Ένα καινούριο βιβλίο έκπληξη, με τον ονειρικό τίτλο Αστροδρόμια, μας επιφύλαξε ο πολυγραφότατος ποιητής, θεατρολόγος, λαογράφος, δοκιμιογράφος, κ. Βάλτερ Πούχνερ. Το βιβλίο, που κοσμείται εύστοχα στο εξώφυλλο από το θαυμάσιο έργο του Vincent Willem van Gogh, Έναστρη νύχτα πάνω από τον Ροδανό (1888), αφιερώνεται Στους αγρυπνούντες. Αποτελείται από σαράντα κείμενα με τη μορφή πεζού, αλλά γραμμένα με ποιητικό λόγο και δέκα με τη μορφή ποιήματος, αριθμημένα όλα με λατινικούς αριθμούς. Συνολικά, λοιπόν, έχουμε πενήντα κείμενα που διαπλέκονται και διαλέγονται μεταξύ τους, όπου το πρωταγωνιστικό θέμα είναι η νύχτα και κυρίως τα άστρα και οι ουράνιες πορείες τους. Περιφερειακά γίνεται κάποια αναφορά σε αγγέλους/άστρα που παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στον γαλάζιο πλανήτη (XXVIII, σελ. 42, και XXX, σελ. 44) ή περνούν μια εποχή «άγριας εφηβείας», (XL, σελ. 58-59). Σε κάποιο άλλο μεμονωμένο υπαρξιακό κείμενο ο ποιητής μάς αποκαλύπτει πώς από τη συνείδηση του σώματος περνά στην απόλυτη ελευθερία (XLIV, σελ. 63) και τέλος, στο καταληκτικό κείμενο απευθύνεται στη γυναίκα και τη συμβουλεύει να αγκαλιάσει τα άστρα, για να βρει το δίκαιο και την αγάπη (L, σελ. 70-71).
Κείμενα σύντομα, συνήθως μιας σελίδας, πυκνά όμως σε νοήματα. Όπου νόμοι της φύσης, μυθολογία, μικροφυσική και αστροφυσική, θεωρία του χάους, η μουσική των σφαιρών, μαύρες τρύπες και μεταφυσική συνυπάρχουν. Ζωντανοί και τεθνεώτες, αλλά και μελλούμενοι συνυπάρχουν σε μια σφιχτή αλληλουχία και αλληλοσύνδεση. Με τολμηρές εικόνες, μεταφορές προσωποποιήσεις και παρομοιώσεις, με οργιάζουσα φαντασία και φιλοσοφικό στοχασμό, κάποτε και με αιχμηρό, αναπάντεχο χιούμορ, με σύνθετες και σπάνιες λέξεις (π.χ. αστροβάμονες, κυκλόραμα, ανοικτίρμων, παννυχίδα, φωτοτεχνήματα/ τεθνεώτες, όναρ, αλέκτωρ, το φαίνεσθαι, ερεβώδες, εκατέρωθεν, κ.ά), με εύστοχα παιχνίδια λέξεων (π.χ. τα ασύλληπτα συλλαμβάνονται, μαθηματικά, μαθήματα, οι πλανήτες και οι πλάνητες, κ. ά), με κοφτές, μικρές προτάσεις, που συχνά περιλαμβάνουν ρήμα μόνο, με ή χωρίς υποκείμενο, και το νόημά τους μπορεί να συνεχίζεται στην επόμενη πρόταση, με όλα αυτά και πολλά άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία ύφους, μάς συστήνει ο ποιητής τον έναστρο ουρανό του.
