Το βιβλίο της Μαρίας Κάνθερ, αποτελεί μια μυθιστορηματική βιογραφία της γιαγιάς της, που έμεινε γνωστή στην ιστορία της Κύπρου, ως Ζήνα Κάνθερ, πριγκίπισσα ντε Τύρας. Πρόκειται για ένα εκτεταμένο βιβλίο 331 σελίδων και ένα παράρτημα στο τέλος (σελ. 333-345), που περιλαμβάνει φωτογραφίες της Ζήνας Κάνθερ με σημαίνοντα πρόσωπα της εποχής.
Μετά τις ευχαριστίες, το βιβλίο αφιερώνεται με πολλή τρυφερότητα, σε αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειας και ακολουθεί μια εισαγωγή, όπου η συγγραφέας, αφού τονίσει ότι στο βιβλίο της υπάρχουν και αρκετά μυθοπλαστικά στοιχεία για κάποια πρόσωπα, στη συνέχεια εξηγεί πώς και γιατί αφιέρωσε τα ¾ σχεδόν του βιβλίου στα παιδικά χρόνια της ηρωίδας, της Ζηνούλας, όπως ήθελε να την ονομάζουν, και κράτησε μόνο λίγες σελίδες για τη μετά τον γάμο ζωή της, με τον πάμπλουτο Αμερικανό, Κρίστιαν Κάνθερ.
Το βιβλίο αποτελείται από 21 κεφάλαια και έναν μικρό επίλογο στο τέλος, με τίτλο, Λευκωσία 2015. Από τα 21 κεφάλαια του βιβλίου τα τέσσερα τιτλοφορούνται και χρονολογούνται με το όνομα Λευκωσία, ένα με τον τίτλο Λυκαβηττός-Λευκωσία 1954 και ένα με το όνομα Τάλας της Πάφου 1934, ενώ όλα τα υπόλοιπα κεφάλαια είναι άτιτλα.
Το πρώτο μικρό κεφάλαιο, με τον τίτλο Λευκωσία 1999, αρχίζει με ένα flash back στο εικοστό ομότιτλο κεφάλαιο, που αναφέρεται στην αρρώστια της Ζήνας, από αλτσχάιμερ. Στο δεύτερο κεφάλαιο, Λευκωσία 2012, ένα αγαπημένο βιβλίο της Ζήνας, οι Μεγάλες προσδοκίες του Ντίκενς, γίνεται για την εγγονή της, Μαρία, η αιτία της αναδρομής στο παρελθόν και πιο συγκεκριμένα στο 1999, όταν διάβαζε αυτό το βιβλίο στην άρρωστη γιαγιά της, στο πολυτελές σπίτι της στον Λυκαβηττό. Αντίθετα, για τη Ζήνα, ένα τραγούδι από το ραδιόφωνο την επαναφέρει στα φτωχικά και δυστυχισμένα παιδικά της χρόνια, όταν ζούσε με τα άλλα τέσσερα αδέλφια της και τους γονείς της σε ένα μικρό σπιτάκι στην Τάλα της Πάφου. Στην ουσία, η αφήγηση της πραγματικής ζωής της Θεογνωσίας, που αργότερα ονομάστηκε Ζήνα Κάνθερ, ξεκινάει από το σημείο αυτό, δηλαδή από το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, με τον τίτλο: Τάλα της Πάφου1934.
Ένας παντογνώστης αφηγητής παρακολουθεί τις ζωές των κατοίκων του μικρού χωριού και εστιάζει ιδιαίτερα στα πρόσωπα της οικογένειας της Αγάθης και του βάναυσου άντρα της, του Ευάγγελου, που είναι ο φόβος και ο τρόμος των πέντε παιδιών, της νεαρής Ελένης και της Θεογνωσίας, που είναι και η μικρότερη, και των τριών αγοριών. Η Αγάθη είναι «η μάνα κουράγιο» της οικογένειας, που ξενοδουλεύει για να θρέψει τα παιδιά της, ενώ ο άντρας της, ό,τι βγάζει, τα ξοδεύει στα χαρτιά και σε ασωτίες. Άλλα πρόσωπα στην Τάλα που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αφήγηση, σαν να είναι ο χορός σε αρχαία τραγωδία, είναι ο Γιωρκής, αιώνια ερωτευμένος με την Αγάθη, η καλόκαρδη Μαρουλού, που προσέχει τη Θεογνωσία, όταν η μάνα της ξενοδουλεύει, και ο άντρας της Μιχάλης, που έχει το μπακάλικο, ο Λευτέρης, που ήταν ερωτευμένος με την Ελένη, η Αντρουλού η μάνα του, που τον προξενεύει με άλλη, ο δάσκαλος, που μαθαίνει τα πρώτα γράμματα στη Θεογνωσία, η Αφρούλα, ερωμένη του Ευάγγελου και τελικά του Γιωρκή και ο καφετζής, ο Παναής. Απέναντι από το μπακάλικο, κάτω από το δέντρο η μικρή Θεογνωσία παίζει μόνη, ονειρεύεται, χορεύει και μέσα από τις στερήσεις μαθαίνει τη ζωή. Είναι πανέξυπνη και ετοιμόλογη. Όταν την πλησιάζει ο δάσκαλος, για να την ρωτήσει αν θέλει να μάθει γράμματα, εξελίσσεται η παρακάτω χαριτωμένη στιχομυθία:
«-Γεια σας, κύριε δάσκαλε, του απάντησε η Θεογνωσία με ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της.
