Η ποιητική συλλογή της Σοφίας Περδίκη, εικαστικού-ζωγράφου, στην επιμελημένη έκδοση της Κίχλης, κοσμείται από ένα δικό της έργο, με έντονο συμβολισμό: Ένα ωραίο γυναικείο πρόσωπο που ονειρεύεται, πλάι σε ένα πτηνό (κουκουβάγια μάλλον, «σοφία»), με πλουμιστό κεφάλι κι ανάμεσά τους λουλούδια. Μια σύνθεση ονειρική. Ο τίτλος της συλλογής είναι κι αυτός συμβολικός. Παραπέμπει στην εναγώνια προσπάθεια επίλυσης του «αιώνιου αινίγματος», που μπορεί να είναι το αίνιγμα της ζωής και του θανάτου, του έρωτα και της προδοσίας.
Η μνήμη παίζει πρωταρχικό ρόλο σε όλη τη συλλογή «γιατί ένα σφουγγάρι κινούμενο είναι η μνήμη/την παρτιτούρα συνέχεια σβήνει/κι ό,τι απομένει/η μουσική». («Ό, τι απομένει»). Η μνήμη που εξαφανίζει σαν σφουγγάρι κάθε βασανιστική ανάμνηση, η μνήμη που αφήνει πίσω της τα περασμένα, όταν ένας νέος πυρακτωμένος έρωτας συνεπαίρνει το ποιητικό υποκείμενο: «Πυρωμένος καιρός/ήρθε κι εγκαταστάθηκε/ στο χειμωνιάτικό μου σώμα/ {…} Άφησα στάχτες τα περασμένα» («Κίτρινο βλέμμα»).
Ο έρωτας είναι παρών και διατρέχει ολόκληρη τη συλλογή. Στην περίπτωση αυτή η ποιήτρια χρησιμοποιεί το δεύτερο ενικό πρόσωπο ή το πρώτο πληθυντικό,, απευθυνόμενη στο ερωτικό υποκείμενο, άλλοτε με τρυφερότητα, άλλοτε με αμφισβήτηση, άλλοτε με καημό και πίκρα: «Στο κέντρο του κόσμου πιασμένος/- ήσουν, θυμάσαι;-/ένα σμάρι αχτίδες» («Σπείρες»), « Η πλάτη σου/του κόσμου το πιο μεγάλο/κάτοπτρο» («Η πλάτη σου»), «Σε βλέπω μέσα από τα δαχτυλίδια του καπνού./Είσαι ημιτελής με δέρμα πρόπλασμα {…} προκύπτεις αθώος ως προς τη θλίψη/μενεξεδής εσωτερικά/η έκπληξη μεγάλη αν σκεφτεί κανείς/ πόσες επιστρώσεις έχεις περαστεί/πόσο ξοδεύτηκε ιλουστρασιόν χαρτί» («Δαχτυλίδια καπνού»), «Ας αφηγηθούμε το κορμί./Να μείνει/έστω κάτι» («Ας μιλήσουμε»). Κάποιες φορές ο έρωτας εκφράζεται διαλογικά, με το δεύτερο και το πρώτο ενικό πρόσωπο, αλλά προμηνύει ένα άδοξο τέλος: «Ίσως είμαστε διάττοντες είπες/κι έσταξε η οροφή φωσφορικά και απλανή/αστράκια {…}Μικρές αναλαμπές, είπα, είμαστε/κι άστραψε ο γυάλινος θόλος/ {…} «Η νηνεμία αιτούμενο, αλλά/η έκλειψη αστράφτει σαν γυαλί» («Έκλειψη»). Άλλες φορές πάλι το ερωτικό υποκείμενο δύσκολα συνοψίζεται, υπάρχουν κενά και αποστάσεις χαρακτήρων που δυσκολεύουν τον προσδιορισμό του: «Για να σε συνοψίσω/πήρα απ’ τη νύχτα την περιπλάνηση/{…} μια κόλα λευκή έβγαλα/και γέμισε ξάφνου στίγματα/διακεκομμένα/κενά χωρίς ανάσα/σχέδια επί χάρτου τόσο πολλά/κι οι αποστάσεις των χαρακτήρων μας/εκεί, ανάμεσα στα διάκενα./Για