Η έβδομη ποιητική συλλογή του Σουλεϊμάν Αλάγιαλη-Τσιαλίκ ξεκινά με μια θετική διάθεση προσέγγισης, σύμφωνα τουλάχιστον με τον συνδιαλλακτικό τίτλο της. Αποτελείται από τριάντα ποιήματα, άλλα ολιγόστιχα και άλλα πιο εκτεταμένα.
Τα θέματα που απασχολούν τον ποιητή, όπως άλλωστε και όλους τους ποιητές και συγγραφείς, είναι τα μεγάλα θέματα που απασχολούν και βασανίζουν τον άνθρωπο γενικότερα από την αρχή του κόσμου: Ο χρόνος, η μνήμη/η λήθη, ο θάνατος/οι νεκροί, ο έρωτας/η αγάπη, η αλήθεια, η ζωή, η σιωπή, τα όνειρα, η μοναξιά, η θλίψη, η γαλήνη. Ιδιαίτερα ο θάνατος και οι νεκροί στη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή αναφέρονται στα περισσότερα ποιήματα (12). Ίσως με την έννοια αυτή εξηγείται και ο τίτλος, ως μια προσέγγιση, συμφιλίωση με την ιδέα και το αναπότρεπτο γεγονός του θανάτου, που ξεχνάμε, όταν είμαστε νέοι.
Τα ρηματικά πρόσωπα που κυριαρχούν είναι το α’ πληθυντικό και κάποτε το γ’ πληθυντικό, σπανιότερα το α’ ή γ’ ενικό. Σε πολλά από τα ποιήματα, με ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις, τίθενται ερωτήματα υπαρξιακά, κοινωνικά, λιγότερα με πολιτικό χαρακτήρα, που συνήθως μένουν αναπάντητα. Οι μεταφορές, προσωποποιήσεις, παρομοιώσεις και εικόνες μοιάζουν να κεντούν με ποικίλα χρώματα τα ποιήματα. Ο τόνος που επικρατεί είναι τρυφερός, μελαγχολικός, κάποτε και εφιαλτικός. Συχνά ο τίτλος του ποιήματος επαναλαμβάνεται σε κάποιο στίχο, δίνοντας έμφαση.
Για όλα όσα επισημάνθηκαν προηγουμένως και αφορούν τα θέματα που απασχολούν τον ποιητή, αλλά και τα χαρακτηριστικά της ποιητικής του, θα δώσω παρακάτω ενδεικτικά παραδείγματα με τους στίχους του ποιητή:
Χρόνος, μνήμη, λήθη: «{…}Ώσπου κομμάτια-στεναγμοί ξεβράστηκαν στην/παγωμένη ακτή της λήθης κι ο χρόνος ανέκφραστος/έπαψε να παίζει την τυφλόμυγα της μοίρας μας/» (Ο χρόνος ανέκφραστος, σελ. 9), «Κι είναι νωρίς, πολύ νωρίς/Για συνειρμούς των αδικοχαμένων», (Είναι πολύ νωρίς, σελ. 12), «{…}Ακολουθούμε πιστά τη γραμμή/Που ακινητεί τον χρόνο/», (Η έδρα της γαλήνης, σελ. 15), «{…}Έτσι όπως φεύγουν κι οι μέρες/Μέσα απ’ τα δάχτυλά μας διαρκώς/Κι απομακρύνονται αχνά στη στιγμή/Απ’ όλα τα υλικά πράγματα/Που άδολα πλήττουν τον καιρό