-Ξέρεις ποιος είμαι βλέπω, δεν χρειάζεται να σου συστηθώ.
-Όλο το χωριό ξέρει ποιος είστε, μη σας πω και το γειτονικό.
– Έχεις πλάκα…
-Καλωσορίσατε στο φτωχικό μου. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;
-Έχω μια απορία και θέλω να μου τη λύσεις.
-Σας ακούω.
-Κάτω από το δέντρο τι κάνεις;
-Παίζω.
-Και γιατί δεν έρχεσαι σχολείο να παίζουμε με τους αριθμούς και τα γράμματα; {…}
-Σχολείο; Γίνεται; Του είπε ψιθυριστά, λες και του ζητούσε να της πει το μυστικό της Κύπρου.
-Βέβαια! Πώς δεν γίνεται!
-Και θα μάθω να διαβάζω;
-Ναι.
-Και να γράφω;
-Ναι.
-Άντε, φύγαμε, πάμε, είπε η Θεογνωσία και έπιασε σφιχτά το χέρι του{…}
-Περίμενε. {…}πρέπει να ρωτήσουμε και τους γονείς σου.
Με το άκουσμα της τελευταίας προϋπόθεσης, η Θεογνωσία κατσούφιασε.
-Τι έπαθες και σκοτείνιασες;
-Τη μαμά μου μπορώ να την πείσω, όμως…
-Φοβάσαι τον πατέρα σου;
Η Θεογνωσία δεν απάντησε. Το ύφος της τα μαρτυρούσε όλα» (σελ. 131-132).
Τα κεφάλαια που αναφέρονται στα παιδικά χρόνια της Θεογνωσίας στο χωριό, παρά τις δραματικές στερήσεις και τη βιαιότητα του πατέρα, είναι από τα ωραιότερα και τα συγκινητικότερα του βιβλίου. Η συγγραφέας, Μ.Κ., αναβιώνει με εξαιρετική ζωντάνια, φυσικότητα και ρεαλισμό καταστάσεις αρκετά συνηθισμένες εκείνη την εποχή στα χωριά της Ελλάδας και της Κύπρου, με τη φτώχεια των ανθρώπων, το τεφτέρι για τα ψώνια, τη σκληρότητα των συνθηκών διαβίωσης, που ανάγκαζε τα αγόρια να βγαίνουν από νωρίς στη βιοπάλη και τα κορίτσια να μένουν αμόρφωτα και να δουλεύουν σε ξένα σπίτια, για να βοηθήσουν την οικογένεια. Τα χαρτιά, το ποτό οι εξωσυζυγικές σχέσεις ήταν κατακριτέα από τη μεγαλύτερη μερίδα των κατοίκων, αποτελούσαν όμως διέξοδο σε άτομα ακαλλιέργητα και σκληρά που αδιαφορούσαν για τη ζωή των άλλων. Όταν η Θεογνωσία γίνεται κοπελίτσα, αναζητά δουλειά σε κάποια γειτονική κωμόπολη, θέλοντας να ξεφύγει από την πατρική καταπίεση, όπως νωρίτερα είχε κάνει και η αδελφή της, Ελένη.
Εκεί η Θεογνωσία θα ζήσει άλλη μια φορά την ανθρώπινη κακία, αφού ο γάμος της με τον Μιλτή ακυρώνεται μπροστά σχεδόν στην εκκλησία, εξαιτίας της απάνθρωπης συμπεριφοράς της μητέρας του. Αλλά, «όταν κλείνει μια πόρτα, ανοίγει μια άλλη», γράφει η Μ.Κ., θυμίζοντάς μας την κλασική επωδό της Σκάρλετ στο Όσα παίρνει ο άνεμος: «Αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα». Πράγματι η Θεογνωσία θα γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο του Άριστου, που δέχεται, όπως και οι γονείς του, την εγκυμοσύνη της, αλλά και πάλι ο γάμος θα ακυρωθεί, λόγω της σοβαρής αρρώστιας του Άριστου. Η πληγή της απώλειας ακολουθεί τη Θεογνωσία σε όλη της τη ζωή.
