Η ένατη ποιητική συλλογή της Βίκυς Δερμάνη με τίτλο Μικρές ταριχεύσεις, κυκλοφόρησε, όπως και οι προηγούμενες, από τις ιδιαίτερα επιμελημένες εκδόσεις ΑΩ. Με ένα συνταρακτικό εξώφυλλο, έργο του Γερμανού ιατρικού εικονογράφου, Max Brödel, και με έναν εξίσου συνταρακτικό τίτλο, που παραπέμπει σε αρχαίες μακάβριες διαδικασίες, ο αναγνώστης επιχειρεί εμβαθύνσεις και συσχετίσεις, όπως και με το μότο, για να ξεκλειδώσει τα μυστικά της συλλογής.
Στο μότο που προλογίζει την ποιητική συλλογή σημειώνονται κάποιοι στίχοι της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, όπου το ρήμα ταριχεύω σε τετελεσμένο χρόνο, επισημαίνει πως η μοναξιά του ποιητή «σαν άνοιξη μυρίζει ξαφνικά πιο έντονα από μια μνήμη σαρκική που θα’χε ταριχέψει». Το ρήμα ταριχεύω/βαλσαμώνω είναι πιο δυνατό από το οριστικό, τετελεσμένο «θάβω», αφού με την ταρίχευση κρατάει κανείς διαρκή την παρουσία, άρα και τη μνήμη, του νεκρού σώματος. Έτσι, με τους στίχους αυτούς της Κ.Α.Ρ. εισαγόμαστε σιγά-σιγά στις Μικρές ταριχεύσεις της Βίκυς Δερμάνη.
Η συλλογή αποτελείται από 38 ποιήματα, όχι εκτεταμένα, στα περισσότερα από τα οποία υπάρχει διάχυτη η έννοια και η αίσθηση του θανάτου, των νεκρών, του τάφου (πεθαμένοι, του τάφου σκοτάδι, νεκροταφεία, θανατηφόρες ενέσεις, πόλη νεκρή, οι νεκροί, πουλιά νεκρά, το καντήλι των νεκρών, μνήματα, πάνε χρόνια που πέθανες, άνθρωπος νεκρός, ξένος νεκρός, πέτρινη ταφόπλακα, του θανάτου ώρες), ενώ σε πολλά άλλα κυριαρχεί το μαύρο (μαύρος πυρετός, την άμμο τη μαύρη, τον μαύρο εαυτό μου, μαύρος ο φόβος, μαύρο στο μαύρο, μαύρος καιρός, κατάμαυρος, φεγγάρια μαύρα, φίδια μαύρα) ή το σκοτάδι (πόλη σκοτεινή, του τάφου σκοτάδι, σκοτάδι ασάλευτο).
Μια ατμόσφαιρα spleen διαπερνά σχεδόν όλα τα ποιήματα. Το ποιητικό υποκείμενο πάσχει, σε μια ζωή χαλασμένη, «σε μιαν άδεια παντέρημη πόλη/σκοτεινή και ανίερη/που τις πομπές της κρύβει», όπου οι άνθρωποι είναι «σφάγια σαρκοβόρων/» {…}που «ησύχως πεθαμένοι/αναρωτιούνται με πόσα καρφιά/ο ήλιος στον ουρανό καρφώθηκε/τις ώρες που έμπαιναν όλο και πιο βαθιά/μες το πικρό του τάφου τους σκοτάδι/» (Ζωή χαλασμένη, σελ. 11). Αυτή την αίσθηση της φθοράς, της θλίψης, της πίκρας, αλλά και της αηδίας και της αγανάκτησης για τη «σαπισμένη», «τη νεκρή πόλη», «την πικρή χώρα», «την παρηκμασμένη πόρνη», τη βρίσκουμε σε αρκετά ακόμη ποιήματα, όπου επικρατεί: «Αντάρα θλίψη χαμός/ραγισμένα στομάχια άδεια/πείνα δαιμονισμένη/χάσκουσα η πείνα πληγή/ άσκεπος βρόγχος θανατερός/ανέστιας ζωής αθλίας» (Liberta o Morte, σελ. 12), όπου κυκλοφορούν Μικράνθρωποι (σελ. 14), «ως ανδρείκελα σαθρά που υπνοβατούν/ως μαριονέτες σε σκηνή ξεδιάντροπη/σ’ ένα τσίρκο ή ένα καρναβάλι/που {…}αποσύνθεση βρωμούν/κι αθλιότητα/και δεν υπάρχει βροχή/των μικρανθρώπων τη ντροπή/να ξεπλύνει» και όπου «Αιθάλη ψεύδους ζωτικού/κρύβει και δεν κρύβει τη σαπισμένη πόλη», όπου {…} «έχουν τα μάτια μαχαίρια πολλά/αίμα πολύ το μελάνι στάζει/» (Αίμα το μελάνι στάζει, σελ. 15).