μας./», (Η μάνα που δακρύζει, σελ. 16), «{…}Μας ταξιδεύουν οι ήχοι που ξεκολλούν/Απ’ το τίποτα κι απ’ τον ψευδάργυρο του χθες./», (Η άκαμπτη σιωπή, σελ 22), «{…}Κι όμως όλα υποκρύπτονται/Με μιαν ασημαντότητα/Συμπαντική του χθες./», (Δίχως συμβιβασμούς, σελ. 26), «Κάποτε οι γέροντες ήξεραν/Τα μυστικά του ήλιου να διαβάζουν./», (Οι προοπτικές του μέλλοντος, σελ. 33). Μερικές φορές υπάρχουν έντονες αντιθέσεις ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα, όπως π.χ. στο ποίημα Στη γειτονιά των Αμπελοκήπων (σελ.34-35). Είναι το δεύτερο ποίημα που αφιερώνεται σε γυναικείο πρόσωπο: «Ύπνος ταξιδευτής/{…}Ξημέρωσε.//Σήμερα που ισορροπούν όλες/Οι δυνάμεις της φύσης/{…}Από την παιδικότητα στην ενηλικίωση/». Την ίδια αντίθεση παρατηρούμε και στους στίχους: «{…}Ξάφνου οι αποτυχίες κι οι καταστροφές/Του παρελθόντος/Αποτυπώνονταν στον θόλο τ’ ουρανού/{…}Σήμερα δεν γίνονται αποδεκτές/Οι ίντριγκες των αστεριών./», (Το ζευγάρι που χόρευε, σελ. 42). Η μνήμη περιγράφεται συνήθως με τρόπο αρνητικό, το υλικό της είναι από πέτρα και σύννεφο, είναι άσχημη, σκοτεινή, αμαρτωλή: «{…}Φεύγαμε και ξαναγυρνούσαμε ακροπατώντας/στα συντρίμμια των αναμνήσεών μας», (Ο χρόνος ανέκφραστος, σελ. 9), «Πέφτουν τα χρόνια/-Κατακόρυφα στη μνήμη-/», (Τα χρόνια, σελ. 45), «{…}Κατεβαίνουν άγγελοι μαυροφορεμένοι./Αυτοί που δεν έχασαν τη μνήμη τους/», (Κουράστηκαν οι άνθρωποι, σελ. 46-47), «{…}Ποιος θα μιλήσει λοιπόν για τη σχετικότητα της/μνήμης;», (Η σχετικότητα της μνήμης, σελ. 49), «{…}Σκοτάδι πυκνό στη μνήμη απλώνεται/», (Η άκαμπτη σιωπή, σελ. 21-22), «{…}Ολοένα ξεμακραίνει το σκοτάδι/Στιλπνό των μέσα δωματίων/Τρυπώντας τα μάτια/Και τα δάκρυα της μνήμης/Με τρόπο τελετουργικό/», (Διέξοδοι αντίστασης, σελ. 23-24), «{…}Σάμπως αυτή δεν είναι εικόνα καθημερινή/-Φόδρα της αυτοκαταστροφής-/Που γλιστρά για να εξαγνίζεται/Η ασχήμια της μνήμης;/», (Η πόρτα του ερέβους, σελ. 36-37), «{…}Γιατί πάντα το υλικό της μνήμης/Είναι φτιαγμένο από πέτρα και σύννεφο/Σαν τις απίθανες μέρες των χελιδονιών./», (Ενάντια στην ασχήμια, σελ. 38-39), «Μνήμη αμαρτωλή-/Δραπέτευσε παλεύοντας/Για τις λησμονημένες στιγμές της αδράνειας./», (Γράμματα του φωτός, σελ. 40-41).