Από το κείμενο I (σελ. 9-10) κιόλας μάς ξεναγεί, εμάς τους αγρυπνούντες, Φαναριώτες, «τους ταγμένους στο μέγα σκότος», στο θέατρο του ουρανού, ακόμα κι όταν δεν έχει παράσταση, αφού «Σταθερά τα φαναράκια μάς μυούν, Φαναριώτες, στα μεγάλα μυστήρια, αυτά που δεν μας λέει ο ήλιος, γιατί μας τυφλώνει». Άλλωστε, το έχει δηλώσει πολλές φορές στις ποιητικές συλλογές του πως γοητεύεται από τη νύχτα και τα μυστήριά της, από τον έναστρο ουρανό, το όνειρο. Στις τρεις πρώτες παραγράφους του II (σελ. 11) ξεκινά με προτρεπτικές προστακτικές: «Άκου τη μουσική της νύχτας, την άηχη κυκλοφορία στους ουρανούς. Τα ίδια δρομολόγια στο άπειρο επ’ άπειρον. Ποτέ δεν συγκρούονται, στα νιοστά έτη φωτός {…} Έλκονται, αποκρούονται» {…}. Στη δεύτερη και την τρίτη παράγραφο συγκρίνει τα αναρίθμητα άστρα με τις ανθρώπινες ψυχές και επισημαίνει το πόσο μικρός και αδύναμος είναι ο άνθρωπος μπροστά στο άπειρο. Η γνώση και οι αριθμοί δεν είναι η λύση: «Δες, στριμωγμένα τα άστρα στη νύχτα. Στριμωγμένα τα όντα στη γη. Στριμωγμένες οι ψυχές σε κάτι σώματα που μας κληροδότησε η εξέλιξη. Και ο νους στα κάγκελα. Ταράζει τα δεδομένα. Πού το εγώ; Πού η γνώση; Μα είναι μικρός και αδύναμος. Τη νύχτα στο βουνό, στη θάλασσα, το βλέπεις». Αλλά και στην τρίτη παράγραφο καλεί τον νοούμενο αναγνώστη, με φράσεις μικρές και κοφτές, χωρίς ρήμα συχνά, να σκεφτεί και να συνειδητοποιήσει ότι δεν φτάνει η συσσώρευση της γνώσης: «Σκέψου. Πόσο μικρός και αδύναμος. Μπροστά στα ιερά βιβλία.{…}Και οι αμέτρητες λυχνίες μάς πείθουν πως οι αριθμοί δεν μπορούν να είναι η λύση. Ήδη τα φύλλα του δέντρου. Ήδη οι τρίχες της κεφαλής. Το μονοπάτι της γνώσης δεν είναι η πρόσθεση. Η συσσώρευση». Και καταλήγει ο ποιητής, υποκύπτοντας στη γοητεία της νύχτας: «Η κατάνυξη της σιγής. Το δέος της άπλας. Το μεγαλείο των διαστάσεων. Το επιβλητικό του μαύρου. Η σαγήνη του σκότους. Πόσα μας κρύβει ο ήλιος; Και μας κάνει σκιές;». Και παρακάτω θα μιλήσει για τη νύχτα και το σκοτάδι, χρησιμοποιώντας ποιητικές εκφράσεις και σημειώνοντας ότι μόνο «οι σαββατογεννημένοι, οι ποιητές, οι αστρόπληκτοι και οι αστροβάμονες» βλέπουν τα μυστικά της νύχτας: «Η μεταφυσική του σκότους. Με τα κεράκια που το φυλάττουν. Πιστοί φρουροί της ξαστεριάς», (XXVII, σελ. 41), «Το πρωταρχικό σκότος είναι η αρχή. Η αρχή που περικλείει τα πάντα», (XXXIV, 48), «Η μαγεία της νύχτας», «Η ποίηση της νύχτας» (XVII, σελ. 28, 29), «Ο καθένας και η δική του νύχτα. Σκοτάδι μέσα κι έξω» {…} «Η έναστρη νύχτα ξεπερνά όλα τα θέατρα όλων των κοιμισμένων. {…} Και κάθε νύχτα είναι μοναδική. Και κάθε άστρο δεν είναι ποτέ ίδιο. Γιατί εσύ δεν είσαι ίδιος.» (XXIV, σελ. 37), «Το αρχικό σκοτάδι έχει πάντα άστρα. Και γεννά και άλλα. {…} Είναι μια άλλη κατάσταση. Δυνητικής παντοδυναμίας. Τη νύχτα όλα μπορούν να συμβούν. Το εγγυώνται τα άστρα. (XXXIV, 48), «Τα έγχορδα του σούρουπου / έντυσαν τον κόσμο με άστρα / {…}Τα μυστικά της νύχτας / τα άστρα τα φυλάν / σαββατογεννημένοι και ποιητές / τα βλέπουν και τη μέρα», (XLVI, σελ. 65), «Μερικά άστρα φαίνονται και την ημέρα / αλλά τα βλέπουν μόνο οι αστρόπληκτοι (XLIX, σελ. 68). «Αστροβάμονες στα μονοπάτια της νύχτας. Κάθε νύχτα επαναλαμβάνει όλη την ιστορία. Και αυτή του μέλλοντος. Κυκλόραμα που περικλείει όλους τους χρόνους. Αναμνηστικό και προφητικό» (XII, σελ. 22). Υπάρχουν όμως και ιδιαίτερες νύχτες, όταν έχει γιορτή ο