Ένα ιδιαίτερα πρωτότυπο, χαριτωμένο, γραμμένο με χιούμορ και κέφι βιβλίο, με τον παράξενο τίτλο, είναι αδιαμφισβήτητα το «Αβγά μηλάτα» της φιλολόγου, Αναστασίας Χρυσαφίδου-Καλφέλη.
Στον Πρόλογο η συγγραφέας κάνει τη διάκριση ανάμεσα στη νεοελληνική γραμματική του σχολείου που διδάχτηκε στα παιδικά της χρόνια και δεν συνδέεται με τη ζωή «Τη γραμματική αυτή, την ταύτιζα με τη δασκάλα μου, γιατί της έμοιαζε. Κι εκείνη έτσι τυπική, γεμάτη κανόνες και «προσοχή!» ήτανε. Το χτένισμα πάντοτε ίδιο. Λάχανο το λέγανε. Φορούσε πλισέ φούστες {…} Αχ, αυτές οι πιέτες! Απόλυτα ίδιες, κολλαριστές και τακτοποιημένες. Σαν τα κουτάκια στους κανόνες της γραμματικής» (σελ.14), με την άλλη, τη γραμματική «της οικογένειας», ζωντανή και ανθρώπινη, που συνδέθηκε με πολλές «νόστιμες ιστορίες». Όπως αυτή η χαριτωμένη ιστορία με τα μελάτα αβγά που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο. Στη δεκαετία του 1950 μια δασκάλα στο χωριό Καβαλάρι, όπου είχαν καταφύγει κάποιοι συγγενείς της Α.Χ.,ζήτησε ωςπεσκέσιαβγά μελάτα από τον μαθητή της τον Δημήτρη, πρώτο εξάδελφο της μητέρας της. Η καημένη η θεία του, η Χρυσή, δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είναι τα αβγά μελάτα, γι’ αυτό: «Η θεία κάλεσε οικογενειακό συμβούλιο, άκουσε και τη γνώμη των άλλων και τέλος αποφάνθηκε: «Ο Δημητράκης δεν άκουσε καλά. Μηλάτα θα του είπε, που πάει να πει σφιχτά σαν μήλα!». Σωτήρια η ιδιόλεκτος της θείας, με το ανοιχτό «ε» να το προφέρει «ι». Η δασκάλα δεν ζήτησε ποτέ ξανά να της φέρει ο Δημητράκης πεσκέσι» (σελ. 15). Λίγο παρακάτω στον Πρόλογο πάντα η Α. Χ. μας εξηγεί πώς αποφάσισε να γράψει αυτό το βιβλίο, τι την ώθησε να το κάνει: «Καλοκαίρι του 2010, Χαλκιδική. Ξεροψήνομαι κάτω από τον καυτό ήλιο {…} Μια φωνή άγνωστη, κι όμως οικεία, ακούγεται δίπλα μου, σαν να έρχεται από χρόνια μακριά: «Δημητράκηηηη! Βγες αμέσως έξω! Θα κρυώσεις!». Το φιλολογικό διαστροφικό μου αφτί συλλαμβάνει τον ήχο, αποκωδικοποιώντας τις φράσεις: «Δημητράκηηηη!»: μπιπ, μπιπ, παρατεταμένη κλητική προσφώνηση. «Βγες αμέσως έξω!»: μπιπ, μπιτ, προστακτική αυταρχική. «Θα κρυώσεις!»: μπιπ, μπιπ, οριστική μετά μεγάλης βεβαιότητος. Και τότε το μυαλό μου γεμίζει με προστακτικές και οριστικές και υποτακτικές της παιδικής μου ηλικίας, με κλητικές και γενικές και ονομαστικές, με επίθετα και επιρρήματα και ό,τι έχει ο μπαξές της σχολικής γραμματικής. Κάπως έτσι αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο. Και είναι αλήθεια πως δεν ξέρω ακόμη αν καταγράφω τις παιδικές μου μνήμες και τις συνδυάζω με τη γλώσσα ή αν ξεκινώ από τη γλώσσα και τη συνδυάζω με την παιδική μου ηλικία» (σελ. 17). Και αμέσως παρακάτω η συγγραφέας μας εξηγεί με ποιον τρόπο και με ποια σειρά παρουσιάζει τα μέρη του λόγου, αρχίζοντας από τα ουσιαστικά και προχωρώντας στα υπόλοιπα μέρη, κλιτά και άκλιτα, καθώς και στην οριστική των ρημάτων. Στην αρχή, λοιπόν, του κάθε κεφαλαίου, μέσα σε πλαίσιο μας δίνει τον ορισμό/τον κανόνα κάθε μέρος του λόγου και ως υπότιτλο τη φράση που οδήγησε τη συγγραφέα να αντιστοιχίσει τη συγκεκριμένη ιστορία , την παιδική της ανάμνηση, με τον κανόνα που προηγείται. Το ίδιο ισχύει και για τις δέκα «φωτογραφίες μνήμης» που είναι διάσπαρτες στο βιβλίο και αφορούν οικογενειακά στιγμιότυπα, τα οποία σχετίζονται νοηματικά είτε με το κείμενο που προηγείται είτε αναφέρονται στον γραμματικό κανόνα της ενότητας.