Τις σταθερές της ποιήτριας, πόλη νεκρή, τόπος/χώρα/σπίτι, μαύρο, θάνατος, αλλά και την απελπισία, την πίκρα και τον αποτροπιασμό για την κοινωνική αδικία, τη βαρβαρότητα, τις άθλιες συνθήκες των άστεγων, των προσφύγων και των κατατρεγμένων, καθώς και για τους «κατ’ εξακολούθηση» σκοτωμένους, θα συναντήσουμε και σε άλλα ποιήματα, με ελεγειακό χαρακτήρα, που αποδίδονται με ζοφερές εικόνες, λέξεις εξαιρετικά δυνατές, μεταφορές, κ.τ.λ., όπως π.χ. στα: Πόλη νεκρή (σελ. 17), όπου κυριαρχούν τα χρώματα του θανάτου: «Πόλη νεκρή/οι δρόμοι κόκκινοι/λευκή σιωπή//μαβής ουρανός/μαύρος ο φόβος/σπίτια σταχτιά//πόσα χρώματα/ο θάνατος έχει/», Ολέθρια ύδατα (σελ. 18) «Σε δρόμους πλήρεις βρύων/από βρώμικα ύδατα ολέθρια/αθώοι ζουν μελλοθάνατοι πικροί/τις ώρες με ρόγχους μετράνε/πάνω σε στρώματα χάρτινα/σώματα ξεβράζονται σακατεμένα//κάτω απ’ ουρανό μολυβένιο/σκιές ζοφερές το δάχτυλο κουνούν/ζωές διαφεντεύουν δήμιοι σαπισμένοι/{…}στα βρώμικα ολέθρια ύδατα των ρείθρων/πληθαίνουν οι νεκροί», Κατ’ εξακολούθηση (σελ. 20) «Τους σκότωσαν/μια και δυο και τρεις φορές//για την ελπίδα/για τη ζωή/για την πατρίδα//μια και δυο και τρεις φορές//να ησυχάσουν πια αφήστε τους//πάνε άλλωστε χρόνια/που είναι πεθαμένοι»), Δεν βρίσκω τον τόπο μου (σελ. 22), μια ελεγεία ακόμη που μας θυμίζει το ποίημα του Γ. Σεφέρη «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου»: «Δεν βρίσκω τον τόπο μου/σε τούτη τη χώρα/σε τούτη την πόλη/σε τούτο το σπίτι/μονάχα χαλάσματα/σκόνη μονάχα/μονάχα βαρβαρότητα//δεν βρίσκω τον τόπο μου/βόμβες πόνου λέξεις/πικρές και παράφορες/εκρήγνυνται στα σπλάχνα/δεν βρίσκω τη χώρα μου/θανατηφόρες ενέσεις /της σκότωσαν των ήλιο//δεν βρίσκω την πόλη μου/δεν βρίσκω το σπίτι μου/σε δρόμους άβατους/σε σπίτια νεκροταφεία/σε συντρίμμια και λείψανα/τον τόπο μου έχασα//σκόνη μονάχα/μονάχα βαρβαρότητα».