ουρανός. Ο ποιητής μάς την περιγράφει με εκφράσεις έκστασης, ανάτασης της ύπαρξης και φιλοσοφικού στοχασμού. Χρησιμοποιεί παιχνίδια λέξεων: «Όταν γιορτάζει ο ουρανός, δεν κοιμάται κανείς». «Δέος και μεγαλείο. Η καρδιά της νύχτας είναι η σιωπή. Δεν χτυπά. Εκπέμπει. Η μουσική των σφαιρών είναι άηχη. {…} Νότες σκορπισμένες στο στερέωμα η μελωδία στο βάθος της ψυχής. Η σιγή είναι η πιο δυνατή μουσική. Σημαίνει. Τα πάντα. {…} Η θέαση μας ξεπερνά και μας περιλαμβάνει. Αστροειδή και ανθρωπίδες. Τα ασύλληπτα συλλαμβάνονται, ψιθυρίζονται στο σκοτάδι. {…} Το έξω είναι το μέσα. Και το μέσα το έξω. Ο καθένας και σύμπας. Και τίποτε. Και κυματισμοί άυλοι. Μαθηματικά, μαθήματα. Από το μηδέν στο άπειρο και τανάπαλιν. Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμόταν κανείς. Γιόρταζαν οι πλανήτες και οι πλάνητες. Αναλάμβαναν τα άλαλα. Είδαμε με τα μάτια μας αυτό που δεν βλέπεται. Βιώναμε το άγνωστο στο πετσί. Μας μηδένιζε. Μας γέμιζε το όλο. Τέτοια γιορτή» (VII, σελ. 16). Λίγο παρακάτω θα γράψει πάλι για τη νύχτα, θα εκφράσει τους προβληματισμούς και την ανησυχία του για το μέλλον της ανθρωπότητας και θα αποτρέψει τον εαυτό του από την αναζήτηση της λύσης στα άστρα, καταλήγοντας σε κάποιο ρεαλιστικό συμπέρασμα: «Το πιο χειροπιαστό άγνωστο αγγίζεται μόνο με το μάτι. {…} Αλλά σου δίνει μια ιδέα της θέσης σου. Αυτή είναι ασύλληπτα μηδαμινή. Όπως τα στοιχεία της μικροφυσικής. Αλλά είναι και ασύλληπτα μεγάλη η ψυχή, όταν ανοίγεται στην έναστρη παννυχίδα. Μήπως δεν πρέπει να ψάξουμε την αλήθεια στον νυχτερινό ουρανό, αλλά στην άφωτη γη, να βρούμε τον δρόμο στο σκοτάδι, πριν πέσουμε θύματα των πράξεών μας; Η ποίηση της νύχτας δεν θα δώσει κάποια λύση. {…} Η φύση σε αγνοεί ως συνείδηση. Οι κανόνες είναι στο σώμα σου. Εκεί πρέπει να συμβιβαστείς. Άσε τα άστρα, αυτά είναι πολύ μακριά. Και πολύ ωραία. Και πολύ σταθερά. Εκεί δεν θα τα μάθεις ποτέ όλα. Είναι κι αυτή μια παρηγοριά. Δεν είναι όλα του ανθρώπου. Καθόλου» (XVII, σελ. 28-29).
Σπάνια, την ειδυλλιακή αυτή ατμόσφαιρα της νύχτας τη διαδέχεται μια νύχτα εφιαλτική: «Νεκρό φεγγάρι… {…} Μαύρο το άστρο. Αυτό που είχα στο δωμάτιο. Αυτό που είχα στο μυαλό. Κόκκινος γίγας. Άσπρος νάνος. Μαύρη οπή. Ο νόμος της φύσης. Κρέμεται στο ταβάνι. {…} Κρέμονται σκονισμένες φαντασιώσεις. {…} Νύχτα αβάσταχτη. Τα άστρα στην πίσσα», (ΙΙΙ, σελ. 12). Και λίγο παρακάτω θα ονομάσει το φεγγάρι «Σκυλοφέγγαρο, με το ματωμένο κόκαλο στο στόμα, το κακοχαμόγελο που στάζει υδράργυρο και θειάφι, μπάλα σκισμένη {…} κακομούτσουνη παλιόφατσα, που δεν άντεξε ο ουράνιος καθρέφτης {…} Σεληνοδρέπανο {…} Χλομέ δορυφόρε, μυθοποιημένε από τον Σολωμό και ως τον Ρίτσο, μοιραίε, άφυλε, κρύε, στα ρομαντικά μυαλά έχεις γίνει κυρία, ασημένιο νόμισμα πόθου και σαγήνης {…} Δεν είσαι πιστή σαν τον ήλιο. Άστατη σαν τη θάλασσα. Κρύβεσαι στα πέπλα. Και μερικές φορές είσαι…τρομακτική» (VI, σελ. 15). Αλλού ο ποιητής θα επισημάνει την απάτη της νύχτας: «Οπτική απάτη της νύχτας η αψίδα. Το μωσαϊκό τόσο παλιό που δεν υπάρχει πια. Ψηφίδες με άγνωστη τύχη. Παιχνίδια φωτός και χρόνου. Η συμπαντική μαγεία τέχνασμα. Φωτοτεχνήματα αντικατοπτρισμών» (XXIII, σελ. 36). Κι όταν αναφέρεται στον Άμλετ, καταλήγει: «Υπάρχουν έργα δίχως ούτε ένα άστρο. Και νύχτες χωρίς κανένα φως. {…} Οπότε το σπασμένο καύκαλο περισσεύει. Κάνει το σκότος μόνο ακόμα πιο σκοτεινό» (XXXIX, σελ. 57).