Στην Εισαγωγή με τους υπότιτλους: Ο συνοικισμός μας. Το ρέμα που μας χώριζε, η ομάδα που μας ένωνε, η συγγραφέας μας περιγράφει με νοσταλγία τον συνοικισμό της Τριανδρίας, όπου πέρασε τα τρυφερά παιδικά της χρόνια, μας μιλά για τη σύνθεση των κατοίκων του, τις «παράγκες» των προσφύγων, το ρέμα που τον χώριζε από τον συνοικισμό της Τούμπας, τις ποδοσφαιρικές τους ομάδες, τα παιδικά παιχνίδια στην αλάνα και τη φοβερή λάσπη, όπου βούλιαζαν τα πόδια τους.
Ακολουθεί το κυρίως σώμα του βιβλίου με τίτλο: Η γραμματική των παιδικών μου χρόνων, όπου δίνεται πρώτα ο κανόνας, π.χ. τι είναι η Πρόταση και μετά το συνοδευτικό κείμενο, Η Έλλη ντύνει την κούκλα της. Στην επόμενη ενότητα, Τα ουσιαστικά, μετά τον ορισμό και τα παραδείγματα, ακολουθούν πολύ ωραία κείμενα, που σχετίζονται με την οικογένεια της συγγραφέα, γραμμένα με κοφτές προτάσεις, αλλά και πολλή συγκίνηση: Τα ουσιαστικά στη γραμματική της οικογένειας, Το σπίτι μου, Η οικογένεια, Η Μάνα. Από αυτό το τελευταίο διαλέγω κάποια μικρά αποσπάσματα: «Μάνα στην οικογένεια φώναζαν αυτήν της οποίας το σπίτι αποτελούσε καταφύγιο για όποιον είχε ανάγκη. Που ήταν μια μεγάλη αγκαλιά για όλους. Χωρίς διακρίσεις. Μάνα ήταν η προγιαγιά μου, η Δάφνη. Έντεκα παιδιά είχε και τα μεγάλωσε όλα. Με θυσίες, με στερήσεις. {…} Μάνα φώναζαν και τη θεία τη Χρυσή, τη μεγάλη αδελφή της γιαγιάς μου. Χήρα από πολύ νέα, με τρία μικρά παιδιά. Φτώχια μεγάλη είχε, αλλά ήταν πάντα με το χαμόγελο και την καλή κουβέντα. Το σπίτι της παρηγοριά για τους συγγενείς που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. {…} Μάνα ήταν και η γιαγιά μου, αλλά και η μαμά μου και τώρα εγώ. Χθες με συγκίνηση άκουσα τον γιο μου να με φωνάζει μάνα!» (σελ. 30).