Εφιαλτικό είναι το κλίμα που επικρατεί και στα δύο επόμενα ποιήματα: Καιροί βάρβαροι (σελ. 13), όπου οι τρεις καταληκτικές λέξεις, μάτια, στομάχια ψυχές, γράφονται κάθετα, η μία πλάι στην άλλη, δίνοντας μια διαφορετική μορφή στο ποίημα και Δελτίον καιρού (σελ. 21), στο οποίο ο τίτλος και κάποιες λέξεις παραπέμπουν σε μετεωρολογικό δελτίο. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Β.Δ., όπως και σε άλλα ποιήματα, περιέχει και πολλές λόγιες λέξεις ή της καθαρεύουσας, ενώ σε κάποιους στίχους τοποθετεί το ρήμα στο τέλος, φορτίζοντας έτσι ιδιαίτερα το περιεχόμενό τους. Η όλη ατμόσφαιρα του ποιήματος είναι εφιαλτική, καφκική και παραπέμπει σε καθεστώς τρομοκρατίας και βαρβαρότητας που στραγγαλίζει κάθε ανθρώπινη ελευθερία: «Μαύρος καιρός νεφελώδης/λόγω καταιγίδας όξινης διατάραξις επήλθε/κεραυνοί κι αστραπές τις πόρτες χτύπησαν/γέμισαν των σπιτιών τα δωμάτια πουλιά νεκρά/στα δέντρα κρέμονται κεφάλια κομμένα// μαύρος καιρός νεφελώδης/παρατεταμένη σιτοδεία τους δρόμους μαστίζει/άρθηκαν διά νόμου των ανθρώπων οι ανάσες/απ’ το λοιμό της απείθειας όσοι μολυνθούν/στα σφαγεία θανατώνονται αυτομάτως//καιρός μαύρος/κατάμαυρος/».
Ωστόσο, στο ποίημα Φοβάμαι( σελ. 16) θα εκφράσει την αγωνία της μήπως και συνηθίσει αυτές τις εικόνες της απελπισίας, της προσφυγιάς, της ανελευθερίας και της φρίκης των άλλων: «Την απέραντη της απελπισίας θάλασσα/την άμμο τη μαύρη που πνευμόνια γεμίζει/τον διάχυτο των ματιών θλιμμένο καπνό//τα πικραμένα τ’ αδειανά από γάλα στήθη/την άδεια που θρηνεί από έμβρυο μήτρα/τις γυναίκες που σε βάρκες γεννούν/ των ψυχών τις βρωμερές χαβούζες/των μολυσμένων νερών τη δυσοσμία/το ξινισμένο των δρόμων αίμα//μα πιο πολύ σταυραδέλφια μου/το μαύρο εαυτό μου/φοβάμαι».
Άλλα θέματα που απασχολούν τη Β. Δ. στη συλλογή είναι: η Προσμονή (σελ. 24), όπου σε α’ πληθυντικό πρόσωπο, με τολμηρές προσωποποιήσεις και μεταφορές, εκφράζεται η πίκρα της απαρηγόρητης προσμονής: «Καλπάζουμε στην πλάτη της σιωπής/στις φτερούγες ονείρων νεκρών/γυρεύοντας έναν κήπο σκιερό/της ψυχής ν’ απιθώσουμε τις ρίζες/κι ως τότε μέχρι ρανίδας πίνουμε/της πίκρας την αόρατη βροχή/αποσαρκωμένοι κι ανυπόδητοι/πνιγμένοι σε φεγγάρια μαύρα και πικρά/μιας προσμονής απαρηγόρητης», ο καιρός/χρόνος: Η εκκρεμούσα (σελ. 26), η μνήμη και ο χρόνος: Αλάτι πηχτό (σελ. 27), η γνώση και ο χρόνος: Η εκκρεμούσα, Αλάτι πηχτό, ο πόνος: Χώμα μονάχα (σελ.28), οι