Σε άλλα κείμενα ο ποιητής επισημαίνει τις διαφορές ανάμεσα στη νύχτα και τη μέρα. Η μέρα παρομοιάζεται με δικτάτορα που διαλύει τα αινίγματα και τη μαγεία της νύχτας: «Άδοξο το τέλος του σκοτεινού μεγαλείου. Σμήνη φονικών φωτεινών ηλιαχτίδων διώχνουν τα λυχνάρια από τον ναό. {…} Το συγκεκριμένο μπαίνει θριαμβευτικά στη σκηνή. {…} Ο θόλος του απείρου συρρικνώνεται στις διαστάσεις των ορατών. Η δυναστεία του χρυσού εγκαθιδρύεται. {…} Αινίγματα διαλύονται. Λαβύρινθοι ισιώνουν σε ευθύγραμμες αλληλουχίες γεγονότων. Τα χάη τακτοποιούνται. Ο αλέκτωρ διαλύει τις αμφιβολίες. {…} Η γνώση της μέρας διαπιστώνει τα υπαρκτά, η σοφία της νύχτας υπαινίσσεται και τα άλλα. Η πολυλατρεία της αστρικής ποικιλίας αντικαθίσταται από μονοθεϊστική δεσποτεία. {…} Έτσι αρχίζει κάθε μέρα. Μας τυφλώνει με το φαίνεσθαι. Τα άστρα όμως είναι εκεί. Μόλις τελειώσει η λογοκρισία και φύγει ο δικτάτωρ, θα φανούν και πάλι στο μεγαλείο τους. Και αυτό που ψυχανεμίζεται η ψυχή θα γίνει πάλι πραγματικότητα: η θεωρία των κόσμων.» (XX, σελ. 32). Και παρακάτω επισημαίνει τη μονοκρατορία της λογικής και της πράξης στη διάρκεια της μέρας, που εκτοπίζουν τον μύθο, το δέος και την κατάνυξη: «Η ημέρα βλέπει, αλλά δεν γνωρίζει, είναι, αλλά δεν υπαινίσσεται. Η μονοκρατορία καταργεί το πανόραμα, η πράξη τη θεωρία. Ο ανοικτίρμων λόγος τον σωτήριο μύθο εκτοπίζει. {…} το δέος και η κατάνυξη υποκύπτουν στις προσταγές των πρακτέων. Η μυστήρια έλξη της ποικιλότητας γίνεται μονοδιάστατη δυναστεία» (XXV, σελ. 39), «Το μέγα φως απορροφά τα μικρά λυχνάρια. Κάπως έτσι θα είναι και το τέλος. Αλλά είναι η νύχτα που δείχνει τον δρόμο. {…} Είναι η πηγή του φωτός. {…} Το μόνο που μένει από τον ήλιο είναι οι ίσκιοι. Και αυτοί ενώνονται με τη νύχτα. Αυτή και την παντοτινή» (XXXIII, σελ. 47). Στο τέλος όμως, θα περιγράψει σε ποίημα την αρμονική αλληλουχία μέρας και νύχτας: {…}«πίσω απ’ την αυλαία του φωτός / λειτουργία γίνεται κατανυκτική // Η μέρα είναι η επιφάνεια /η παννυχίδα το βάθος / το ηλιόλουστο και το ερεβώδες / εορτές εκατέρωθεν / σε σεβαστή αλληλουχία // Ασπρόμαυρος ο κόσμος / παρά τα τόσα χρώματα / ύψη και βυθοί αντιστρέφονται / το φως της νύχτας μυστήριο / της μέρας οι σκιές κρυψώνες» (XLIX, σελ. 68 ).
