«Παραλλαγές στο Παράφορο» ονομάζεται η τελευταία ποιητική συλλογή της Ελένης Λιντζαροπούλου. Πραγματικά ο τίτλος ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο των ποιημάτων. Τα ποιήματα είναι «παραλλαγές» του Παράφορου. Γιατί η ποιήτρια εκφράζει τις σκέψεις, τον πόνο, τον θρήνο, τον έρωτα, την πίστη στο Θεό, παράφορα. Ζει μέσα στον κόσμο ολόκληρη όσο είναι δυνατόν, καθώς κανείς δεν κατορθώνει ποτέ να ξεπεράσει εντελώς τις ατέλειές του («Ατελώς Εγώ Ι»). Βιώνει τις ανθρώπινες τραγωδίες, όπως ο θρήνος της Μάγδας Φύσσα για τον γιο της, στον ίδιο βαθμό με το θείο δράμα («Εγκώμια»).
Από το βαθιά προσωπικό περνάει στο κοινωνικό, σ’ αυτό που πονάει- και πρέπει να πονάει- την κοινωνία. Χρέος της να μιλήσει, να μη σωπάσει. Η ποίηση γίνεται η δυναμική έκφρασή της για όλες τις σχέσεις της, τις καταστάσεις.
Ο Έρωτας είναι σημαντικός για την ποιήτρια ως κατάσταση απόλυτου δοσίματος, ως δύναμη που συνέχει το σύμπαν («Ατελώς Παράφορο», «Ανάμεσα»).
Στον αντίποδα ο Θάνατος που θερίζει ζωές αθώων κι ανυποψίαστων σπέρνοντας θρήνο σ’ όλη τη γη. Δύναμη που δεν καταστέλλεται, βεβαιότητα και φόβος («Απαγορεύεται το Κάπνισμα», «Επείγον»).
Αν και δεν είναι μια συλλογή με «γυναικεία» ποιήματα, είναι αρκετά τα ποιήματα που αφορούν στη Γυναίκα και στα μύχια ζητήματα που την απασχολούν. Το ποίημα «Βαρέθηκα να Βρέχει» θίγει ένα κατεξοχήν “γυναικείο” ζήτημα καθώς το –Β- του τίτλου παραπέμπει στον τελευταίο στίχο και στο ζήτημα του βιασμού: «Η απουσία συναίνεσης δεν θεωρείται ακόμη βιασμός».
Οφείλουμε να σταθούμε στην προσωπική σχέση της ποιήτριας με τον Θεό. Σχέση ιδιαίτερη που φαίνεται όχι μόνο από το προσωπικό βίωμα, αλλά κι από την συνάντηση της Θεολογίας με την Κοινωνία μέσα στην ποίησή της. Η Λιντζαροπούλου δεν έχει “στοιχεία θρησκευτικότητας” στη γραφή της, αλλά «θεολογεί εν ποιήσει».
Το παιχνίδι με τις λέξεις ( βλ. «Ατελώς»), τα πολλά επίθετα, η έμφαση στο ρήμα, κάνουν τη γλώσσα της Λιντζαροπούλου δυνατή, ζωντανή, ρωμαλέα.
Οι πλούσιες και ζωντανές εικόνες είναι αποτέλεσμα της κίνησης ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον υπερρεαλισμό. Έχουμε μια ποίηση δυναμική, σύγχρονη, που αγγίζει την ουσία των ανθρώπινων ζητημάτων.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΛΙΝΤΖΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
-κ. Λιντζαροπούλου, συγχαρητήρια για την τελευταία ποιητική συλλογή. Αυτή η συλλογή μοιάζει μ’ ένα προσωπικό “ξεκαθάρισμα”, αν λάβουμε υπ’ όψιν όχι μόνο το τελευταίο ποίημα που λειτουργεί ως επίλογος, αλλά το σύνολο των ποιημάτων. Μια deprofundis εξομολόγηση με σημείο αναφοράς τον άνθρωπο, πέρα από το προσωπικό στοιχείο.