Θάνατος/νεκροί, απουσία, παράλογο: «{…}Μες στα κλαδιά αιωρούνται οι ψυχές/΄Οσων κατοίκησαν στη στέρηση/», (Είναι πολύ νωρίς, σελ. 12), «{…}Έφερναν αγγίγματα από τις υποσχέσεις των νεκρών/», (Η αυγή της απουσίας, σελ. 14), «{…}«Ποια να’ ναι εκείνη-/Της απουσίας η αυγή/Που όλοι μαζί κάποτε θα τραγουδήσουμε/Ενωμένοι./», (ο.π.)», «Κι όλα τα συναισθήματα τέμνονται/Από την απουσία./Οι καθρέφτες σκεπασμένοι με λευκό πανί./», (Μέσα στο ερημικό σπίτι, σελ. 19), « {…}Στάζει κι από τα δάχτυλα των πασχόντων/Σαν μετεωρισμός θανάτου/», (Οι εξισώσεις της αιωνιότητας, σελ. 17), «Προς τα πού βρίσκεται/Το απρόσιτο μέρος του παραλόγου/Όπου δημιουργείται η πραγματικότητα/Ανάστροφα/Σαν μια επιφάνεια τρισδιάστατη;/», (ό.π.), «{…}Κι εκεί, στην άκρη που στέκονται οι νεκροί/Αμίλητοι και περιχαρακωμένοι/», (Διέξοδοι αντίστασης, σελ. 33-34). Με μια εντυπωσιακή εικόνα των νεκρών που δραπετεύουν από τον Άδη, το ποιητικό υποκείμενο προτρέπει να συμφιλιωθούν με τον ίσκιο τους, να συμφιλιωθούν με τον θάνατο: «{…}Κάποτε δραπετεύουν κι οι ψυχές/Με βήματα αυριανά παρμένα από τον Άδη/{…}Με μια αρχαία θλίψη στα πρόσωπά τους/Που μας κάνουν να ξεχνάμε/Τη σήψη των πεθαμένων./{…}Συμφιλιωθείτε με τον ίσκιο σας, καλοί μου,/Τώρα που εκβαθύνονται τα λόγια/», (Όταν ζωντανεύουν τ’ αγάλματα, σελ. 29), και στην κατακλείδα του ποιήματος Στη γειτονιά των Αμπελοκήπων (σελ. 34-35), ξορκίζει τον θάνατο, προτρέποντας σε νέο χτίσιμο του αύριο: «{…}Ξαναχτίζοντας το αύριο της πληροφόρησης/Με μια ανωνυμία θανάτου,/Ως ίαμα και ξόρκι/Στις ατραπούς και στις κακοτοπιές./». Την απατηλή ομορφιά του θανάτου και το απροσδόκητο του πένθους και του ερέβους μάς παρουσιάζει ο ποιητής στους παρακάτω στίχους: «{…}Απόψε ο θάνατος ξετυλίγει/Την αστραφτερή του ομορφιά, ψιθυρίζω./{…}Μόνο μια άγνωστη φωνή ορίζει/Πως προπενθώντας νυχτώνει μέσα μας/Και μια αστραπή απρόσμενη ανοίγει /Την πόρτα του ερέβους/Αναμοχλεύοντας το άγνωστο πένθος της ζωής./», (Η πόρτα του ερέβους, σελ. 36-37), «{…}Με μάτια απειράριθμα/Και ξόρκια να δένουν τους κατοπινούς/Στο άγνωστο πλευρό των mortium./» (Ενάντια στην ασχήμια, σελ. 38-39), «{…}Περπατάμε με μια απόκοσμη μουσική/{…}Και τη γαλήνη του θανάτου./», (Γράμματα του φωτός, σελ. 40-41), «{…}Μέσα στα ρείκια τα πνεύματα φίλων/Ανασταίνουν αλήθειες/Μαζί με τα αιωνόβια δέντρα/Που κουβαλούν θεωρίες μιας συλλογικής ζωής./{…}Και ψάχνεις να βρεις τι έμεινε/Τι έμεινε από κει κάτω./», (Ο μεγάλος άγνωστος, σελ. 43-44), «{…}Ηγεμονικά που αντιστέκεται ο θάνατος/{…}Ανοίγοντας κύκλους σκοτοδίνης/{…}Θρονιάζεται στο στέρνο τους/Με μια λεπίδα αστραφτερή./», (Κουράστηκαν οι άνθρωποι, σελ. 46-47).