Τη συντριπτική όμως πλειοψηφία των κειμένων καλύπτουν τα άστρα. Συνήθως διανύουν δρομολόγια που διασταυρώνονται χωρίς συγκρούσεις στον άδειο ουρανό. «Αυτά τα δρομολόγια ποτέ δεν αλλάζουν. Είναι γραμμένα με βαρύτητα» (ΙV, σελ. 13), «Πυροτεχνήματα της αγάπης και του νου. {…} Αεροπλανοφόρος ο ουρανός, διαστημοπλοιοφόρος, αστροφόρος» (XIX σελ. 31), «Τα άστρα δεν φεύγουν ποτέ. Ούτε μετακινούνται. Απλώς φθείρονται. Γηράσκουν. Ξοδεύουν στιλπνότητα. {…} Σε κοιτάζουν τα άστρα. Σε μαγεύουν. Κάτι υπαινίσσονται. Αλλά τι; Δοκιμαστικά σου αναθέτουν μιαν αποστολή. Θα είσαι άξιος; {…} Γιγαντιαίο ερώτημα σε λιλιπούτειο νου», «Οι αστερισμοί αθάνατοι. Το οδικό δίκτυο της νύχτας αμετάκλητο. Για τον μικρό μας χρόνο» (XXVI σελ. 40). Σε άλλο κείμενο ο ποιητής, αφού παρατηρήσει ότι κάποτε τα άστρα μοιάζουν λιγότερα, μάς δίνει στη συνέχεια μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή, σχεδόν μεταφυσική εικόνα, όπου συναντιούνται θνητοί, τεθνεώτες και αγέννητοι, αλλά και άγνωστα έμβια: «Απόψε τα άστρα είναι λιγότερα. Και λιγότερο φανταχτερά. Ίσως επειδή γιορτάζει η πόλη. {…} Και τινάζει τα πυροτεχνήματα μέσα στο σκότος.{…} Φτιάχνει τον δικό της ουρανό.Διάττοντες πολύχρωμοι για λίγο. Η ματαιότητα αφορά και το στερέωμα. Αλλά σε άλλο χρόνο. {…} Ίσως η νοσταλγία έγινε οικουμενική. Και δέκα δισεκατομμύρια θνητοί βλέπουν τους δικούς τους στη σφαίρα της αιωνιότητας. Και άπειρα δισεκατομμύρια τεθνεώτες βλέπουν τους δικούς τους επί γης στη σκηνή ανεβασμένοι. Ουρανοκατέβατα γενεαλογικά δέντρα. Και οι αγέννητοι τον εαυτό τους στο μέλλον. Και όλα τα έμβια που πέρασαν, ο τρικεράτωψ και ο τριλοβίτης, τα άγνωστα έμβια που θα έρθουν» (X, σελ. 20). Και αφού λίγο παρακάτω μάς δώσει την ονοματολογία κάποιων άστρων, θα επανέλθει και πάλι, με πολύ τολμηρές μεταφορές και παρομοιώσεις, στις στρατιές των τεθνεώτων, στους αγέννητους και στους θνητούς, αγαπημένο θέμα του και σε άλλες συλλογές του. Θυμίζει παραστάσεις της Κρίσεως σε βυζαντινές εικόνες: «Ανάμεσα στις στρατιές των τεθνεώτων και των αγέννητων οι θνητοί λίγοι. Και πρόσκαιροι. Μετεωρίτες που καίγονται. Θα κάψουν γρήγορα τη λίγη ύλη τους. Για να γίνουν αθάνατοι. Στίλβοντα σπαθιά στα στρατεύματα του σκότους. Ποτάμι από λυχνάρια στα σιγανά ύδατα του αεί. Πύρινος ποταμός και Γαλαξίας» (XII, σελ. 22).
Στο ποίημα που ακολουθεί έχουμε μια σειρά αστρικών χορών: Αστρικός καλαματιανός, {…} Αστρικός χορός {…} βηματισμός αργός και τελετουργικός {…}Μπάλος πλανητών στου Θεού τα θερινά ανάκτορα» (XIV, σελ. 24), ενώ στο επόμενο πεζό, με χιούμορ παρουσιάζεται ως διαχειριστής της πολυκατοικίας, που θα ορκίσει τους ενοίκους κάτω από το φως των αστεριών να πληρώσουν τα κοινόχρηστα, αλλιώς είτε θα πάει φυλακή είτε θα δώσει τέλος στη ζωή του. Αλλά τι θα γίνει αν βρέξει; Αναρωτιέται στο τέλος (XV, σελ. 25). Ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο είναι και το XVIII, σελ. 30, όπου οι τρεις πρώτες παράγραφοι αρχίζουν με το ρήμα «Ανοίγω», ενώ οι τρεις τελευταίες αναλογικά αρχίζουν με το ρήμα «Κλείνω». «Ανοίγω τον αστέρα {…} Εμπιστεύομαι τη δύναμή του να με οδηγήσει στη νύχτα που με περιέχει», «Ανοίγω το βιβλίο και είμαι στη χώρα των γραφών. Στο βασίλειο των σημείων, των συμβόλων και των υπαινιγμών. {…} Στη χαοτική υπερσυμμετρία του εαυτού μου». «Ανοίγω το πεπρωμένο γεμάτος περιέργεια. Εξετάζω τις χαμένες ευκαιρίες, τα απρόσμενα επιτεύγματα». «Κλείνω το άστρο μου και το αφήνω να πάρει τον δρόμο του. {…} Δεν το χρειάζομαι». «Κλείνω το βιβλίο και το αφήνω με τα μυστικά του. Δεν με αφορά». «Κλείνω το άντρο των apriori δεδομένων. Και τι να την κάνω τη γνώση αυτή, που μου αφαιρεί κάθε πρωτοβουλία; Σαν να έχω ήδη πεθάνει;». Λίγο παρακάτω σε ένα εξίσου ενδιαφέρον κείμενο παρομοιάζει τα άστρα με δέντρα του δάσους και τα συσχετίζει με τους νεκρούς και με τα όνειρα. Θεωρεί όμως πως δεν πρέπει να λύσουμε όλα τα αινίγματα των άστρων, γιατί τότε η γνώση θα ολοκληρωθεί και θα μπει στα βιβλία και στα λεξικά, και θα χαθεί η ποιητική τους υπόσταση. Στο κείμενο αυτό, όπως και σε άλλες συλλογές του, ο ποιητής εκφράζει μια παράδοξη άποψη: θεωρεί τους τεθνεώτες πιο ζωντανούς από τους ζώντες, που ζουν ήδη σαν πεθαμένοι: «Τα άστρα της νυχτιάς, τα δέντρα του δάσους. Οι νεκροί έχουν πολλές πατρίδες. {…} Από τον πόνο τους στάζει το ρετσίνι. Άλλη πατρίδα των πεθαμένων τα όνειρα. {…} Οι τεθνεώτες ζουν και πόσοι ζωντανοί είναι ήδη πεθαμένοι… Δεν έζησαν ποτέ και δεν μπορούν πια να πεθάνουν. Τα άστρα και τα όνειρα έχουν σχέση μυστικιστική. Να είναι το όναρ το δεδομένο και πλάνες οι πλανήτες, φαντάσματα του λήθαργου; {…} Δεν θα ξυπνήσουμε ποτέ από τους μύθους; Έχουν τα άστρα πολλά αινίγματα. Μην τα λύσουμε όλα. Με κάθε λύση σβήνει και ένα φως. Θα μείνουμε με ουρανό άδειο, και η γνώση θα έχει ολοκληρωθεί. Θα έχει μπει στα βιβλία. Θα ζει στα λεξικά. {…} Κάθε άστρο κάτι που δεν ξέρουμε. Αυτό δεν είναι πιο ποιητικό;» (XXII, σελ. 34-35). Και καταλήγει ο ποιητής: «Ο μύθος μας βοηθά. Και η τέχνη. Η αίσθηση της αρμονίας. Η μεταφυσική του σκότους. Με τα κεράκια που το φυλάττουν. Πιστοί φρουροί της ξαστεριάς» (XXVII, σελ. 41).
Υπάρχει όμως και η αστρική ερωτική έλξη που ηλεκτρίζει το διάστημα και προβληματίζει τους ιθύνοντες. Διάφορες θεωρίες δημιουργούνται, όπως ότι το καθολικό κοινόβιο καταλήγει τελικά στη μαύρη τρύπα. Στην αντιστροφή δηλαδή του big bang ή αντίθετα πως το ζευγάρωμα των πλανητών θα οδηγήσει στον ανεξέλεγκτο τοκετό νέων αστερισμών. Προς το τέλος του κειμένου ο ποιητής προτρέπει με χιούμορ τους πλανήτες σε αποχή και εγκράτεια, σε αποστάσεις ασφαλείας: «Τι τους έχουμε τους ηθικούς κανόνες, το οικογενειακό δίκαιο, τις ρυθμίσεις για τα εξώγαμα και τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση; Τέτοιο χάος υπάρχει μόνο στη γη» (XXIX, σελ. 43). Λίγο παρακάτω ο ποιητής θα μας μιλήσει για την αστρική βροχή, την πιθανότητα να «ξεσπάσει διαστημική καταιγίδα. Θα πέσουν πεφταστέρια οι πέτρες του σύμπαντος». Όμως οι νεκροί, που στέκονται στις βουνοπλαγιές της αιωνιότητας, θα σώσουν τον κόσμο: «Πληθυσμοί αμέτρητοι, πολιτισμοί χαμένοι. Σιωπηλοί τοποτηρητές του χρόνου. Φυλάν τον κόσμο από την αστρική βροχή. {…} Στη σκιά τους παίζουν τα παιδιά του μέλλοντος, κοιμούνται οι τωρινοί θνητοί. {…} Δίχως τους νεκρούς δε θα υπήρχαμε. Γενεαλογικά δέντρα. Με ρίζες στο μέλλον, την κορυφή στην αρχή» (XXXI, σελ. 45). Τα άστρα, σύμφωνα με τον ποιητή, έχουν γλώσσα που είναι το φως, μια άγνωστη γραφή που δεν διαβάζεται. Αναφερόμενος σε θεωρίες μεταφυσικές, αλλά και στη θεωρία του χάους μας προτρέπει να αντέξουμε το άγνωστο και χαρακτηρίζει τον πλανήτη μας τυχερό ή τραγικό: «Ο λόγος των άστρων είναι ιερός.