-κ. Ζάχαρη σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια, κυρίως όμως σας ευχαριστώ γιατί αναγνώσατε τα ποιήματά μου και σταθήκατε επισταμένως σε ό,τι αυτά έχουν να πουν. Ας μιλάμε όμως στον ενικό μιας και η συνέντευξη μας θα είναι και αυτή deprofundis.
Συνολικά η ποίηση, νομίζω, αλλά η ποίησή μου με βεβαιότητα είναι «εκ βαθέων», δεν είναι του μυαλού. Ναι η συλλογή αυτή αποτελεί ένα ξεκαθάρισμα με εισαγωγικά, όπως το γράφεις. Είναι γραμμένη σε μια περίοδο, δύσκολη για μένα που με απασχόλησαν, με απείλησαν μπορώ να πω, σοβαρά προβλήματα υγείας. Στην συλλογή αυτή η ανάγκη μου να αυτοαποκαλυφθώ μάχεται με την ανάγκη της υπαινικτικότητας την οποία ενέχει η ποίηση.
Ως προς το προσωπικό στοιχείο, το οποίο δεν λείπει ποτέ από τα ποιήματά μου… αυτό είναι το προσάναμμα, είναι η δική μου ματιά για πράγματα και καταστάσεις οι οποίες, ωστόσο, δεν αφορούν μόνο σ’ εμένα. Δεν θα πρέπει δηλαδή κάποιος να αναζητά βιογραφικά στοιχεία στα ποιήματά μου, αλλά και συνολικά στην λογοτεχνία. Αν χρειάζονται βιογραφικές ή άλλες επεξηγήσεις, οι γράφοντες, συνήθως, τις αναφέρουν. Το ίδιο κάνω και εγώ. Λέω να αρκεστούμε στον λόγο όταν διαβάζουμε. Αν έχει να μας πει κάτι καλώς, τα υπόλοιπα ας αφεθούν ως έχουν.
-«Παράφορο», πότε “ατελώς”, πότε “ασφαλώς” πάντως «παράφορο». Είναι κάτι που σε χαρακτηρίζει ως άνθρωπο; Στα ποιήματα φαίνεται να χαρακτηρίζει την αγάπη για τον Άνθρωπο, είναι γνώρισμα του Έρωτα. Η ποίησή σου προκύπτει “παράφορα”;
-Ναι, με χαρακτηρίζει το παράφορο αλλά και η παρόρμηση, δεν είμαι μετρημένη και συγκρατημένη ή τουλάχιστον δεν ήμουν. Τώρα η ηλικία και η απώλεια της σωματικής ρώμης έχουν φρενάρει την ορμή… Βεβαίως στην γραφή παραμένω πάντα εγώ η ίδια, άλλοτε παράφορη και άλλοτε απογοητευμένη, είναι κι αυτό αναπόφευκτο για τους παρορμητικούς. Ωστόσο η ποίησή μου δεν ξέρω αν προκύπτει παράφορα, δεν ξέρω καν πώς και από πού προκύπτει.
–Ατελώς Παράφορο, Ατελώς Εγώ Ι, Ατελώς Εγώ ΙΙ, Ατελώς απουσία, Ατελώς Αναμάρτητο: παιχνίδι με τις… λέξεις και τις έννοιες. Μια λέξη και οι σημασίες της. Πόσο μπορεί να πονάει κάποιον η έλλειψη ολοκλήρωσης μιας πράξης ή της αναγνώρισης;
Πόσο επικίνδυνο είναι να διεκδικούμε στον έρωτα να μπαίνουμε ολόκληροι, επίσης, στα πιο κρυφά μονοπάτια χωρίς δασμούς;
-Νομίζω είναι η αδυναμία της ολοκληρωτικής αποκάλυψης που χαρακτηρίζει αυτά τα ποιήματα. Είναι ποιητικό παιχνίδι με τις λέξεις και τις έννοιες, γιατί και οι τίτλοι των ποιημάτων είναι μέρος τους και μέρος της έμπνευσης, αλλά είναι και σημεία-σταθμοί μέσα στο βιβλίο. Οδοδείκτες μιας πορείας προς την ποίησή μου και προς εμένα κατ’ επέκταση.