Πολλά κείμενα, τα περισσότερα θα έλεγα, είναι γραμμένα με ξεχωριστό χιούμορ, όπως: Οι χρόνοι των ρημάτων στο δαμάσκο τραπεζομάντιλο,( σελ. 79), Ο Βλάχος ο Νικόλας, (σελ. 83), Το ωραιότερο κοτόπουλο με πιλάφι, (σελ. 84-85), Έκτη φωτογραφία: 1963, Στην οδό Γυμναστηρίου. Δώδεκα χρόνια νεότερη, (σελ. 88-89), Έβδομη φωτογραφία: Σχολική χρονιά 1964-1965. Μάθημα Αγγλικών, (σελ.91), Όλα είναι δικά σου, αλλά τίποτε μόνο δικό σου, (σελ. 92-93), Όγδοη φωτογραφία: Αποκριές 1962, Μπαλνταφλάν, (σελ. 95), Κιοφτέδες με σάλτσα ντομάτας, (σελ. 97-98), Πόσο πίσω; (σελ. 101-102).
Ανάμεσα σ’ αυτά, ένα διαφορετικό κείμενο ξεχωρίζει για τον εξομολογητικό του χαρακτήρα . Είναι ένα κείμενο έντονης αυτοκριτικής και παρουσιάζει πραγματικά πολύ ενδιαφέρον: Η Αιτιατική που φταίει (σελ.37). Τα υπόλοιπα κείμενα, που ακολουθούν ένα γραμματικό μέρος του λόγου, έχουν συνήθως νοσταλγικό χαρακτήρα και, εφόσον αναφέρονται στα παιδικά χρόνια της αθωότητας, σε παιδικούς φίλους, στον πατέρα, στην ατμόσφαιρα του σπιτιού, στις γιαγιάδες και στους παππούδες και σε άλλα αγαπημένα πρόσωπα, πλημμυρίζουν από συγκίνηση και αγάπη, όπως: Τασούλα! Πέτρο! (σελ. 39-40), Η Υποτακτική της προσδοκίας. Αν με χρειαστείς, μη φοβηθείς. Να κάψεις το φτερό, (σελ. 53-54), Η Προστακτική με τα χίλια πρόσωπα. « Μάαζευεε, μάαζευεε, μάαζευεε κι ας είν’ και ρώγες!», (σελ. 57-58), Τέταρτη φωτογραφία: Καλοκαίρι 1965. Φαντάσου…, (σελ. 59-60), Σαν τώρα…, (σελ. 62-63), Ο Παρατατικός, ένα ατέλειωτο παιχνίδι, (σελ. 65-66), Πέμπτη φωτογραφία: Καλοκαίρι 1965, Επίδαυρος, (σελ. 77-78), Η γιαγιά μου η Στάσα, η Σμυρνιά, (σελ. 81-82), Οι παππούδες, (σελ. 86-87), Ένατη φωτογραφία: Φεβρουάριος 1966. Το κυνήγι του χαμένου θησαυρού, (σελ. 99), Βάλε το ρολόι πίσω, (σελ. 101). Ωστόσο, κάποιο από αυτά το χαρακτηρίζει η πικρία για τη σκληρότητα με την οποία αντιμετώπισε τη συγγραφέα μια γυναίκα, όταν μικρό παιδάκι πήγε με τον αδελφό της να της πουν τα κάλαντα: Αόριστος ή οριστικός και αμετάκλητος: Μας τα’ πανε, μας τα’ πανε, δώσαμε. Αυτή δεν τραγούδησε. «Ανοίγει η πόρτα. Η γυναίκα που εμφανίζεται μπορεί να είναι η ίδια η γυναίκα του γίγαντα στα παραμύθια του παππού. Μικρό κεφάλι, τεράστιο σώμα. Είμαι μέχρι τη μέση της. –να τα πούμε; Επιμένει ο αδελφός μου.-Για να ακούσω, λοιπόν! Η παρέα τραγουδάει όσο πιο δυνατά και ζωντανά μπορεί. Εγώ, όμως, έχω χάσει τη λαλιά μου.{…} Νομίζω πως θα σηκώσει το χέρι της, να έτσι, και θα με κάνει μια χαψιά… {…} Απλώνει το χέρι στον αδελφό μου. Κρατάει μια πεντάρα. Γυρνάει σε μένα. Με δείχνει με το δάχτυλο: «Αυτή δεν τραγούδησε. Την πεντάρα θα τη μοιραστείτε οι τρεις σας». Η καρδιά μου δεν χτυπάει. Τα πόδια μου είναι ξυλιασμένα. Το σώμα μου βαρύ. {…} Οριστικός, λοιπόν, και αμετάκλητος ο Αόριστος. Όσο αστείο κι αν φαίνεται, μου κόστισε πολύ ο λόγος της γυναίκας αυτής να μην έχω μερίδιο στην πεντάρα της. Δεν ξαναείπα ποτέ κάλαντα» (σελ. 71-72).