απώλειες και ο χρόνος: Χρόνος αλλιώς (σελ. 29), όπου με τις επαναλήψεις των λέξεων απούσα, απών γίνεται τελικά καταμέτρηση των νεκρών: «Απούσα απών απούσα/απών απούσα απών//έφτασε ο καιρός που/μ’ απώλειες και μνήματα/το χρόνο μας μετράμε», η μοναξιά: Σιγά-σιγά (σελ. 30), το παρελθόν και το παρόν: Ενεστώτας αμετάκλητος (σελ. 31),όπου σε μια στροφή έχουμε εννέα συνεχόμενα ενεργητικά ρήματα, που αναφέρονται στο παρελθόν και δηλώνουν ζωντάνια και χαρά, σε αντίθεση με το στείρο παρόν, τον αμετάκλητο σκληρό ενεστώτα: «Παρατατικός /ήσουν/γελούσες φόραγες/μιλούσες δάκρυζες χόρευες/αγάπαγες γελάστηκες σκόρπιζες//κι από τότε/ενεστώτας αμετάκλητος//πόσο σκληρός τι ξιπασμένος χρόνος!», η ταύτιση με τη νεκρή μητέρα: Δεν (σελ. 32), ποίημα σπαρακτικό, όπου η κόρη ντύνεται τα ρούχα και φορά τα παπούτσια της νεκρής μάνας, σε μια μάταιη προσπάθεια ταύτισης ζωής και θανάτου. «Το μπεζ φοράω κομπινεζόν/το πολύχρωμο φουστάνι το μεταξωτό/τις κάλτσες το κολιέ και τα παπούτσια σου//{…}στον καθρέφτη τον ολόσωμο κοιτάζομαι//δεν είμαι εγώ αυτή/δεν είσαι εσύ αυτή//πάνε χρόνια που πέθανες//μητέρα//εγώ;», ο βολεμένος άνθρωπος: Ένας άνθρωπος νεκρός (σελ. 33), όπου το ποιητικό υποκείμενο αυτοπαρουσιάζεται στην πρώτη στροφή (θέση) με ειρωνικό καβαφικό ή καρυωτακικό τρόπο, σε αντιδιαστολή με την άρση και τη διαπίστωση της δεύτερης στροφής: «Της οικογένειας ο κυνόδοντας είμαι/της υπηρεσίας μου υπάλληλος καλός/της χώρας μου υπήκοος πειθήνιος/ευπειθής της εκκλησίας μας πιστός/με ζήλο του νόμου και της τάξης/ακοίμητος στέκομαι φρουρός//είμαι ένας άνθρωπος βολεμένος/μα κάποιοι λένε πως/είμαι ένας άνθρωπος νεκρός/», ο νόστος/θάνατος: Νόστος (σελ. 34), ποίημα που αρθρώνεται και πάλι σε δύο στροφές, όπου στην πρώτη έχουμε τη θέση, τη λαχτάρα του ξενιτεμένου να γυρίσει στην πατρίδα του, ενώ στη δεύτερη την άρση, το θάνατό του, εξαιτίας του νόστου. Και σ’ αυτό το ποίημα ξετυλίγεται μια πυκνή ανθρώπινη ιστορία με δυνατές λέξεις και μεταφορές: «Πως θα ξέμενε φοβόταν εκεί/πως οι μήνες τα χρόνια θα χάνονταν/σε τόπο ξένο με ψυχή παγωμένη/με δόντια σουβλερά τις μέρες να τρώει/με σπλάχνα γεμάτα από πίκρας κάρβουνο/{…}ένα καημού βράδυ ασήκωτο/ξένος νεκρός σε ξένο τόπο βρέθηκε/ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ευθύς:/»για το θάνατο ευθύνεται/της πατρίδας ο νόστος»/, η εκδίκηση των ονείρων: Έγκλημα και τιμωρία (σελ. 35), η ψυχή: Ψυχή (σελ. 36).