Η βουβή απαγγελία του μέλλοντος. {…} Ο αστρικός λόγος δεν ασχολείται με μας. {…} Εμείς ερμηνεύουμε. Και κάθε ερμηνεία είναι λάθος. Τα άστρα δεν σημαίνουν. Είναι. Έναστρος ο ουρανός, ύπαστρος ο πλανήτης. Ο γαλάζιος. Ο δικός μας. Ο τυχερός ή τραγικός. Ο πρόσκαιρος. Ο νοήμων σ’ ένα ανόητο περιβάλλον. {…} Η σκέψη έχει την τάση της συμμετρίας. Η μεταφυσική έχει δομές της fractionalgeometry. Και η θεωρία του χάους τέτοιο μηχάνευμα είναι. Το άγνωστο δεν αντέχεται. Το χάος δεν είναι αταξία, μόνο αγνωσία. Ο αστρικός λόγος ιερόγλυφος. Μία άγνωστη γραφή. Ο έναστρος ουρανός αδιάβαστο βιβλίο. {…} Το άγνωστο πρέπει να το αντέξεις. Οι νόμοι της φύσης εμπεριέχουν την τυχαιότητα. Τα άστρα σε διδάσκουν πως δεν υπάρχει εφησυχασμός» (XXXV, σελ.49). Με τέσσερες προτρεπτικές προστακτικές «Δες, Πρόσεξε, πίστεψε, Κοίταξε» στην αρχή κυρίως των τεσσάρων πρώτων παραγράφων, αλλά και άλλες ενδιάμεσες, ο ποιητής επισημαίνει τον πλούτο που παρέχουν τα άστρα στον παρατηρητή τους και του φανερώνουν την ασημαντότητά του μπροστά στο σύμπαν: «Κοίταξε μια ώρα πάνω και η ανάλαφρη βαρύτητά τους θα σε μαγέψει. Άγγελοι καθαρίζουν τον δρόμο σου και το φως δεν έχει εμπόδιο. {…} Η μουσική των πλανητών δεν κάνει λάθη. Είναι η φωνή μέσα σου. Κι αν είσαι κλεισμένος, άκου μια ώρα Μπαχ. Θα εξαγνιστείς. {…} Μπροστά σε μικροσκοπικούς πλανήτες κατανοείς τι είναι ο άνθρωπος. Ως σημείο του όλου» (XXXVI, σελ. 51-52). Στη συμπαντική οικογένεια, με πατέρα τον Σείριο και μάνα την Πούλια, ο γαλάζιος πλανήτης μας «ίσως ο μόνος με νοήμονα όντα. Οργανισμούς. Φωτιά, τροχό και γλώσσα, και ύστερα τη γραφή», είναι τα άτακτο παιδί, το απολωλός πρόβατο της οικογένειας: «Εμφάνισε από νωρίς καταστροφικές τάσεις. Άστατη υγεία. Σπάνιες αρρώστιες. Αυτοάνοσες ασθένειες. Ιώσεις στη νιοστή μεταλλαγή». Θα βρει άραγε τον δρόμο της επιστροφής; (XXXVII, σελ.53-54).
Αλλά, ενώ μέχρι τώρα ο ποιητής μάς έχει πλέξει το εγκώμιο των άστρων, ωστόσο προς το τέλος μας επιφυλάσσει κάποιες εκπλήξεις, μιλώντας για «Αστροφοβία. Σε κοιτάζουν δήθεν αμερόληπτα και αδιάφορα. Δεν τους ξεφεύγει τίποτα. Και είναι παντού. Οι Μεγάλοι Αδελφοί στη νιοστή. {…} Δεν μπορείς να κρυφτείς. {…} Ένα δίκτυο από σταθμούς παρακολούθησης. Σε έχουν στοχοποιήσει. Θα έρθει η ώρα που θα επιτεθούν. Εξωγήινοι είναι τα άστρα {…} Να με πάνε πειραματόζωο στα δικά τους, να μάθουν τι είναι εγκέφαλος» (XLII, σελ. 61). Και λίγο παρακάτω απομυθοποιεί τον ουρανό και τα άστρα και καταδικάζει τον εγωκεντρισμό του ανθρώπου που κατασκευάζει θεωρίες: «Τυφλά είναι τα άστρα. Τίποτε δεν βλέπουν. Γυρίζουν στο δρομολόγιο με τον αυτόματο ενεργοποιημένο. Εμείς τα βλέπουμε και τους δίνουμε ζωή και σημασία. Τα ίδια: ογκόλιθοι φλεγόμενοι σαν τα τυφλά πουλιά που καίγονται και πέφτουν. {…} Μαύρη τρύπα ή ύλη σκοτεινή. {…} Η απομυθοποίηση του