Ένα ιδιαίτερα ποιητικό, ονειρικό κείμενο, είναι χωρίς αμφιβολία το: Η Υποτακτική της φαντασίας. Να ξεχύνεται με ορμή στο άπειρο…, «Το γεωμετρικό σχήμα που μου προκαλούσε πάντα αμηχανία ήταν ο κύκλος. Είναι κλειστός, χωρίς αρχή και τέλος, τέλειος, με όλα τα σημεία της περιφέρειάς του να απέχουν εξίσου από το κέντρο. {…} Φαντάζομαι τον κύκλο καμιά φορά να ανοίγει σε ένα σημείο και την κλειστή καμπύλη του να σπάει τα δεσμά του 3, 14, να τεντώνεται, να ξεμουδιάζει, να γίνεται πολλές μικρές καμπύλες, κύμα και αντάρα κι έπειτα ευθεία, να κοιτάζει μπροστά, να οραματίζεται το μέλλον, να ξεφεύγει από τη μονοτονία της ασφάλειας και των ίσων αποστάσεων και έπειτα να ξεχύνεται με ορμή στο άπειρο…» ( σελ. 56).
Πότε τελείωσε η γραμματική των παιδικών μου χρόνων; Αναρωτιέται προς το τέλος του βιβλίου η Α.Χ., για να δώσει η ίδια τη μελαγχολική απάντηση: «Όταν οι προστακτικές γίναν απαγορευτικές. Όταν για πρώτη φορά δεν άκουσα το κλάμα μου. Δάκρυα βουβά σαν της μαμάς. Όταν αλάργηναν οι φωνές των φίλων μου και τα παπούτσια δεν ήταν πια στην πόρτα έτοιμα για παιχνίδι. Κι όταν η πόρτα δεν έβγαζε στην αυλή κι αντί για δέντρα και αλάνες ο τόπος γέμισε αυτοκίνητα και οικοδομές. {…} Όταν ο αόριστος έκλεισε, με συνοπτικές διαδικασίες, τα ανέμελα χρόνια σε στιγμιότυπα φωτογραφίες μέσα σε ένα συρτάρι, στο ίδιο συρτάρι όπου φύλαξα σε ένα κομμάτι ύφασμα την κομμένη μου πλεξούδα» (σελ.103).
Το βιβλίο της Α.Χ. μας ταξιδεύει στα ανέμελα παιδικά χρόνια, μας διασκεδάζει με το χιούμορ του, μας συγκινεί με τη νοσταλγία του, μας γοητεύει με την πρωτοτυπία του, μας παρασέρνει με τη γραφή του. Δεν αφορά μόνο, όσους ασχολούνται με τη διδασκαλία της γλώσσας, δασκάλους και καθηγητές, αλλά κάθε αναγνώστη που ζητά να ξαναβυθιστεί στην αθωότητα και την ομορφιά της παιδικής ηλικίας.
Με αυτή την παρουσίασή σου Λένα μου πώς να μην τρέξει ο μέλλων αναγνώστης στο πρώτο βιβλιοπωλείο και να αγορασει το πρωτοτυπο όσο και ευχάριστο βιβλίο της Α.Χ. ;
Με αυτή την παρουσίασή σου Λένα μου πώς να μην τρέξει ο μέλλων αναγνώστης στο πρώτο βιβλιοπωλείο και να αγορασει το πρωτοτυπο όσο και ευχάριστο βιβλίο της Α.Χ. ;