κοντά του μέχρι τόν θάνατό του. Ἔτσι ὑπῆρξα μάρτυρας γιά τίς πηγές τῆς ἔμπνευσης του, τίς συγκινήσεις καί τίς ψυχικές του διακυμάνσεις.)
«Ἡ ἀπελπισία μᾶς πάει στήν Ἐλευσίνα
ἐκεῖ ὁ Κελεὀς καί τό καλλίχορο φρέαρ
ἡ ἀράχνη καί ἡ σύνοφρυς πέτρα
Ἐκεῖ θά χω πεθἀνει
καί θά τό ξέρει μόνο ἡ Βάκχη μου
πού τρέλανε τά κύτταρά μου
κι ἐγώ ἠχὠ τοῦ θανάτου βαθιά στή ζωή
Συνέχεια ξεκινάω ἀπ’τό πρωί.»
Μετἀ τὀν ἕκτο προχριστιανικό αἰώνα, ὁ Ὀρφισμός ἐνδιαφέρθηκε γιά τόν ἁπλό, καθημερινό ἄνθρωπο, διότι τό εὐφυές δόγμα του γιά τήν διττή ἀνθρώπινη φύση, τήν θεϊκή καί τήν τιτανική, ἐξίσωνε ὅλους τούς ἄνθρώπους. (θεϊκή ἀπό τόν διαμελισμένο Διόνυσο καί τιτανική ἀπό τούς διαμελιστές Τιτᾶνες.) Σκοπός τοῦ Ὀρφισμοῦ ἦταν ἡ ἕνωση μέ τό θεῖο, «ἡ θέωση» κατά τόν ὅρο τῆς χριστιανικῆς θεολογίας. Γιά νά ἐπιτύχει ὅμως τήν θέωση, ἔπρεπε νά ζῆ ὁ ἄνθρωπος μέ ἀγνότητα καί ἠθική. Ἡ ὀρφική θεολογία πίστευε πώς ὅταν ἡ ψυχή κατέβαινε στόν Ἅδη, δεχόταν κρίσεις καί ποινές γιά τά ἀνομήματά της, μέχρι νά ἐπιτευχθεῖ ἠ κάθαρση της καί νά ἐπιστρέψει στόν πάνω κόσμο, ὥσπου θά ξαναλερωνόταν ἀπό τήν ἐπαφή της μέ τό σῶμα. Αύτό συνέβαινε συνεχῶς, ἦταν ὁ ἀσφυκτικός τροχός τῶν ἀλλεπαλλήλων γεννήσεων, ὥσπου νά γινόταν ἠ μύηση στίς ὀρφικές τελετές, μέ καθαρμούς, ἀποχή ἀπό ὁρισμένες τροφές καί κυρίως μέ τόν ἀσκητικό καί ἁγνό τρόπο ζωῆς.Τότε θά μποροῦσε νά πεῖ λυτρωμένος ὁ μύστης: «Ἀπό τόν βαρυπενθῆ καί ἀσφυκτικό κλοιό πέταξα.»
Ὁ ποιητής στόν ἐλευσινιακό χῶρο ἐμπνέεται καί γράφει:
«Καί ὤ θεοείκελε ἄνδρα
καύχημα θεῖο πανόβλιο
στρέψε μέ δάκρυα
νά ἰδεῖς τήν Περσεφόνη
πηγή ἀνθέων και φωνημάτων εὐδίας.»
Στήν ἔμπνευσή του ἀκολουθεῖ τήν παράδοση τῆς ὀρφικῆς Περσεφόνης,8 ὅπου τόπος τῆς ἁρπαγῆς ἦταν ἡ Ἐλευσίνα. Ὀ ὀρφικός ὕμνος (29) στήν Περσεφόνη χαρακτηρΊζει τήν Κόρη μονογενῆ θεά, πολυτίμητη σύζυγο τοῦ Πλούτωνος, μητέρα τῶν Εὐμενίδων , συμπαίκτρια τῶν Ὡρῶν, καί ἀναφέρει τόν μελαγχολικό στίχο, «πού ἁρπαγμένη νυμφεύτηκες σέ γάμους φθινοπωρινούς.»