Ακολουθούν πέντε ερωτικά ποιήματα: Χωρίς εσένα (σελ. 37), ποίημα σπαρακτικό, όπου με έντονα ρήματα και εικόνες ζοφερές, καθώς και με τις τριπλές επαναλήψεις της φράσης χωρίς εσένα, το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει το άλγος και τον σπαραγμό της απουσίας: «Γδέρνω ξεκοιλιάζω/δαγκώνω με λύσσα/νεκροί γύρω οι τοίχοι/αίμα μυρίζουν και φόβο//στο ταβάνι ανεβαίνει ο πυρετός/τις έμμονες του θανάτου ώρες//χωρίς εσένα/χωρίς εσένα /χωρίς εσένα//τόσο ατέλειωτη η νύχτα/», δύο ευφρόσυνα, Έρωτας (σελ. 38) και Ανατομία (σελ.39), ακολουθεί το Άργησες πολύ (σελ. 41), στο οποίο το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει σε ένα νοούμενο πρόσωπο την πίκρα, τον θυμό και το παράπονό του για τον καθυστερημένο του έρωτα: {…}«άργησες πολύ να’ ρθεις τόσο που/σαν ήρθες/από θυμό μεγάλο ή/από σκουριά αναπόφευκτη που/σαν εξάνθημα είχε εξαπλωθεί/δεν άνοιξα την πόρτα για να μπεις/να ζω είχα μάθει με αδειανό το σώμα//άργησες πολύ να’ρθεις τόσο που/η Άνοιξη/από καιρό με είχε φτύσει//τι να σε κάνουν τώρα/τα πικραμύγδαλά μου;». Το πέμπτο ερωτικό ποίημα Άγνωρη (σελ. 42) εκφράζει και πάλι τη θλίψη για την απουσία του έρωτα.
Εκτός από τα ερωτικά, υπάρχουν και τρία ποιήματα που αναφέρονται στην αγάπη: Η ύψιστη τέχνη (σελ. 40), τρίστιχο ποίημα που ξεκινάει με μια προτροπή, για να καταλήξει σε ένα βαθύ συμπέρασμα: «Ν’ αγαπάμε σπάταλα//εκ των τεχνών της ζωής/η ύψιστη είναι». Υπάρχει όμως και η αγάπη, Λύκος αιμοβόρος (σελ 43), όπου το ποιητικό υποκείμενο, απευθυνόμενο στον Charles Bukowski, χαρακτηρίζει την αγάπη λύκο αιμοβόρο κι όχι «σκύλο απ’ την κόλαση» που θα μπορούσε να τον τιθασσεύσει. Το τρίτο ποίημα, με λέξεις που παραπέμπουν σε εκκλησιαστικά κείμενα, είναι ένας ύμνος στην Αγάπη, όπως αυτός ο περίφημος του Αποστόλου Παύλου, που κάνει τη ζωή πραγματική ζωή και εξανθρωπίζει, τον άνθρωπο τον κάνει Άνθρωπο: Αγάπη (σελ. 44): «Η Αγάπη των άλλων/λείπει/του εαυτού πρωτίστως//τα λεπτεπίλεπτα λείπουν/κρινοειδή άνθη/τα κατοικούντα εν αυτή/τα λαλούντα λόγια/τρυφερά και παρήγορα//η Αγάπη λείπει//ζωή να γίνει η ζωή//ο άνθρωπος;/Άνθρωπος να γίνει/». Άλλο θέμα είναι η Άνοιξη: Αν μια φορά Άνοιξη Άνοιξη πάντα (σελ. 45), φωτεινό και αισιόδοξο, όπως ταιριάζει στην εποχή. Στο τέλος της συλλογής υπάρχουν δύο ποιήματα που αναφέρονται στην ποίηση: Ματωμένες λέξεις (σελ. 46) και Της ποίησης ο κάματος (σελ. 47), όπου η Β.Δ. περιγράφει παραστατικά, με τη χρήση έξι ενεργητικών ρημάτων και έντονα μεταφορικό λόγο, τον οίστρο του ποιητή, που δουλεύει αδιάκοπα και παλεύει με τις λέξεις , γιατί η ποίηση απαιτεί κούραση και ιδρώτα: «Ενθέρμως παραδόθηκε/στον πυρετό του οίστρου/έπλασε/σμίλευσε/έχτισε//γκρέμισε/έσκαψε/φύτεψε//και πάλι απ’ την αρχή//κάματο μεγάλο μ’ ίδρο πολύ/η ποίηση έχει/».