Ο έρωτας κυριαρχεί στην ποίησή μου από το πρώτο μου βιβλίο, τον Πίθο των Γυναικών, έως σήμερα. Έρωτας για τα πάντα, για τον άνθρωπο, τον Θεό, την κοινωνία, την ζωή, ενίοτε και για τον θάνατο ως αναπόφευκτη οδύνη. Σε αυτόν τον έρωτα μπαίνουμε όντως ολόκληροι χωρίς δασμούς, γιατί τους δασμούς του βάζει η εκλογίκευση, το ζύγισμα κόστους-οφέλους, όχι όμως και χωρίς λογική. Ο έρωτας από την φύση του προϋποθέτει παράδοση, εμπιστοσύνη, εκτίμηση, δέος, μυστήριο… άσχετα αν, πολλές φορές, απατάται.
-Όσο για το «ουδείς» πόσο συντελεί στην αυτογνωσία μας;
-Στην δική μου απολύτως… δεν θέλω να εξαιρώ τον εαυτό μου και δεν θέλω να οδηγούμαι ή να αφήνομαι στην έπαρση. Δεν λέω ότι τα καταφέρνω, νομίζω προσπαθώ. Ο ναρκισσισμός, που μέσα του ευδοκιμεί η δημιουργία, πρέπει απαραιτήτως, κατά την άποψή μου, να γειώνεται. Γι αυτό υπάρχει η ταπείνωση, η συνειδητοποίηση του «εμείς».
-Είναι συγκλονιστική η έμμεση παρομοίωση της Μάγδας Φύσσα με την Παναγία στο ποίημα «Εγκώμια». Στα ποιήματα που ακολουθούν, ποιήματα κατ’ εξοχήν κοινωνικά που αφορούν σε σοβαρά ζητήματα, δεν διστάζεις να κάνεις θεολογικές αναγωγές. Συναντιούνται η κοινωνία κι η θεολογία μέσα στην ποίηση;
-Ω, ναι και χαίρομαι που το επισημαίνεις. Δεν μπορώ να μην κάνω αναγωγές του ανθρώπινου πόνου στους πόνους της Παναγίας ή του Χριστού. Εξάλλου δεν είμαι η πρώτη, ούτε η μόνη. Μάλιστα η ύπαρξη τέτοιων στοιχείων στην ποίηση δεν εξαρτάται καθόλου από την πίστη των ποιητών. Κυρίως εξαρτάται από την αναγωγή των προσώπων σε σύμβολα. Όσο για την θεολογία και την κοινωνία θα έπρεπε να συναντιούνται και μέσα στην ποίηση ή έστω να ανιχνεύουν το τοπίο…
-Εκφράζεις αυτό που σε τσακίζει μέσω της ποίησης για την κοινωνία;
-Ναι. Πώς αλλιώς πια;
-Η Γυναίκα παίζει σημαντικό ρόλο στην ποίησή σου. Υπάρχουν πολλά ποιήματα μέσα στη συλλογή κατ’ εξοχήν “γυναικεία”. Εκείνο όμως που προσωπικά ξεχώρισα και λόγω αυτού που συμβαίνει στη χώρα μας τον ενάμιση χρόνο αυτόν είναι το «Βαρέθηκα να Βρέχει». Τα δύο (Β) του τίτλου σε παραπέμπουν στον τελευταίο στίχο. Η γυναίκα υποτάσσεται στον έρωτα μεν, ως ποιο βαθμό δε και εντέλει ακούγεται το «Όχι»;
-Απαντώ στην ερώτησή σου υπό το βάρος της δέκατης τέταρτης γυναικοκτονίας που σημάδεψε αυτό το έτος. Χθες μόλις μία γυναίκα έχασε την ζωή της από το μαχαίρι του συζύγου της γιατί εκείνος νόμιζε ότι τον απατούσε, γιατί εκείνος νόμιζε ότι ο γάμος του επέτρεψε να έχει εξουσία πάνω της… Δεν είναι ούτε έρωτας, ούτε υποταγή όλα αυτά. Είναι διαστροφή των ανθρωπίνων σχέσεων. Καταστροφική διαστροφή. Συγγνώμη αν πολιτικολογώ, αλλά εδώ χρειάζεται αυστηροποίηση, όχι των ποινών αλλά των μέτρων. Αγωγή της οικογένειας, σχολική διαπαιδαγώγηση, νόμοι, μέσα ενημέρωσης που δεν αναπαράγουν σεξιστικά και βίαια «αστειάκια», εκπαιδευμένη και ευαισθητοποιημένη αστυνομία και δικαιοσύνη… από το ελάχιστο θα πιαστούμε ώστε να ακουστεί το «όχι».