ουρανού έχει πολλά κεφάλαια. {…} Ο εγωκεντρισμός των έλλογων δίποδων δημιούργησε μύθους πολλούς κι αργεί να βγει από τον γοητευτικό λαβύρινθο. Κι αντί να πει απλώς ότι δεν ξέρει, κατασκευάζει νέες θεωρίες με τεχνητή υποστήριξη. Ο μυθομανής δεν αντέχει το άγνωστο», (XLVII, σελ. 66). Αντίστοιχη άποψη ότι «οι φωτεινοί πλανήτες είναι άδειοι», εκφράζεται και στο επόμενο κεφάλαιο από τον ποιητή, που μάς μεταφέρει μια προφορική παράδοση από τον Ισημερινό (XLVIII, σελ. 67). Ωστόσο, στο καταληκτικό του κείμενο θα ξαναβρεί την ποίηση των άστρων και τη γενναιοδωρία του ουρανού. Απευθύνεται σε μια γυναίκα και τη συμβουλεύει: «Κι αν δεν έχεις άνθρωπο, ν’ αγκαλιάσεις τα άστρα. Ένα ένα θα σε δεχτούν στην αρσενική κοίτη τους. Εκεί θα βρεις το δίκαιο και την αγάπη. {…} Θα βρεις αυτό που δεν βρήκες στον κόσμο. Όπως και άλλες πριν από σένα. {…} Θα είσαι ένας σκοπός στην αρμονία των σφαιρών. Μόνο τα παιδιά θα σε ακούσουν. Και οι ερωτευμένοι. Και οι τρελοί. Και οι μελλοθάνατοι. {…} Και αν σε έχει κανείς ανάγκη πολλή, κατέβα να τον αγκαλιάσεις. {…} Να είσαι καλή με αυτούς εκεί κάτω, που δεν ξέρουν πως δεν ζουν. Είναι ήδη νεκροί. Μην τους το πεις. Άλλωστε, δεν θα σε πιστέψουν» (L, σελ. 70-71).
Ο ποιητής έχει και το δικό του, ολόδικό του άστρο, που το φαντάζεται γυναίκα, το ξεχωρίζει ζηλότυπα από τα άλλα αναρίθμητα άστρα και τρέμει μην το χάσει: {…} «Μη γίνει απλώς ένα όνομα απ’ τη μυθολογία. Ή ένας αριθμός της αστρονομίας. {…} Δεν ξέρω το φύλο των άστρων, αλλά αυτό είναι γυναίκα. Τόσο λαμπρή, τόσο ζεστή. Δεν μπορεί να είναι άλλο. Και στο κάτω κάτω: αυτός ο ουρανός είναι δικός μου ουρανός. Και αυτόν ορίζει η δική μου ψυχή. Και αυτός είναι γυναίκα. Γραμματικά αποδεδειγμένο» (V, σελ. 14). Και λίγο παρακάτω αναζητεί εναγωνίως το άστρο του: «Πού είσαι; Σε αναζητώ… Πού είσαι στον ουρανό; Πού είσαι, αστέρι μου; Ανάμεσα στη Μεγάλη Άρκτο και του Νότου τον Σταυρό, ο αναδυόμενος αστήρ από τα βάθη του σκότους. Ο νεόδμητος κόμπος φωτός, όπου το πρόσκαιρο γειτνιάζει με το διηνεκές» (VIII, σελ. 17). Με τέσσερες επαναλήψεις «Άστρο το άστρο» στις τέσσερες πρώτες παραγράφους, όπου αναφέρεται στους αμέτρητους αστερισμούς, αλλά και στην αξία της άυπνης νύχτας, «Αστερισμοί. Σχήματα και ονόματα. Μυθολογίες. Ιστορίες ανθρώπινες, θεϊκές. Ουράνιος χάρτης, αχαρτογράφητη ψυχή. Νύχτες. Η μισή ζωή νύχτες. Μην τις χάσουμε με ύπνους», θα καταλήξει και πάλι στην πέμπτη παράγραφο στο δικό του άστρο, στον πλανήτη του: «Άστρο. Το άστρο μου. Ο δικός μου πλανήτης. Ο μελλούμενος κόσμος. Το αστρικό μου σώμα. Φωτεινό μου μνημείο. Θα το θαυμάσουν οι αγέννητοι. Οι ερχόμενοι. Θεέ μου, τόσο μέλλον!» (XI, σελ. 21). Αλλά στο ποίημα IX, σελ. 19, θα αναγνωρίσει στην καταληκτική στροφή ότι ο καθένας έχει το άστρο του: «Ο καθένας και το άστρο του / κομμάτι ουρανού που του αναλογεί / φως διακριτικό που τον οδηγεί / μέσα στα όνειρα της νύχτας». Και αμέσως πιο κάτω: «Ο καθένας βλέπει όσα άστρα μπορεί. Και όσα άστρα θέλει. Και όπως τα θέλει» (X, σελ. 20).
Ο Βάλτερ Πούχνερ μας χάρισε με τα Αστροδρόμια ένα κομμάτι ουρανού και έναστρης νύχτας. Στο χέρι μας είναι να ανακαλύψουμε κι εμείς το δικό μας άστρο.