Όπως διαπιστώνει κανείς από την παράθεση των θεμάτων και την επιλογή στίχων από τη συλλογή, το ποιητικό υποκείμενο της Β. Δ. είναι μια αιμάσσουσα ψυχή, μια «φωνή αιμορραγούσα που στάζει θλίψη» και πένθος, που σπαράζει και διψά για αγάπη. Ο ευαίσθητος αναγνώστης ταυτίζεται και συμπάσχει μαζί του.
Η ποιητική έκφραση της Β.Δ. ξαφνιάζει με την πρωτοτυπία της στον τρόπο που τοποθετεί συντακτικά τις λέξεις, όπως π.χ. «τα πικραμένα τ’ αδεινά από γάλα στήθη/την άδεια που θρηνεί από έμβρυο μήτρα» (Φοβάμαι, σελ. 16). Συχνές επαναλήψεις στίχων ή λέξεων επιτονίζουν το νόημα, π.χ. «Μαύρος καιρός νεφελώδης {…}//μαύρος καιρός νεφελώδης//καιρός μαύρος/κατάμαυρος» (Δελτίον καιρού, σελ. 21). Τα ποιήματα είναι διάστικτα από μεταφορικές λέξεις και φράσεις, π.χ. καρφιά της ερημιάς, αίμα πολύ το μελάνι στάζει, με σπλάχνα γεμάτα από πίκρας κάρβουνο, σπίτια νεκροταφεία, κ.ά, προσωποποιήσεις, π.χ. πόλη που τις πομπές της κρύβει, χώρα παρηκμασμένη πόρνη, της λήθης το χάδι εξατμίζεται, η ψυχή ήρθε να με πλακώσει, κ.ά. Η Β. Δ. αρδεύει λέξεις από το πλούσιο λεξιλόγιο όλων των μορφών της γλώσσας, γιατί έχει υψηλή γνώση και αίσθηση του γλωσσικού μεταλλεύματος. Συχνά χρησιμοποιεί λόγιες λέξεις ή φράσεις, κατάλληλες να αποδώσουν το πιο εκλεπτυσμένο νόημα στο συγκεκριμένο σημείο του ποιήματος, όπως π.χ. διατάραξις επήλθε, παρατεταμένη σιτοδεία, άρθηκαν διά νόμου, χάσκουσα πληγή, ενύπνια κλεμμένα, λαλούντα λόγια, αποσαρκωμένοι, ανυπόδητοι, η εκκρεμούσα, ανένδυτη ψυχή, ολέθρια ύδατα, υδαρή σώματα, τα κατοικούντα εν αυτή, ευπειθής, σάρκα εύφλεκτη, εύσαρκες ακτίνες, τραγούδια εύμολπα, κ. ά. Οι λέξεις που επιλέγει σαν ρομφαία διαπερνούν το ποίημα και φτάνουν στο βάθος των νοημάτων. Λέξεις ηλεκτροφόρες, «τάσης υπερυψηλής», «βόμβες πόνου, πικρές και παράφορες» που προκαλούν στον αναγνώστη συνεχείς εκρήξεις ποικίλων συναισθημάτων.
Η ποίηση της Β.Δ. μας αφήνει μια έντονη γεύση μελαγχολίας, «γέμισε ο ουρανός/λέξεις ματωμένες», αλλά συγχρόνως μας συνεπαίρνει, μας συγκινεί βαθιά και μας χαρίζει μια πολύ υψηλού επιπέδου αισθητική απόλαυση. Είναι μια ποίηση αυθεντική, πηγαία, συγκλονιστική.