Από εκεί και πέρα, όμως, αλλάζει ως άνθρωπος: «Από τώρα και στο εξής, θα ζούσε μόνο γι’ αυτήν και για κανέναν άλλον. {…}Μέσα στο μυαλό της άκουγε φωνές από το παρελθόν. «Εγώ θα γίνω κάτι σπουδαίο, όταν μεγαλώσω». «Αν αποφασίσεις κάτι, το πετυχαίνεις, έτσι πεισματάρα που είσαι». «Είσαι ξύπνια , μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό». «Μην τα παρατάς. Προσπάθησε ξανά» {…}»Κάνε αυτό που σου αρέσει. Μόνο έτσι θα είσαι ευτυχισμένη» (σ. 293). Ακολουθεί τη φίλη της Λιάνα και γίνεται χορεύτρια σε νυχτερινό κέντρο. Αλλάζει το όνομά της σε Ζήνα και παντρεύεται τον πάμπλουτο Αμερικανό, Κρίστιαν Κάνθερ. Ο γιος της, ο Θεόδωρος, μεγαλώνει εσώκλειστος σε σχολείο στην Αθήνα και οι σχέσεις τους είναι χλιαρές. Η Ζήνα κάνει μεγάλες αγαθοεργίες, βοηθάει χρηματικά στον απελευθερωτικό αγώνα και προσφέρει στο χωριό της πάρα πολλά. Ζει μέσα στη χλιδή, αγοράζει ακόμα και τίτλο πριγκιπικό, αλλά νιώθει αφόρητη μοναξιά. Γι’ αυτό και τα κεφάλαια αυτά της ζωής της περιγράφονται από τη συγγραφέα πολύ σύντομα και επιγραμματικά. Μόνο, όταν ο γιος της αποκτήσει κόρη, τη Μαρία, η Ζήνα μαλακώνει και συνδέεται στενά με την εγγονή της, που της συμπαραστέκεται στην αρρώστια της και ως το θάνατό της, διαβάζοντάς της το αγαπημένο της βιβλίο, τις Μεγάλες προσδοκίες, του Ντίκενς.
Τα διαλογικά μέρη καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου και κατορθώνουν να αναπαραστήσουν τους ανθρώπινους χαρακτήρες του βιβλίου με απόλυτη πειστικότητα. Περιγράφονται με θαυμαστή ενάργεια τα ήθη των ανθρώπων, η καλοσύνη και η ενσυναίσθηση κάποιων γυναικών, που συντρέχουν στις γειτόνισσες και αγκαλιάζουν στοργικά τα βασανισμένα από τη φτώχια παιδιά, αλλά και η πονηριά κάποιων άλλων γυναικών, η πίεση και οι ψυχολογικοί ακόμη εκβιασμοί που ασκούν στους γιους, για να πάρουν γυναίκες με προίκα. Άντρες που αγαπούν με πάθος και για μια ολόκληρη ζωή γυναίκες, ενώ ξέρουν ότι ποτέ δεν θα τις αποκτήσουν ή που συσπειρώνονται, για να υπερασπιστούν μια γυναίκα, που αγωνίζεται ολομόναχη, για να σώσει την τιμή και το σπιτικό της. Από την άλλη πλευρά, και παρά τη συντομία, αναπαριστάνεται η ψεύτικη ζωή των μεγαλείων και του πλούτου, που δεν κατορθώνει να γεμίσει την ψυχή της ηρωίδας του βιβλίου. Ολοκληρώνοντας το πορτρέτο της, η Μ. Κ. γράφει: «Αυτή ήταν η Ζήνα Κάνθερ. Ένας άνθρωπος έντονος, σκληρός, με έντονη κοινωνική ζωή, αλλά αρκετή μοναξιά. Ένας άνθρωπος που λάτρευε το ροζ κραγιόν, τρελαινόταν για αφέλια από την κατσαρόλα, άλλαζε τα ονόματα όλων των ανθρώπων γύρω της και ήξερε να παίρνει πάντα αυτό που ήθελε» (σελ.328). Εκείνο τελικά που σώζει την «πριγκιπέσσα», παρόλη τη μεγαλομανία της και το γεγονός ότι απεμπόλησε την προηγούμενη ζωή της, ακόμη και το όνομά της, είναι πως δεν ξέχασε ποτέ το χωριό της και τους ανθρώπους που της παραστάθηκαν στα παιδικά της χρόνια ούτε και την πατρίδα της, στον μεγάλο απελευθερωτικό της αγώνα.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε, πως το βιβλίο της Μ. Κ., είναι συναρπαστικό και διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον, αφού κατορθώνει να αναπαραστήσει με μαεστρία μια ολόκληρη εποχή και μια κοινωνία, μέσα στην οποία και παρά τις αντιξοότητες, επιβιώνει και διακρίνεται για την προσφορά και τις αγαθοεργίες της ένα υπαρκτό πρόσωπο, η Ζήνα Κάνθερ, χάρις στο πείσμα, στον ιδιαίτερο ψυχισμό και στην έντονη προσωπικότητα που αναπτύσσει.