Έρωτας, αγάπη, αλήθεια:Το παρακάτω ποίημα είναι αφιερωμένο στη Γιεκιανέ, ένα κορίτσι τρομαγμένο που κοιτά τον κόσμο πίσω από τη τζαμαρία, αν και νιώθει την επιθυμία για έναν έρωτα που ποτέ δεν υπήρξε. Στην κατακλείδα του ποιήματος ο ποιητής αναφέρεται κάπως ειρωνικά στις ερωτικές σχέσεις του σήμερα που αναπτύσσονται στο διαδίκτυο: «{…}Μπροστά το βλέμμα της και πιο πίσω/Πάλι ο τρόμος των θυελλωδών ανέμων/Που μέσα του θέλει ν’ αποσύρει όλες/Τις αποθηκευμένες λέξεις/Και να τις βάλει ενέχυρο/Στο θησαυροφυλάκιο των επιθυμιών/Για έναν έρωτα που ποτέ δεν υπήρξε./{…} (Κι όμως οι ερωτικές σχέσεις σήμερα/Είτε καθοδηγούνται από ειδικούς/Είτε παραμένουν στον υπολογιστή/Σαν μια νόρμα εκφραστική του διαδικτύου).», (Το κορίτσι πίσω από την τζαμαρία, σελ.27-28), ενώ για τα λόγια μιας «εκτροχιασμένης» αγάπης θα μας μιλήσει παρακάτω: «{…}Προηγούνται αυτοί που θέλουν να φέρουν πίσω/Κουβέντες μιας εκτροχιασμένης αγάπης/Που έμεινε μεσοδρομίς με χτυποκάρδι/Κουβαλώντας λέξεις πικρές όπως τα χόρτα/Και τα πεφτάστερα στην απαλάμη./», (Το αχαλίνωτο της νιότης, σελ.32). Αντίστοιχα για μια ποινή που αφαιρεί το φως της αγάπης και για τους έρωτες που καταλήγουν στη μοναξιά ο ποιητής θα γράψει: «{…}Υπάρχει πάντα μια ποινή όπου/Μας αφαιρούν όλους τους χαρούμενους ήχους/Που ανασύρονται από το φως της αγάπης./Αυτούς που μας διδάσκουν πως τα καλοκαίρια/δεν ευδοκιμούν οι έρωτες/Και τελειώνουν συνήθως/Στης μοναξιάς το σκοτάδι./», (Η πόρτα του ερέβους, σελ. 36-37). Όμως η μνήμη στο έντονα ρομαντικό ποίημα «δραπετεύει από τον βυθώδη έρωτα», (Ένάντια στην ασχήμια, σελ.38-39), ενώ αμέσως πιο κάτω θα αναφερθεί στο «αστρόφως» της φιλικής αγάπης: «{…}Κι όμως το αστρόφως επιμένει να ξεχύνεται/Πάνω από την αγάπη της παρέας μας/ιδεατό./», (Γράμματα φωτός. Σελ. 40-41). Με μια ευθεία ερώτηση γεμάτη πικρία ο ποιητής ψάχνει απάντηση για την απουσία του έρωτα και της αλήθειας: «{…}Πώς παραμένουν στ’αζήτητα/Ο έρωτας και η αλήθεια;/Στ’ αζήτητα κι οι κατοικίες τους/Εκεί που πρόλαβαν/Να ζήσουν γλυκά το «σ’ αγαπώ»./», (Κουράστηκαν οι άνθρωποι, σελ. 46-47) και παρόμοια για τη στέρηση της αγάπης θα αναρωτηθεί: «{…}Κι όμως ανέπαφη πώς-πώς διατηρείται/Η στέρηση της αγάπης;/», (Η στιγμή των μεταμορφώσεων, σελ. 25), ενώ με μια πλάγια αγωνιώδη ερώτηση θα μας εκφράσει τα συναισθήματά του σε α’ ενικό: «{…}Σκέφτομαι πόσες φορές ο άνθρωπος/Θα τιθασεύεται στο ξέφωτο/Με τα προτελευταία επιρρήματα αγάπης/», (Οι εξισώσεις της αιωνιότητας, σελ. 17). Τέλος, θα γράψει πάλι για τον έρωτα στο ποίημα (Μια αίγλη ανεξήγητη, σελ. 48): «{…}Όνειρα αφημένα στο φως/Και στην απόκρημνη ησυχία/Ανασυντάσσονται/Αδειάζοντας τ’ αγγίγματα των ανθών/Στιγμών στον έρωτα πιο δυνατών/Με τον αναγραμματισμό των πόθων./». Γενικά παρατηρούμε ότι ο έρωτας και η αγάπη στα ποιήματα της συλλογής είναι κάτι άπιαστο και χιμαιρικό, όπως και παρακάτω τα όνειρα.
Όνειρα, σιωπή, γαλήνη, μοναξιά, θλίψη, ζωή: «Δεν ξεμπερδεύεις ποτέ/Με τα όνειρα των παιδιών/Αναφωνεί ξάφνου κι η μάνα που δακρύζει./», (Η μάνα που δακρύζει, σελ. 16), «{…}Κι απομένουν ξεσκέπαστα τα όνειρά τους/Στη δροσιά.», (Οι εξισώσεις της αιωνιότητας, σελ. 17), «{…}Πρόσωπα που σκούζουν/Για βαλτωμένα όνειρα/», (Διέξοδοι αντίστασης, σελ. 23), «Την προκαθορισμένη στιγμή των μεταμορφώσεων/Μέσα από μυστικές σιωπές/Και κρύπτες των ονείρων/», (Η στιγμή των μεταμορφώσεων, σελ. 25). Κάποτε η σιωπή ταυτίζεται με τη γαλήνη, αλλά και τη θλίψη: «Μες στα χωράφια των αργυραμοιβών/Κυματίζει η απέραντη σιωπή./Εδώ είναι η έδρα της γαλήνης/», (Η έδρα της γαλήνης, σελ. 15), και αλλού θα αναφέρει: «{…} τη γαλήνη του θανάτου/», (Γράμματα του φωτός, σε. 40-41), «Η άκαμπτη σιωπή των ανθρώπων/Διαπερνά τους ραγισμένους τοίχους/ {…}Βλέπεις πετρώνουν κάποτε οι σιωπές/Εν μέσω φιλιών και αποστάσεων./», (Η άκαμπτη σιωπή, σελ. 21-22), «Και πάλι μια σιωπή καταπραϋντική/Μας ακολουθεί όλο το απόγευμα/{…}Καταγράφει χιλιόμετρα/Μιας απέραντης θλίψης./Όνειρα αφημένα στο φως/», (Μια αίγλη ανεξήγητη, σελ. 48), «{…}θυμίζοντας ταινία του/Αγγελόπουλου με τις πολλές-πολλές σιωπές/των όντων.», (Η σχετικότητα της μνήμης, σελ.49), «{…}Κοίτα, κοίτα ξαναφωνάζει/{…}Και μια επιμέλεια γυάλινη στη θλίψη./», (Η μάνα που δακρύζει, σελ. 16), «{…}Με μια αρχαία θλίψη στα πρόσωπά τους/», (Όταν ζωντανεύουν τα’ αγάλματα, σελ. 29). Η μοναξιά συνυφαίνεται με τη ζωή των ανθρώπων που κουράστηκαν να «ονειροποιούν», κουράστηκαν από τις ανάγκες της ζωής: «{…}Το αναρρίγημα της μοναξιάς/», (Οι εξισώσεις της αιωνιότητας, σελ.17), «{…}Δεν ευδοκιμούν οι έρωτες/Και τελειώνουν συνήθως/Στης μοναξιάς το σκοτάδι./», (Η πόρτα του ερέβους, σελ. 37), «{…}Κουράστηκαν οι άνθρωποι να ονειροποιούν/{…}Και να καλπάζουν μέσα στη γύμνια της μοναξιάς/», (Κουράστηκαν οι άνθρωποι, σελ. 46), «Περπατάμε κατάκοποι κι αλαφιασμένοι (προς το/ άγνωστο του τόπου) γεμάτοι μυστικές συνωμοσίες/που κλείνουν το αλογάριαστο της ζωής.», (Η σχετικότητα της μνήμης, σελ. 49), «{…}Γιατί τότε τους αφήνουν/Κι οι ανάγκες της ζωής/», (Η αυγή της απουσίας, σελ. 14), «Απόψε ζωντανεύουν τ’ αγάλματα/Και βγαίνουν έξω από τα μάρμαρα/{…}Σαν άτυπο ευχαριστήριο στη ζωή./», (Όταν ζωντανεύουν τ’ αγάλματα, σελ. 29), «{…}Και μια αστραπή απρόσμενη ανοίγει/Την πόρτα του ερέβους/Αναμοχλεύοντας το άγνωστο πένθος της ζωής./», (Η πόρτα του ερέβους, σελ. 36), «{…}Σήμερα λαχανιάζει η ζωή δίχως όνειρα/», (Το ζευγάρι που χόρευε, σελ. 42), «{…}Φορές σε μέρη βροχερά και λασπωμένα/Κυλά δίχως μπέσα η ζωή μας./», (Κουράστηκαν οι άνθρωποι, σελ. 47). Παρατηρούμε ότι σχεδόν όλα τα ποιήματα που αναφέρονται στα παραπάνω θέματα διαπνέονται από μελαγχολία και θλίψη για τα τσακισμένα όνειρα, τη μοναξιά, τη ζωή.
