Γύρισε στο πλάι και κοίταξε το μάγουλό του καθώς κοιμόταν μέσα στο πρόχειρο λίκνο. Έλαμπε, γαλήνιος και ορμητικός μαζί, ένα βρέφος που στην όψη του έβλεπε εκείνο που ερχόταν.
Δέος και ευλογία την πλημύριζαν. Η καρδιά της έσπαγε από αγάπη και χαρά, μα δεν είχε κανέναν γύρω να της ευχηθεί «να σας ζήσει». Μόνο το αεράκι μουρμούριζε εξαϋλώνοντας την νυχτερινή σιωπή. Ψίθυροι, βήματα, τριξίματα, ανάσες, προσευχές, συντρόφευαν το νου της νεαρής λεχώνας. Η σιγή που είχε κυριεύσει τη ζωή και τα σπλάχνα της γινόταν ψαλμός, η μοναξιά της γινόταν τόπος ανάπαυσης και καταλλαγής. Μια δοξολογία ανέβαινε στα χείλη της και γινόταν χαμόγελο: «Δόξα εν υψίστοις». Δεν είχε πουθενά αλλού να ακουμπήσει την αγωνία της, μόνο στην πίστη της και σ’ εκείνον, στον άνδρα που έστεκε πλάι της σ’ αυτά εδώ τα δύσκολα και πόσα δύσκολα είχαν περάσει μέσα σε έναν χρόνο…
Είχαν φτάσει μέσα στη νύχτα στο κατάλυμα σαν κυνηγημένοι. Εκείνη έκρυβε την φουσκωμένη κοιλιά της ως να φύγουν από την πόλη τους. Ήταν ανύπανδρη, θα την λιθοβολούσαν. Είχε εμπιστοσύνη στον θεό, είναι αλήθεια. Είχε και εμπιστοσύνη στον δίκαιο άνδρα που της έστειλε να την προστατεύει. Όμως ήδη φέτος είχαν δολοφονηθεί δεκαέξι ή δεκαεπτά κι ο αχός και τα βογγητά τους έφτανε ως εκείνην.
Πόσο πονούσε, πόσο πολύ πονούσε… Δεν μπορούσε να χαρεί τη χαρά της.
Έγειρε λίγο να κλείσει φευγαλέα τα μάτια της. Δεν ήθελε να χάνει ούτε δευτερόλεπτο από εκείνον, λες και αύξανε ο γιος της κάθε στιγμή τόσο που ο χρόνος του γινόταν απροσμέτρητος.
Τον ύπνο της τάραξαν βογγητά. Σπαραγμένα σώματα, αγέννητα μωρά, γυναίκες νεκρές, φτώχια, εγκατάλειψη, πόλεμοι, αρρώστιες, πίκρα, μόνο πίκρα. Και πώς να τα σηκώσει όλα αυτά η καρδιά της; Μια ρυτίδα χάραξε το μέτωπό της. Μια ρυτίδα βαθειά σαν παράκληση. Έκλαιγε με αόρατα δάκρυα: «Ας γίνει κάτι αγόρι μου, ας γίνει κάτι θεέ μου».
Σήμερα γεννάται η ειρήνη, γεννάται η ελπίδα. Ας γίνει η γέννησή σου γιε και θεέ μου «εν ανθρώποις ευδοκία».