Η πρώτη ποιητική συλλογή της Κλεονίκης Δρούγκα, στην –όπως πάντα- εξαιρετικά επιμελημένη έκδοση του Μανδραγόρα, που το εξώφυλλό της κοσμείται με ένα χαρακτηριστικό έργο του Γκογκέν, αποτελείται από τέσσερις θεματικές ενότητες, με άνισο αριθμό ποιημάτων η καθεμία (δέκα, πέντε, έξι, τέσσερα). Συνολικά, λοιπόν, τα ποιήματα της συλλογής είναι 25.
Ο εύγλωττος τίτλος της συλλογής μάς παραπέμπει σε ένα παρατεταμένο λογάριασμα του ποιητικού υποκειμένου με τον χρόνο, ίσως γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο το επίρρημα «οκλαδόν», όπως οκλαδόν κάθονται και οι γυναίκες στον πίνακα του Γκογκέν στην εξωτική Ταϊτή, όπου ο χρόνος δεν πιέζει, αλλά κυλάει ήρεμα.
Σε όλες τις ενότητες της ποιητικής συλλογής παρατηρούμε μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων. Ξεχωρίζουν όμως τα θέματα που σχετίζονται με τον χρόνο, τις ανθρώπινες σχέσεις, τη θάλασσα, το καλοκαίρι, τη ζωή. Άλλωστε, και οι τίτλοι των τεσσάρων ενοτήτων είναι χαρακτηριστικοί: Θυμοσοφία, Εποχές: Φθινόπωρο, Χειμώνας, Άνοιξη, Καλοκαίρι, Σχέσεις, Να ξέρεις ότι προσπαθώ, ζωή.
Τα δέκα ποιήματα της πρώτης ενότητας Θυμοσοφία (σελ. 11-20) έχουν ποικίλο περιεχόμενο και αφορούν: ασύμπτωτα αισθήματα (Μην κλωτσάς τη γάτα, σελ. 11), θυμό (Θυμός, σελ. 12), διλημματικές καταστάσεις (Δισταγμός, σελ. 13), απογοητεύσεις (Delete, σελ. 14), χαρακτήρες (Δείκτες, σελ. 15), μια ταινία (Τα μέρη μιας ταινίας, σελ. 16),τη σχέση με τη θάλασσα (Η φωνή της θάλασσας, σελ. 17), ανέλιξη (Η σκάλα, σελ.18), απολογισμό (Ο απολογισμός, σελ.19), συζήτηση με τον χρόνο (Αντικριστά στο τραπέζι με τον χρόνο, σελ. 20).
Στα ποιήματα αυτά παρατηρούμε, όπως και σε όλη τη συλλογή, μικρές, κοφτές προτάσεις, εναλλαγές ρηματικών προσώπων, αλλά κυρίως τη χρήση α’ και β’ ή γ’ ενικού, σπανιότερα α’ και γ’ πληθυντικού, μια πληθώρα ρημάτων, σχεδόν καταιγιστική (π.χ. Delete, σελ.14, Αντικριστά στο τραπέζι με τον χρόνο, σελ. 20), προστακτικές προτρεπτικές (π.χ. Θυμός «Μην αγνοείς τον θυμό σου», σελ. 12) αλλαγές χρόνων (όλη νύχτα/τώρα, το πριν και το μετά, άλλοτε/τώρα, σελ.13, 17, 19), χρήση ομόηχων λέξεων (π.χ. «οι τοίχοι, τα τείχη», «λίπη, λύπη», σελ. 14), περιγραφές προσώπων με αντιθέσεις (το μέσα και το έξω, σελ. 15), μεταφορές (π.χ. «Κάνεις χωριό με τη χίμαιρα», «Καταπίνω τη συνήθεια σε μικρά κομματάκια», σελ. 18, 20), προσωποποιήσεις (π.χ. «στο μπόι των λέξεων», «η μέρα αργοσέρνει δισταγμό», «Μετρά η βάρκα τα καλοκαίρια στα κύματα», σελ.12, 13, 17).