Ὁ ποιητής πρῶτα ἀπευθύνεται στόν θεοείκελο ἄνδρα, πού ἀπό μία ἄποψη εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος, καί κατόπιν στὀ πολύφθογγο, πυρφόρο στόμα.
«Γύρνα καί πές μου πρόσωπο
πολύφθογγο,πυρφόρε
καρπέ ἀμπελῶνος,
στάχυ ἐλευσίνιο τοῦ Ἅδη
κάτασπρο κρίνο
Χέρι ὑπογήινο ἀδράχνει
ἄνθη στιγμιαῖα καί ἡ κόρη
νυχτολαμπής πλησιάζει,
μά ἐγώ οὔτε βλέπω, πές μου
πυρφόρο στόμα
νά πιῶ ἀπ΄τήν κρήνη ἤ ἀπ’τό αἶμα;»
Ἡ θεά πλησιάζει νυχτολαμπής ἀλλά ὁ μύστης ἀκόμη στέκει ἄβουλος: αὐτό εἶναι τό χαρακτηριστικό, ὅσων πλησιάζουν τό μυστήριο ἤ τήν θεότητα. Κινδυνεύουν, ὅπως ὁ Τειρεσίας καί ὁ Ἰακώβ.
Ὁ ποιητής ρωτᾶ ἄν πρέπει νά πιεῖ ἀπό τήν κρήνη ἤ ἀπό τό αἶμα. Τό αἶμα εῖναι στοιχεῖο τῆς ὁμηρικῆς μετάληψης, γιά νά τό πιεῖ ὁ ἐνδιαφερόμενος καί νά βρεθεῖ στόν χῶρο τῶν νεκύων. Εἶναι τό αἷμα τοῦ θυσιασμένου ζώου. Οἱ νεκροί κατά τόν Ὅμηρο (Ὂδυσσείας λ) πίνουν αἶμα γιά νά ξαναθυμηθοῦν, «ἤλυθεν καί πίεν αἶμα κελαινεφές· αὐτίκα δ’ἔγνω». Μέ αὐτόν τόν τρόπο εἶχε γνωρίσει ἡ Ἀμφίκλεια τόν γιό της Ὀδυσσέα. Γιά τούς ὀρφικούς αὐτό ἦταν ἀπότρόπαιο: σιχαίνονταν τίς ἔμψυχες θυσίες. Γι’αὐτό καί οἱ ἐπικλήσεις στά πρόσωπα τῶν ὀρφικῶν ὕμνων συνοδεύονται ἀπό ἀρώματα καί θυμίαμα. Ἡ κρήνη μέ τό νερό εἶναι καθαρἀ σύμβολο τῶν ὀρφικῶν. Ἔτσι ὑπάρχει καί ὁ ὀρφικός τρόπος: «Ἐδῶ ἡ λευκή κυπάρισσος/ὁ λευκός ὕπνος ἡ λίμνη/ὁ πάνρυτος λόγος ἡ κρήνη»
Στό ποίημα «Υἱός Οἰάγρου» δίνεται ἡ λύση.Θά προτιμηθεῖ ὁ ὀρφικός τρόπος. Θά πιεῖ ἀπό τήν κρήνη. Ὁ Οἴαγρος, ποτάμιος θεός, κατά μία ἐκδοχή ἦταν πατέρας τοῦ Ὀρφέως. Ἓπομένως ἐδῶ πρόκειται γιά τόν ἴδιο τόν Ὀρφέα, ἤ μᾶλλον γιά τόν ὀρφικό μύστη.