-Ο Έρωτας είναι παρών στα περισσότερα ποιήματά σου σχεδόν. «Δεν θέλω τα περισσεύματα/ Το υστέρημά σου θέλω» Πόσο απόλυτος είναι; Πόσο προσωπικό βίωμα υπάρχει μεταρσιωμένο σε ποίηση;
-Γυναικείο βίωμα που ωστόσο μπορεί να είναι και ανδρικό, δηλαδή ανθρώπινο. Ο έρωτας είναι στην φύση μας ή όπως γράφει και ο Ιωάννης Χρυσόστομος: «ο Θεός τους έρωτες τούτους εγκατέσπειρε».
-Εκτός από τον Έρωτα δεν λείπουν οι αναφορές στην άλλη συμπαντική δύναμη των αρχαίων ελλήνων, τον Θάνατο. Το μέγα μυστήριο. Πόσο σε απασχολεί;
-Νομίζω ότι ο θάνατος, ως αντιμαχόμενη δύναμη, δεν γίνεται να μην απασχολεί την ποίηση… τόση ακύρωση, τόση αιφνίδια ματαίωση, τόσος πόνος. Αν το θες είναι και ένας ύμνος στην ζωή αλλά και μια διαρκής υπόμνηση του πεπερασμένου της επίγειας πορείας μας.
-«Τι άλλο να θέλει ο Θεός/ Όλα διάχυτο ένα Φως» Ένας στίχος που θυμίζει Ελύτη, που λόγω του τίτλου και του περιεχομένου του ποιήματος «Νήσος Καλουμένη» μας παραπέμπει στον ευαγγελικό στίχο «Ο Θεός αγάπη εστί».
Είναι προσωπική υπόθεση ο Θεός;
-Ναι, κατά την γνώμη μου είναι. Είναι σχέση προσωπική, ενώπιος ενωπίω. Μέσα από την σχέση μας με τον Θεό ή και την μη σχέση μας συνειδητοποιούμε και προσδιορίζουμε τον εαυτό μας. Είναι όμως και σχέση αποκαλυπτική. Είναι πορεία.
– Θα κλείσω ρωτώντας για τα κείμενα και τους λογοτέχνες που σε επηρέασαν καθώς παραπέμπεις σ’ αυτά.
-Πολλές φορές οι επιρροές και οι επιδράσεις μπορεί να είναι και αδιάγνωστες, άρα δεν είναι μόνο εκείνοι στους οποίους αναφέρομαι στα ποιήματά μου που με έχουν επηρεάσει… ωστόσο θα σου πω ότι για μένα η πιο πολύτιμη τροφή για το ασυνείδητο, εκτός από τα βιώματα, είναι τα γραπτά των άλλων.
Αγαπώ το θέατρο, αγαπώ τους ποιητές μας, τους πεζογράφους μας, αγαπώ την ελληνική γλώσσα, αντηχούν μέσα μου οι λέξεις ζηλευτές. Ακόμη και τους ξένους λογοτέχνες μέσα από την γλώσσα μας τους γνώρισα, από τις σπουδαίες μεταφράσεις των έργων τους. Εμπνέομαι διαβάζοντας και γράφω διαβάζοντας. Νομίζω ότι οι λέξεις μου τρέφονται με τις λέξεις τους.
Η Λένη Ζάχαρη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Θεολογία και Ιστορία στο ΕΚΠΑ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Να με λες Ελένη", από τις εκδόσεις Λέμβος. Αρθρογραφεί στο Περί ου.