Η γυναίκα είναι το κεντρικό πρόσωπο των ποιημάτων της συλλογής: διστακτική ή αποφασιστική, απογοητευμένη ή συμβουλευτική, προκλητική ή επιφυλακτική, «απανθρακωμένη», αλλά και με επιμονή στις διεκδικήσεις της: ({…}Στάση παλιά Σαλαμίνα/στην ίδια βιτρίνα μπροστά/μετρά τη ζωή της χωρίς να βγάζει λέξη/η μνήμη της ανήκει/στο μεταξύ γάμος δουλειά/καυγάδες αγκαλιές θλίψη χαρά/μια έκρηξη μέσα της, την αφήνει απανθρακωμένη»/, (Ο απολογισμός, σελ. 19), αλλά και «{…}επιμένω στη σταγόνα που αιωρείται/ηδονή/-πολυτέλεια-/κάνω το τέρμα αρχή»./, (Αντικριστά στο τραπέζι με τον χρόνο, σελ. 20).
Από την ενότητα αυτή επιλέγω δύο χαρακτηριστικά ποιήματα. Το πρώτο, Δισταγμός (σελ. 13), είναι γραμμένο σε α’ ενικό πρόσωπο και φανερώνει τη διλημματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το ποιητικό υποκείμενο: «Θέλω να μιλήσουμε/έχω ετοιμαστεί/όμως φοβάμαι/πριν σου τηλεφωνήσω/φυλλομετρώ ξανά τις σημειώσεις/τις έγραφα/όλη νύχτα/συνδυάζοντας τις συλλαβές/τώρα που ο ήλιος επιμένει να βγει/η επιθυμία να κάνω ένα βήμα/υποχωρεί μέσα μου/έχει περάσει και η ώρα/η μέρα αργοσέρνει δισταγμό/δεν είμαι σίγουρη/να σου μιλήσω αν θέλω τελικά/». Το δεύτερο ποίημα, Delete (σελ. 14), με εναλλαγές α’ και β’ ενικού προσώπου, φανερώνει την απογοήτευση του ποιητικού υποκειμένου από τον εικονικό συνομιλητή της στο facebook, το ύφος είναι κοφτό, είναι χαρακτηριστικές οι άνω κάτω τελείες μετά τα ρήματα, στην αρχή και το τέλος του ποιήματος. Το ποίημα είναι διαρθρωμένο σε τρεις ενότητες και υπάρχει πληθώρα πρωτοπρόσωπων ρημάτων: «Κοινοποίησες: άσμιχτοι οι άνθρωποι σήμερα/ως πρόσφατα θα έγραφα κάτι/βαθύ και φιλοσοφικό//Κοιτάζοντας τον «τοίχο» σου/το τοπίο σου/το πρόσωπό σου/βρέθηκε στη λαβή του σπαθιού το χέρι μου/στριφογύρισα τη γλώσσα μου/αναστέναξα/απομάκρυνα το βλέμμα/μη λιγοστέψω τα αισθήματα/γυρνώντας πίσω/καλώς δεν σχολίασα/οι «τοίχοι» -και τα τείχη- πέφτουν/αθόρυβα μες στη νύχτα/μετάνιωσα όμως/που τόσο σπάταλα/έτρεφα το εγώ σου/πότιζα τις επιθυμίες σου/κι άφηνα πεινασμένες τις δικές μου/στην άκρη της ζωής//Αποφάσισα: θα γίνουμε άγνωστοι μεταξύ μας/και σε διέγραψα./».