«Στεγνός ἀπό τή δίψα σου
στό γυρισμό σου
πλάι στήν λευκή κυπάρισσο
ρίψε τήν ὀνειρόπετρα στή λίμνη
Ἀριστερά σου
πιές ἀπ’τήν ἄλλη κρήνη…»
Τό ποίημα κρηπιδώνεται πάνω σέ μία ὀρφική πινακίδα. Οἱ όκτώ πινακίδες πού βρέθηκαν σέ τάφους ὀρφικῶν μυστῶν ἦταν ἐνεπίγραφες, καμωμένες ἀπό λεπτότατο φύλλο χρυσοῦ. Οἱ ἕξη ἀνακαλύφθησαν στήν Κάτω Ίταλία, ἡ μία στήν Ρώμη καί ἡ ἄλλη στήν Κρήτη. Ἦταν θαμμένες μαζί μέ τόν νεκρό καί εἶχαν ὁδηγίες γιά τό ταξίδι του στόν κάτω κόσμο. Ἡ πινακίδα τῆς Ἐλεύθερνας (Κρήτη) γράφει: 1 Α. δίψαι αὖος ἐγώ καί ἀπόλλυμαι· Β. ἀλλά πιέ μοι κράνας αἰειρόω ἐπί δεξιά ,τῆ κυφάρισσος 9. Ἐδῶ άναφέρεται ἡ μεγάλη δίψα τῆς ψυχῆς τοῦ μύστη: Ἐγώ διψῶ καί χάνομαι καί ἡ ἀπάντηση: πιές ἀπό τήν ἀείρροη κρήνη στά δεξιά τῆς κυπαρίσσου. Τόν προτρέπει νά πιεῖ ἀπό τήν πηγή τῆς Μνημοσύνης. «ἀριστερά σου, πιές ἀπ’τήν ἄλλη κρήνη.» Ἡ πηγή τῆς Μνημοσύνης ἀναφέρεται καί στήν πινακίδα ἀπό τήν Πετέλεια τῆς νοτίου Ἰταλίας (εὑρήσεις δ’ ἑτέραν, τῆς Μνημοσύνης ἀπό λίμνης/ψυχρόν ὕδωρ προρέον) καθώς καί στήν πινακίδα τῆς Ρώμης. Κι ἐδῶ ὁ ποιητής ὑπονοεῖ τήν κρήνη τῆς Μνημοσύνης, διότι γιά τούς όρφικούς ἡ λήθη ἦταν κακή. Ὁ όρφικός ὕμνος ἔχει γιά τήν Μνημοσύνη χαρακτηριστικές ἐκφράσεις, ὅπως «πού βρίσκεται μακριά ἀπό τήν κακή λήθη, τήν πάντα φρενοφθόρα» ἤ στήν ἐπίκληση «άλλά μακάρια θεά, στούς μύστες ξύπναγε τήν μνήμη /τῆς πανιέρου τελετῆς, κι ἀπόδιωχνε ἀπ’αὐτούς τή λήθη.»
Ὁ ὀρφικός μύστης ἔπρεπε καθημερινῶς νά ἀσκεῖται στή ἁγνότητα, νά περιφρονεῖ ἀλλά καί νά προφυλάσσει τό σῶμα ἀπό τίς σαρκικές ὀρέξεις, νά μελετᾶ πιθανόν τοὐς ἱερούς λόγους, τῶν ὁποίων τα ἀποσπάσματα διασώθηκαν μέσω τῶν νεοπλατωνικῶν, νά παρευρίσκεται στίς τελετές, καί νά δέχεται τήν ὀρφική δογματική.Τήν βαριά δογματική, ἀφοῦ κατἀ τούς ὀρφικούς, ὁ ἄνθρωπος ἦταν σημαδεμένος, πρἰν ἀπό τήν γέννησή του μέ μἰα προϋπαρξιακή ἐνοχή ἐξαιτίας τοῦ τιτανικοῦ στοιχείου πού ἔφερε ἐντός του.10
Στό «Προεόρτιον» ὑπάρχουν μαγευτικοί στίχοι γιά τήν ἐξύμνηση τῆς Περσεφόνης. Τήν ἀποκαλεῖ «δέσποινα», ὅπως τήν ἀρκαδική κόρη, τήν γεννημένη ἀπό τόν Ποσειδώνα καί τήν Δήμητρα, γιά νά μήν εἰπωθεῖ τό ὄνομά της, ἀφοῦ ἦταν ἄρρητη Κόρη.
