Πάντα την ταπείνωνε. Από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν στο Πανεπιστήμιο. Αυτή φοιτήτρια ξένης φιλολογίας, αυτός της ιατρικής. Η Νόρα καστανόξανθη, με κυματιστά μαλλιά ως τους ώμους, ψηλή και λεπτή, με σαγηνευτικό χαμόγελο. Αυτός μέτριος στο ύψος, με πράσινα μάτια, στενά χείλη και κανονικά χαρακτηριστικά. Αγέλαστος όμως. Κάποια κόμπλεξ φαίνεται τον κυνηγούσαν από μικρό παιδί, και του έβγαιναν τώρα με μια σαδιστική διάθεση. Έλεγε ότι την αγαπούσε, αλλά ήθελε να την εξουσιάζει. Στην αρχή εκείνη αντέδρασε, όπως ήταν περήφανη και προερχόμενη από μια οικογένεια με διαφορετική νοοτροπία, διαφορετικό πολιτισμό. Από γονείς με καλλιέργεια και ευγένεια στους τρόπους και στη συμπεριφορά. Ιδίως η μάνα της είχε μια έμφυτη καλοσύνη και μια απλόχερη αγάπη για όλο τον κόσμο. Εκείνος ήταν άξεστος, ακαλλιέργητος. Τον είχαν μεγαλώσει έτσι, ώστε να αισθάνεται ότι είναι το κέντρο του κόσμου. Προσπαθούσε να επιβάλλεται στους άλλους μ’ έναν τρόπο αγενή, να τους αιφνιδιάζει με τους απρεπείς χαρακτηρισμούς του, το απότομο ύφος του, την προπέτειά του. Η Νόρα αγαπούσε τη μουσική και τη λογοτεχνία. Είχε ένα λαμπερό μυαλό και διακρινόταν στις σπουδές και στις συναναστροφές της. Αυτό τον δαιμόνιζε. Σιγά σιγά την απομάκρυνε από τις φίλες της, προσπαθούσε να την ξεκόψει και από την οικογένειά της. Εκείνη τρελή από αγάπη υπέκυπτε ολοένα και περισσότερο στις απαιτήσεις του. Άρχισε να αλλοτριώνεται, χωρίς να το καταλαβαίνει. Εγκατέλειπε τα ενδιαφέροντά της, εκείνα που τη στήριζαν και της ομόρφαιναν τη ζωή. Όλα πια στρέφονταν γύρω από τον εγωκεντρικό εραστή πρώτα, και έπειτα από πολλά βασανιστικά χρόνια, σύζυγο/δυνάστη της. Οι αδελφές της και οι φίλες της δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς αυτός ο άνθρωπος την είχε έτσι μεταμορφώσει, ώστε να μην έχει πια καμιά σχέση με τον προηγούμενο εαυτό της. Η ίδια έχανε κάθε μέρα ένα κομμάτι της ελευθερίας και της ανεξάρτητης υπόστασής της. Έκανε τρία παιδιά, το ένα πίσω από το άλλο. Η ζήλεια του ήταν αφόρητη, αλλά εκείνη την υπέμενε καρτερικά. Ύστερα άρχισαν οι απιστίες του. Προφανώς είχε ανάγκη επιβεβαίωσης του αντρισμού του. Μια φορά τον έπιασε «επ’ αυτοφόρω». Αυτός, αφού φυγάδευσε την ερωμένη του, της ορκιζόταν πως αυτή είναι η μοναδική του αγάπη. Είχε φοβηθεί μήπως τον εγκαταλείψει. Εκείνη πάλι υπέκυψε. Τον συγχώρεσε. Μετά όμως από λίγο καιρό αυτός ξανάρχισε τα ίδια. Τότε η Νόρα αποφάσισε να πάει σε ένα δικηγόρο, χωρίς βέβαια να του πει τίποτα. Ο δικηγόρος αντί να τη βοηθήσει την αποθάρρυνε, λέγοντας: «Και πώς θα ζήσετε με τρία παιδιά; Το σκεφτήκατε καλά, κυρία μου;». Κι έτσι εκείνη έκανε πάλι πίσω. Τα χρόνια περνούσαν και δεν άλλαζε τίποτα. Τα παιδιά μεγάλωσαν, έφυγαν από το σπίτι. Όλα τραυματισμένα από τη συμπεριφορά του πατέρα τους. Κανένα όμως δεν του αντιτάχτηκε. Κανένα δεν υπερασπίστηκε τη μάνα του. Από φόβο. Αυτός γινόταν όλο πιο βίαιος και πιο ταπεινωτικός. Την εξουθένωνε. Σιγά-σιγά έχανε τον εαυτό της. Άρχισε να ξεχνάει, ίσως από άμυνα. Τότε εκείνος γινόταν ακόμη πιο επιθετικός. Τη μείωνε, την πρόσβαλε, την κορόιδευε ότι δεν ξέρει πια τι της γίνεται. Ότι ξεχνάει τα χάπια της, το τηλέφωνό της, τα γυαλιά της. Την έπεισε πως χωρίς αυτόν είναι ανίκανη να κάνει οτιδήποτε. Την ευνούχισε. Κι εκείνη υπάκουε. Τον πίστευε. Κρεμάστηκε επάνω του. Έγινε άβουλο υποχείριό του. Λες και αρνιόταν να σκεφτεί, να αντιδράσει, να φωνάξει. Της τα είχε πάρει όλα. Της είχε λεηλατήσει την αξιοπρέπειά της. Της είχε ρημάξει τη ζωή και την προσωπικότητά της. Δεν αναγνώριζε πια τον εαυτό της.
Ώσπου μια μέρα, όταν εκείνος, έξαλλος από θυμό, σήκωσε το χέρι να τη χτυπήσει, επειδή η Νόρα προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, γιατί την ταπείνωσε άλλη μια φορά, ένιωσε το σώμα της επιτέλους να ορθώνεται. Δεν είπε λέξη. Μόνο τον κοίταξε σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά. Καυτά δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της, αλλά στο πρόσωπό της χύθηκε μια πρωτόγνωρη έκφραση αποφασιστικότητας. Προχώρησε σιωπηλά ως την εξώπορτα. Την άνοιξε με σταθερό χέρι κι ανάσανε με λαχτάρα τον αέρα της ελευθερίας.