Η δεύτερη ενότητα, Εποχές (σελ. 23-27), που αποτελείται από πέντε ποιήματα, αναφέρεται στις εποχές, αλλά κυρίως στο καλοκαίρι. Είναι διάστικτη από μεταφορές: (π.χ. «σκοντάφτει στην παιδική του ηλικία/ανοίγει ένα θυρόφυλλο στη μνήμη/», «Πολιορκημένος ισότιμα από το μπλε του ουρανού» (σελ. 24), «οι λουόμενοι ξεντύνονται τις αμαρτίες τους», «αλέθουν στα κύματα τα πάθη» (σελ. 25), «Στην αρχή θρηνείς την άνοιξη που αγάπησες», «Ανοίγεις τους μεντεσέδες της ψυχής», «Φοράς το περιδέραιο του μπλε», (σελ. 26), «Ξεπλένω τον χειμώνα/στα νερά του Αιγαίου», «κι αποδίδω στο όνειρο τα εύσημα», «απλώνω με μανταλάκια μια ιστορία», (σελ. 27). Προσωποποιήσεις (π.χ. «η θάλασσα βάζει στοίχημα με τον καιρό», «η θάλασσα ηττημένη βάζει τα κλάματα», (σελ. 24), «ταϊζουν δυο αδέσποτα στην αφή του ανάπηρου ήλιου», (σελ.25), «ζέστανε ο καιρός τα όνειρα», (σελ.26), «Ακούω τα κύματα που σκάνε θυμωμένα στον βράχο/αναζητώντας ένα πλανόδιο φεγγάρι/», (σελ. 27). Στο ποίημα Οι Χειμερινοί (σελ. 25), στον τρίτο στίχο από την αρχή, «-χωρίς αιδώ-» και στον τρίτο στίχο από το τέλος, «-χωρίς εδώ-», έχουμε ένα παιχνίδι λέξεων.
Από την ενότητα αυτή επιλέγω το ποίημα Αλμύρα (σελ. 26), που είναι ένας ύμνος για το καλοκαίρι: «Στην αρχή θρηνείς την άνοιξη που αγάπησες//ύστερα σου επιστρέφεται η χαρά/χάδια στα στάρια που σηκώνουν κεφάλι/θάρρος στη σκιά/τραγούδι στα κύματα/κάνεις κότσο τα μαλλιά/φυτεύεις την αλμύρα μέσα/να μη στεγνώσει/κανονίζεις μεγεθυμένο καλοκαίρι/Ζωγραφίζεις στην άμμο/σχήματα ελευθερίας/Ανοίγεις τους μεντεσέδες της ψυχής/με δυο φωνήεντα χαράς/Φοράς το περιδέραιο του μπλε/στο ηλιόφως/Ζέστανε ο καιρός τα όνειρα/Άνοιξες το πουκάμισο//Τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά το καλοκαίρι.»
Η τρίτη ενότητα, Σχέσεις (σελ. 31-36), αποτελείται από έξι ποιήματα, όλα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, που αναφέρονται στις διαπροσωπικές και κυρίως στις τραυματικές ερωτικές σχέσεις και εκφράζονται σε α’, β’ και γ’ ενικό πρόσωπο, αλλά και σπανιότερα σε α’ πληθυντικό. Είναι διάστικτα και τα ποιήματα αυτά από μεταφορές, προσωποποιήσεις και καταιγισμούς ρημάτων. Στο πρώτο ποίημα της ενότητας («Από κοντά, σελ. 31), ξετυλίγεται η μοναξιά του ποιητικού υποκειμένου μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, που όμως τελικά υποκύπτει στην άνοιξη, «με ύστατο εφόδιο τη νιότη» που «ξεχορταριάζει τις