«Ἄ κὀρη δέσποινἀ μου πού ἡ γῆ σέ γηράσκει
καί μόνο ἐγώ στά μανιακά καλἐσματά μου ρουφῶ
τίς ἀγέρινες πτυχές σου κι ἔτσι
τό κάθε πρωί σάν ἕνα μυστικό ξοδεύει σέ ἀπορίες κι
ἀρνητικές διεγέρσεις
καί ἀριθμούς τῆς ἐρημιᾶς φωνές…»
Ὁ ποιητής δέν ὑμνεῖ μόνον τἠν παρθενική Κόρη ἀλλά καί τήν βασίλισσα τῶν ὑπογήινων. Ἐπίσης καί τήν ὀργισμένη Περσεφόνη γιά τά ἄδικα ἔργα. Στόν Μένωνα 11 ὁ Πλάτων ἀναφέρει ἕνα βαθύπνοο καί ὑποβλητικό ἀπόσπασμα τοῦ Πινδάρου, πού ταράζει μέ τό σκοτεινό του νόημα. «Ἡ Περσεφόνη τίς ψυχές ὅσων τῆς ξόφλησαν τήν ποινή γιά τά παλιά τους κρίματα, τίς ἀνεβάζει ξανά στον ἥλιο τοῦ Πάνω Κόσμου, ὕστερα ἀπό ἐννιά χρόνια· καί εἶναι ἐκεῖνες οἱ ψυχές, ἀπ’τίς ὁποῖες οἱ λαμπροί βασιλιάδες κι οἱ ἀκράτητοι γιά τή ρώμη τους ἄντρες καί οἱ μέγιστοι στή σοφία ἀντρώνονται· καί πιά ἀποκαλοῦνται στόν αἰώνα ἀπ’τίς γενιές τῶν ἀνθρώπων ἡμίθεοι ἀψεγάδιαστοι.»
Προφανῶς ὑπονοεῖται τό τιτανικό στοιχεῖον τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, τό βαρύ «προπατόρικό ἁμάρτημα» θά λέγαμε, τό ὁποῖον κληρονόμησαν οἱ Τιτᾶνες στό ἀνθρώπινο γένος, ὅταν διαμέλισαν τόν γιό τῆς Περσεφόνης, τόν πρῶτο καί κερασφόρο Διόνυσο, τόν Ζαγρέα (Ζαγρεύς σημαίνει ὁ μεγάλος κυνηγός) πού ἀπέκτησε «ἀπό τά άνόσια πλαγιάσματά της μέ τόν Δία» ὡς ἀναφέρει ὁ ὀρφικός ὕμνος. Ὅσες ψυχές λοιπόν ξόφλησαν τήν ποινή γιά τά παλιά τους κρίματα καί καταπολέμησαν τό τιτανικό στοιχεῖον μέσα τους, ξανάδαν τόν ἥλιο τοῦ Πάνω Κόσμου, γιατί τούς συγχώρησε ἡ λαμπρή Περσεφόνη.
Σἐ πινακίδα τοῦ Κομπάνιο (β) ἀναφέρεται.12… «Τό τίμημα πλήρωσα γιά ἔργα πού δέν εἶναι δίκαια εἴτε ἡ μοίρα μέ /δάμασε εἴτε …/μέ κεραυνό ἀπαστράπτοντα./Τώρα ὄμως ἱκέτης ἔρχομαι στήν πάναγνη/Φερσεφόνεια γιά νά μέ δεχτεῖ ἡ χάρη της/στίς ἕδρες τῶν εὐσεβῶν.»