Υπάρχουν και δύο ποιήματα που ξεχωρίζουν με μηνύματα κοινωνικά και πολιτικά, όπως: Η αυγή της απουσίας(σελ.14), όπου με πλάγια ερώτηση «νεόκοποι κι αλώβητοι» άντρες μονολογούν, ονειρευόμενοι τη συναδέλφωση των ανθρώπων: «Ποια να’ ναι εκείνη-/Της απουσίας η αυγή/Που όλοι μαζί κάποτε θα τραγουδήσουμε/Ενωμένοι./Και ποιοι θα μας δώσουν τη βεβαιότητα/Της θέλησης για μια πάλη/Ενάντια στα χιλιοειπωμένα/». Στο δεύτερο ποίημα (Υπάρχει πάντα ένα σύνορο, σελ. 30-31)ο ποιητής ασκεί οξεία κριτική, με μια σειρά ερωτημάτων, σε όσα γίνονται κρυφά και μένουν ατιμώρητα: στα φονικά, στις συνωμοσίες και «στο παγκάκι του συμφέροντος»: «{…}Τι θέλουν τα φονικά μες την ευμάρεια;/Πώς παραμένουν ατιμώρητα/Σαν χειμωνιάζει/Και τα καλύπτει το χιόνι;/Κι ο Θεός κάπου-κάπου τάσσεται υπέρ/Των μυστικών συνωμοσιών./», ενώ εκδηλώνει τη συμπάθεια και την ανθρωπιά του, σε α’ ενικό πρόσωπο, απέναντι στους πρόσφυγες και τους άστεγους: «{…}Κι ο άστεγος κι ο πρόσφυγας/Φυτεύουν τα όνειρά τους στη στροφή/Γιατί εκεί δεν τους προφταίνουν/Οι απορίες των κακών/(Χρόνια τους κοιτάζω αποσβολωμένος./Τους διαβάζω εύθυμα χαϊκού/Προσπαθώντας ν’ απαλύνω/Την αγριότητα της ζωής τους).» Πάντως, το ποίημα έχει μια αισιόδοξη κατάληξη: «Υπάρχει πάντα ένα σύνορο,/Ένα σύνορο που αγκαλιάζει τα φωνήεντα/Και την απαλότητα χνώτων ζεστών».
Ολοκληρώνοντας την περιήγησή μου στην τρυφερή, μελαγχολική, ανθρώπινη ποιητική συλλογή του Σουλεϊμάν Αλάγιαλη-Τσιαλίκ, με την εντυπωσιακή χρήση όλων των προαναφερόμενων στοιχείων που στίζουν στη συλλογή, αλλά και την πλούσια θεματολογία του, θα πρέπει να τονίσω ακόμη κάτι πολύ σημαντικό: την άψογη χρήση του λόγου. Ο ποιητής νομίζω πως κατάφερε να πραγματοποιήσει και ο ίδιος τους στίχους του Ρεμπώ που προτάσσονται ως μότο στη συλλογή: «Φτάνουν αυτά που είδα./Το βρήκα το όραμα/ Σ’ όλους τους ουρανούς».