σκέψεις» και «παίρνει το ρίσκο στις αλληλογραφίες του έρωτα». Το ποίημα αρθρώνεται σε δύο στροφές, με έντονες προσωποποιήσεις, όπου η πρώτη στροφή αποτελεί τη θέση/κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου, ενώ η δεύτερη την άρση/αντίθεση, που εισάγεται με μια ερώτηση: «Περνά όλο το απόγευμα υπακούοντας/σε εφαρμογές και άλλα τέτοια εικονικά/Κρυώνουν τα όνειρα χωρίς επαφή/θαμπώνει το βλέμμα μπροστά στην οθόνη/το σώμα παίρνει άλλο σχήμα/γερνά η άνοιξη/βουρκώνει η χαρά/βουρκωμένη εποχή//Πώς να ξεφύγεις, όμως, από τον ήλιο της άνοιξης/που επιμένει να περνά από τις χαραμάδες/{…}», («Από κοντά, σελ. 31). Στα άλλα ποιήματα της ενότητας το ποιητικό υποκείμενο, με μια καταιγίδα ρημάτων, σε β’ και γ’ πρόσωπο, εγκαταλείπεται στη δίνη της μνήμης (Μνήμη, σελ. 32), προσπαθεί ν’ αγγίξει την ψυχή του, καθισμένο «οκλαδόν με τον χρόνο», (Το παραπάνω, σελ. 33), αηδιάζει από την υποκρισία, τη μάσκα των άλλων, (Μάσκα, σελ. 34), πάσχει από τη θλιβερή ρουτίνα και τα ψέματα της συζυγικής ζωής, που δεν σώζεται με όσες αλλαγές κι αν γίνουν στον χώρο, (Αλλαγές στον χώρο, σελ. 35): «{…}θα παρακολουθήσουμε το βράδυ δελτία καιρού/κι εκεί που όλα τα σκεφτήκαμε/παίρνεις μάταιη εκδίκηση από την πόρτα/ψιθυρίζεις πως το σπίτι είναι παλιό/μυρίζει ρουτίνα/ο ειρμός της σκέψης σου/κάνει τους αρμούς να τρίζουν/καρφώνω το βλέμμα πάνω σου/πίσσα σκοτάδι έξω», πεθαίνει από τον στανικό, επιβεβλημένο έρωτα που γίνεται θηλιά στον λαιμό (Χωρίς ανάσα, σελ. 36). Επιλέγω δύο από αυτά: Στο πρώτο, Μνήμη (σελ. 32) δίνεται στο μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος (με δεκαέξι στίχους) και με μια τολμηρή προσωποποίηση, ένα εξαντλητικό πορτρέτο της μνήμης και της δράσης της, με έντεκα συνεχόμενα ρήματα, ενώ στους τελευταίους πέντε στίχους παρουσιάζεται με ενεργητικά και παθητικά ρήματα το αποτέλεσμα της μνήμης στο ποιητικό υποκείμενο: «Πηγάδι από ψέματα η μνήμη/σκύβεις να δεις τα αθέατα/αγριόχορτα οι σκέψεις/μέσα σου/λείπει ένα μεσημέρι που σ’ εξαγόρασε/ένα δειλινό που σ’ εγκατέλειψε/ένα βράδυ που σε αρνήθηκε/είναι κοντή η μνήμη/σε βάζει σε κίνδυνο/φλερτάρει με την προδοσία/αφήνει τα ίχνη της σαν φίδι στην πέτρα/τρέφεται με ό, τι της δίνεις/ερωτεύεται την ασάφεια/αψηφά την αλήθεια/ανασταίνει φθερμένες σχέσεις/πετά ψίχουλα νοσταλγίας/σπαταλιέσαι/αυταπατάσαι/μια πεθαμένη συντηρείς/κάνεις πως αποσχίζεσαι/σε θανατώνει/».