«Κόρη στήν κάθε μου ἄκρη μυρίζω νάρδο καί λιβάνι
κι ἡ καρδιά μου εἶναι δυόσμος καί σφαιρίδια ὁσμῆς ἀπό
τόν ἄλλο κόσμο…
« καί ψάχνω γιά τή δέσποινά μου
ἐκεῖ στῆς Ἐλευσίνας τήν καταπακτή πλάι στόν λειμώνα.»~
Στό τέλος αὐτῆς τῆς ἐλευσινιακὴς ἑνότητας ( Τό Προεόρτιον 2) ὁ ποιητής φαντάζεται ἕνα πλῆθος νά συρρέει στόν ἐλευσινιακό χῶρο. Εἶναι μύστες; ὄχι εἶναι ἁπλοῖ ἄνθρωποι. Ὅμως ὅλοι αὐτοί ἦταν ἕνας ἄνθρωπος. Αύτός ὁ ἄνθρωπος τῶν πολλῶν ἀνθρώπων εἶναι: «αύτός πού ἡ θάλασσα ξανοίγεται στά μεσοκύτταρά του/κι ὅταν βρεθεῖ στούς ἀγκαθότοπους τῆς Ἐλεσίνας/παραμερίζει ἄρρητες σκόνες/μέ ἰλιγγιώδη λόγια πού εἶναι σφυρίγματα τοῦ σκότους/ἀκούει τά μέσα του δρακόφιδα.» «Πολλοί ἄνθρωποι μαζί εἶναι ἕνας ἄνθρωπος πού πάει ἀπό ἄνοιγμα σέ ἄνοιγμα/καί φθάνει στοῦ ἅδη τήν κυπάρισσο..»
Στό σημεῖο αὐτό ὁ ποιητής, ὁ μύστης διαχωρίζεται ἀπό τήν ίδέα τῶν πολλῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι συνθέτουν τόν ἕνα ἄνθρωπο. Διαχωρίζεται διότι εἶναι πλέον μύστης τῆς Ἐλευσίνας, Ἐλεύσιος, ἐλευσίνιος, πού φαίνεται πώς ξεπλήρωσε τήν Περσεφόνη γιά τά ἄδικα ἔργα του σχετικῶς μέ τόν διαμελισμένο γιό της, ξερρίζωσε τό τιτανικό του στοιχεῖο καί ὁμολογεῖ πώς ξέφυγε ἀπό τόν κύκλο τοῦ θλιβεροῦ τροχοῦ καί ἔφθασε στόν ποθητό κύκλο, στόν κόρφο τῆς Δέσποινας. Ἔτσι διαχωρίζεται ἀπό τούς ἄλλους λέγοντας:
«Ὅμως μή, ἐμένα μή μ’ἀφήνετε νά εἶμαι αὐτός ὀ ἄνθρωπος
ἐγὠ πού ἄγγιξα τήν κόρη μέ παλάμες ἀναμμένες κι ἔλαμψα
ὅπως ἐκείνη μπρός στά κρίνα στά τριφύλια στίς ροδιές
στῆς Ἐλευσίνας κάτω ἐκεῖ τόν Νύσιο τόπο…»
«Δἐσποινά μου
τό μυστικό σου εἶναι τό αὐτί τό ἀνοιχτό στόν ἀριθμό τῆς
τροχιᾶς πού μελωδεῖ τά οὐρανοσώματα
καί τά μαλλιά σου ἀνεβοκατεβαίνουν κι εἶναι ἀνοιξιάτικα
βουνά μέ λίγο χιόνι.
καί τό στόμα σου ὁ κάλυκας πού τριγυρίζει ἡ μέλισσα
καί τά καλλίσφυρά σου πόδια δέντρα μαντικά
οἱ ὀφθαλμοί σου οἱ δυό γυάλινοι τἀφοι μου
καί τό μειδίαμἀ σου θέρος τοῦ ἄλλου κόσμου καί φυτεία
σταριοῦ…»
(Καί τήν ἡμέρα πού πήγαμε καί ἦταν ἄνυδρη ἡ Ἐλευσίνα, ἐνέπνευσε τόν ποιητή δωρίζοντάς του θαυμάσιους στίχους.)