Το δεύτερο ποίημα είναι το σπαρακτικό Χωρίς ανάσα (σε. 36), όπου με εναλλαγές της αντωνυμίας, εκείνος/εκείνη, το ποιητικό υποκείμενο/γυναίκα, που «μύριζε ευτυχία και υποταγή», λιώνει τελικά κάτω από την «αίσθηση ηγεμονίας» του άντρα. Όπως όμως ακούγεται στον καταληκτικό στίχο, «Πρόστυχη νίκη μια πεθαμένη να κρατάς»: «Και χωρίς να το καταλάβει/γύρω από μια συστάδα σκλήθρες στο γερασμένο φως του ήλιου/την έσφιξε πάνω του δυνατά/ποθούσε τη γεύση της/Την ψαχούλεψε ιδρωμένα/εκείνη αφέθηκε στα χέρια του με ένα τρεμούλιασμα/πρόθυμη να λιγοστεύει στη γαμήλια γιορτή/Μύριζε ευτυχία και υποταγή/σιγοτραγουδούσε/Εκείνος φίλησε τον λαιμό της με αίσθηση ηγεμονίας/εκείνη θέλησε να του δείξει/ότι πασχίζει ν’ αναπνεύσει κι άρχισε να βγάζει βογγητά/Έκανε μια προσπάθεια να ξεφύγει/εκείνος πάλι δεν κατάλαβε/την έσφιξε ακόμα πιο δυνατά/με αγάπη σβέλτη που δεν αφήνει περιθώρια ήττας/και τότε εκείνη σταμάτησε να αντιδρά/ένιωσε –για λίγο- να αιωρείται και να λικνίζεται/μετά σωριάστηκε σαν κούκλα κάτω/Πρόστυχη νίκη μια πεθαμένη να κρατάς».
Η τελευταία ενότητα, Να ξέρεις ότι προσπαθώ, ζωή (σελ.39-42), αποτελείται από τέσσερα ποιήματα που ανταποκρίνονται απόλυτα στο νόημα του τίτλου. Το ποιητικό υποκείμενο περνάει μέσα από διάφορες κρίσεις: ηλικίας (Γενέθλια, σελ. 39), ισορροπίας (Η ποδηλάτισσα, σελ.40), της κόντρας στις ριπές του ανέμου (Θάλασσα, σελ. 41), της μάταιης προσπάθειας να ξεχωρίσεις τη ζημιά απ’ το κέρδος (Νομοτέλεια, σελ.42) και τελικά, μέσα από την προσπάθεια, κερδίζει τη ζωή.
Και στα τέσσερα ποιήματα κυριαρχούν τα ρήματα, οι μεταφορές και οι προσωποποιήσεις. Στο πρώτο ποίημα, Γενέθλια, είναι ενδιαφέρων ο εσωτερικός μονόλογος της ηρωίδας, που γιορτάζει τα γενέθλιά της και κάνει τον απολογισμό της ζωής της, σε συνδυασμό με το γνωστό τραγούδι των γενεθλίων που ακούγεται εξωτερικά. Τελικά όμως κερδίζει ο έρωτας για τη ζωή, καθώς σκέφτεται: «{…}Αν υποχωρήσω τούτη τη στιγμή, η πτώση δεν θα ’χει σταματημό/Ε, είναι μεγάλο κίνητρο ο έρωτας για τη ζωή/φυσώ τα κεράκια». Στο δεύτερο ποίημα, Η ποδηλάτισσα, έχουμε μια πληθώρα δεκαπέντε ρημάτων σε γ’ ενικό πρόσωπο που φανερώνουν τη δίψα της ποδηλάτισσας για τη ζωή: ρουφά τη ζωή, ξεγελά τις σκέψεις, ξεσκονίζει τις εμμονές, κάνει τις μνήμες λιγότερο αιχμηρές, έρχεται πιο κοντά στην παραλία, με κίνδυνο να χάσει τον έλεγχο, να πέσει. «{…}Κι αν αφεθεί να πέσει/σε δρόμο με χαλίκια;/Θα μάθει/Η ισορροπία είναι άθροισμα βημάτων/Θα αναμετρηθεί/Η ισορροπία είναι θέμα χρόνου/θα περιπλανηθεί/θα ψάξει/θα αρνηθεί/μπορεί και να χαθεί/». Η ποδηλάτισσα παίρνει το ρίσκο, ακόμα κι αν υπάρχει ο κίνδυνος να χαθεί, θα προσπαθήσει ως το τέλος. Το ίδιο αισιόδοξο μήνυμα έχουμε και στην κατακλείδα του επόμενου ποιήματος, Θάλασσα, που αρχίζει με δώδεκα ρήματα σε α’ ενικό πρόσωπο, ακολουθούν εναλλαγές προσώπων, γ΄ πληθυντικό, γ’ενικό, γ’ πληθυντικό, για να καταλήξει και πάλι στο α’ενικό: Παίρνω βαθιά αναπνοή/ στον δρόμο του χρόνου/ τον ξορκίζω και τον διανύω/ ακολουθώ τη ρότα κόντρα στις ριπές του ανέμου/ σημαδεύω παπαρούνες/ ζωγραφίζω στιγμές/μια στιγμή τρέχω/την άλλη διστάζω/ποδηλατώ/ακροβατώ/ονειρεύομαι/ {…}κάνω πεταλιές γι’ αλλού/{…}ξεκινώ για τ’ άβατα/παίρνω το σχήμα ενός πουλιού/κι ελπίζω σε μια θάλασσα».
Στο τελευταίο ποίημα της ενότητας και της συλλογής, Νομοτέλεια, ηχεί και πάλι στο τέλος το ίδιο αισιόδοξο μήνυμα: «η επόμενη ανατολή θα φέρει πάλι φως», που μας θυμίζει τη γνωστή φράση της Σκάρλετ στο Όσα παίρνει ο άνεμος, «Αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα». Εναλλάσσονται και εδώ τα ρηματικά πρόσωπα, α΄ ενικό (Χαζεύω, φλερτάρω, σμίγω, αγγίζω, χαμογελώ), γ΄ ενικό (φίλησε, σωριάστηκε, πρόδωσε, αντάλλαξε, ευγνωμονεί) και καταλήγει στο β΄ενικό της φιλοσοφικής σκέψης : «{…}δεν θέλει σοφία να καταλάβεις/το ένα διαδέχεται το άλλο/κι όπου η ψυχή κατοικεί μια φορά/την άλλη παγιδεύεται αλλού/σε νέο ήλιο/είναι άλλωστε νομοτέλεια η κίνηση/ελευθερία/μάταια βασανίζεσαι να ξεχωρίσεις τη ζημιά απ’ το κέρδος/η επόμενη ανατολή θα φέρει πάλι φως/».
Ολοκληρώνοντας την περιδιάβαση στα ποιήματα της ποιητικής συλλογής της Κλεονίκης Δρούγκα, λίγα στον αριθμό και φαινομενικά απλά, αισθάνομαι πολλαπλά κερδισμένη: από τον φιλοσοφικό στοχασμό τους, τον καταιγιστικό γλωσσικό πλούτο τους από ρήματα, εικόνες, μεταφορές, προσωποποιήσεις και, κυρίως, από το αισιόδοξο τελικά μήνυμά τους για τη ζωή. Η γυναίκα ως ποιητικό υποκείμενο, πάσχει, αγωνιά, αμφιταλαντεύεται, διστάζει, απολογίζεται, αλλά και τολμά, διαγράφει σχέσεις και παρελθόν, επιμένει και κερδίζει τη ζωή. Σε ένα μόνο ποίημα η υποταγμένη, η παραιτημένη γυναίκα, που δεν τολμά να αντιδράσει δυναμικά, χάνει τη μάχη για τη ζωή. Είναι κι αυτό ένα μήνυμα. Η συλλογή της Κλεονίκης Δρούγκα μας δίνει την ευκαιρία να αναστοχαστούμε πάνω στις σχέσεις μας με τους άλλους, στη σχέση μας με τη φύση, στη σχέση μας με τη μνήμη και τελικά πάνω στη στάση μας απέναντι στον κόσμο και ό,τι μας περιβάλλει. Είναι μια ποιητική συλλογή που αξίζει τη στοχαστική μας ανάγνωση.