«Ἤλυθε ἄκουγα ἤλυθε
κι ἔψηνε ὁ ἥλιος τά φύλλα
κι ἔπεσα χάμω νά σφαδἀζω στεγνός κι ἀντίκρυ μου ἡ κρήνη
καί ἡ ρίζα πάνω… κοῖλος ὁ οὐρανός στή μέση
καί τά φύλλα κάτω
κι ὁ κάτω κόσμος ἀρχή τῆς συκιᾶς καί ἄνυδρος…»
Τελευταία εἰκόνα τοῦ ποίηματος, εἶναι αὐτή πού φαντάζεται ὁ κάθε ἐπισκέπτης τῆς Ἐλευσίνας.
«Καί ἡ μέσα ἱππήλατη ἅμαξα σέ πήγαινε κλαμμένη
κι ὁ ἥλιος ἔκαιγε
ἐκεῖ στό Νύσιο πεδίο.»
Στό Νύσιο πεδίο ἐκεῖ μάζευε ἄνθη ἡ Κόρη, ὅταν τήν ἅρπαξε μέ τήν ἱππήλατη ἅμαξα ὁ τρομερός Ἀιδωνεύς.
Αὔγουστος 1-6 τοῦ 2021
Σημειώσεις
1.῎ Ἑλένης Λαδιᾶ Ὁ Σχιζοφρενικός θεός διηγήματα (διήγημα Μηλινόη 1980) ἔκ. Imago 1983)
2.Ὀρφικός ὕμνος 71 Μηλινόης μτρφ. σχόλια Δ.Π.Παπαδίτσας Ἑλένη Λαδιά ἔκ. Ἑστίας
3.Ἑλένης Λαδιᾶ Σημερινές Ἑλληνίδες μέ πανάρχαια ὀνόματα. (ὀρφική Περσεφόνη) ἔκ. Ἁρμός 2015
-
Διἀρκεια ποιητική συλλογή τοῦ Δ.Π.Παπαδίτσα 1972/Περιλαμβάνεται στά Ἅπαντα ἔκ. Μέγας Ἀστρολάβος Εύθύνη 1997
-
Ἑλληνικά Μυστήρια (Ἐλευσίνια,Καβείρια, Ὀρφικά) τῶν C. Kerenyi, Walter F. Otto—Walter Wili καί Paul Schmitt. Μτφ. Ἀπόστολος Κοντός ἐκ. Ἰάμβλιχος 2005
-
Ἑλένης Λαδιᾶ Ὁ ἔτυμος λόγος διηγήματα (διήγημα Ἐφήμερη ἄμπελος ) ἔκ. Ἀρμός 1998
-
Ἑλένης Λαδιᾶ Ἒλευσινιακά κείμενα ( τό φτερωτό ἅρμα τοῦ Τριπτόλεμου) ἔκ. Δῆμος Ἐλευσίνας ΝΠΔΔ. ΠΑΚΠ
-
Ἑλένη Λαδιᾶ Σημερινές Ἑλληνίδες μέ πανάρχαια ὀνόματα. (ἡ ὀρφική Περσεφόνη σ. 352 κ ἑ.) ἔκ. Ἁρμός 2015
-
Otto Kern Orphicorum Fragmenta, Ἐπίσης Jane Ellen Harrison Ὀρφική Φιλοσοφία μτφρ. Ἑλένη Παπαδοπούλου, ἔκ. Ἰάμβλιχος 1995
-
ἙλένηςΛαδιᾶ Τά ψυχομαντεῖα καί ὁ ὑποχθόνιος κόσμος τῶν Ἑλλήνων ἔκ. Gema 2006
-
Αὐτόθι -Ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἀποσπάσματος στό βιβλίο:: Πλάτωνος μύθοι είσαγωγή, μετἀφραση καί σχόλια Ἠλ. Σ. Σπυρόπουλος ἔκ. Ζῆτρος Θεσσαλονίκη 2003. Ἐπίσης βρίσκεται στό βιβλίο Πίνδαρος τοῦ Παναγῆ Λεκατσᾶ ἔκ, Δίφρος 1960
-
Jane Ellen Harrison Ὀρφική Φιλοσοφία μτφρ, Ἐλένη Παπαδοπούλου ἔκ. Ἰάμβλιχος 1995
Εξαιρετικό. Ευχαριστούμε πολύ!