της μορφής σου τη σύνοψη/πήρα απ’ το πρόσωπο/όλη του την ξενιτιά». («Για να σε συνοψίσω»). Υπάρχει βέβαια και ο ευφρόσυνος έρωτας, όπου οι δύο γίνονται ένα, και τότε εκφράζεται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: «Με φως στα χείλη δώσαμε/ το φιλί που δεν αμφιβάλλει» («Το φιλί»). Συνήθως όμως τον έρωτα διαδέχεται η φθορά, οι όρκοι εξανεμίζονται, το τέλος έρχεται ανεπαίσθητα, αλλά οριστικά. Στην περίπτωση αυτή η ποιήτρια χρησιμοποιεί το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο, που αποκτά μια ισχύ καθολικότητας: «Οι επαφές τους δεν ήταν συχνές./Όποτε βρίσκονταν/μιλούσαν για τον κεραυνό./ {…} Είχαν ακούσει για τον διακόπτη του χρόνου/ν’ ανοιγοκλείνει/σε μια έκτακτη των σωμάτων συστολή/μα συνήθως ήταν τόσο μαγνητισμένοι/που αδιαφορούσαν /για την επερχόμενη βλάβη./Έμειναν να κοιτούν με απορία/των χεριών τους τη χαμένη ισχύ/το φως του «μείνε για πάντα» που χάνεται/τα κομμένα των ματιών καλώδια». («Διακόπτης»).
Ένα ιδιαίτερο ποίημα είναι το «Invitro». Αναφέρεται στο ερωτικό σύμπλεγμα δύο ερωτευμένων που η ποιήτρια περιγράφει με ξεχωριστή τρυφερότητα: «Ήταν οι δυο τους/ σαν σύμπλεγμα από πέτρα/μια ερωτική Pieta/ {…} Παράξενο το αίσθημα που είχες/όταν αντίκριζες εκείνους/τους δυο/ερωτευμένους/ στον γυάλινό τους τύμβο./Σου άφηνε μια εικόνα ένωσης invitro/μια μυρωδιά από διάρκεια./Όπως/τα καλλωπιστικά/αμάραντα φυτά». Εξίσου ιδιαίτερο ποίημα, με τον έντονο συμβολισμό του, είναι και «Ο σκιώδης» φωτογράφος: «Του αρέσουν τα είδωλα να είναι/αρκούντως αποξηραμένα/συλλέγει όλους τους χυμούς τους/στον κάδο/ με τ’ ανακυκλωμένα αισθήματα/κι αφού τα πολτοποιεί μεθοδικά/αποκτά τη δική του ενέργεια/γίνεται μια μοναχική φωταψία».
Στην ποιητική συλλογή της Σ.Π. υπάρχει και μια ομάδα ποιημάτων που θα τα χαρακτήριζα πιο εσωτερικά. Η ποιήτρια σκύβει μέσα της και ψάχνει τον εαυτό της, αυτόν τον άγνωστο, κοιτάζει τα τραύματά της, αυτά που προέρχονται από την παιδική ή την ενήλικη ζωή της και μιλά συνήθως σε πρώτο ενικό πρόσωπο: «Έχω ένα μάτι θολό/που κοιτάζει τον κόσμο/σα να’ ταν μέσα σε σάκο αμνιακό/ {…} Το άλλο μάτι/-το περισκοπικό-/το στερεώνω κάθε πρωί/ όταν βγαίνει το κεφάλι/από του ύπνου το υποβρύχιο/και παρατηρώ/ {…}τον άγνωστο Εαυτό/να σκύβει/βαριανασαίνοντας/μέσα μου/σε ανύποπτο χρόνο/και να με κοιτά» («Δυο μάτια»). Στο ποίημα «Συντέλεια» κυριαρχούν τα ρήματα: Ονειρεύτηκα, θυμήθηκα, αφουγκράστηκα, ενώ στο σπαραχτικό ποίημα, «Η σκούρα κηλίδα» κυριαρχούν μια σειρά από προστακτικές, Κοίταξέ με, Μην κοιτάς, Σκύψε, δες με, επικλήσεις και εκκλήσεις πιο πολύ στον αναγνώστη να μην μείνει στην επιφάνεια, αλλά να ψάξει πιο βαθιά, να βρει το αληθινό της πρόσωπο, αυτό που έμαθε με επιμέλεια να καλύπτει: «Μην κοιτάς την επιφάνεια/που επιμένει φωτεινή/να κρύβει τη μαύρη σκιά./Έμαθε μ’ επιμέλεια/ν’ απλώνει τον ασβέστη/στην άμωμη όψη./Σκύψε πίσω απ’ τον καθρέφτη/ στου χαλκού την επίστρωση/που κυκλώνει τα’ ασήμι/και τη μορφή μου διαβρώνει. Εκεί που το χνότο έχει θολώσει/δες με/στην πιο σκοτεινή μου απόχρωση». Αντίστοιχα νοηματικά είναι και τα επόμενα ποιήματα, «Από την ανάποδη», με τους χαρακτηριστικούς καταληκτικούς στίχους: «Ντύθηκα την ανάποδη όψη μου κι εγώ./Εκεί κρύφτηκα», καθώς και το ποίημα, «Θέριεψε νύχτα», όπου με παράπονο μέμφεται τις Μοίρες που στανικά τής στέρησαν για πάντα «στης σκέδασης του φωτός/τα ωραία φαινόμενα».
Τα τραύματα αιμορραγούν συνεχώς, ιδίως τα ανεπούλωτα, τα νωπά ακόμη τραύματα: «Δεν μπορείς να γράψεις, λένε, για τραύματα νωπά./Έτσι όπως σπαρταράει η σάρκα τους/ {…} «Συγχύζονται οι προτάσεις, γίνονται εκδορές/πληγές αιμορραγούν/σχίζονται χαρτιά κι άλλα χαρτιά/τυλίγουνε απορροφητικά το σώμα/αλλά λειψά είναι, τι να σου κάνουν./ Ανήκεστος η βλάβη» («Ο κανόνας»). Για τα παιδικά τραύματα και το τέλος των ψευδαισθήσεων θα μιλήσει η Σ.Π. και στο ποίημα «Όπως των Ίνκας τα παιδιά», χρησιμοποιώντας το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Είναι συγχρόνως ένα ποίημα καταγγελτικό για την ανθρώπινη υποκρισία: «Τραφήκαμε από νωρίς με σύννεφο./Ήταν γλυκό πολύ και μείναμε γρήγορα/χωρίς δόντια./Μας τρώνε από τότε μικρά τρωκτικά/ {…}Ηττημένοι πάμε σε κάθε μάχη apriori/{…} στις γλυκερές φωνές ματώνουνε τ’ αυτιά/στην υποκρισία μπροστά μας πιάνει ναυτία». Το ίδιο καταγγελτικό για την ανθρώπινη αναλγησία πάνω στην τρυφερή ηλικία είναι και το ποίημα «Χόρεψα»: «Χόρεψα με πόδια γυμνά/πάνω σε πυρωμένο χώμα./Ήταν η μεγάλη του θέρους γιορτή/μου είχαν κλέψει τα παπούτσια/σε ηλικία τρυφερή οι Ακάνθινοι/άλειψαν στα δάχτυλά μου το πιο πικρό οξύ/να μην έχει αίσθηση, έλεγαν, να μπορέσει να σταθεί./Περπάτησα πολύ πριν φτάσω εκεί./Μίλια βήματα, ξυράφια οι αιχμές» Άλλη αναφορά σε παιδικό τραύμα γίνεται στο ποίημα, «Στο επόμενο όνειρο», σε δεύτερο ενικό πρόσωπο αυτή τη φορά: «Κι εσύ που στεκόσουν προ ολίγου/ζαρωμένη στον αέρα φιγούρα/κι έβλεπες το τραύμα σου/από την εναιώρηση/στη βραχώδη πλαγιά/μετρούσες τον σπασμό σου/κι ευχόσουν/να μην είναι η πληγή αυτή/στο γόνατο το παιδικό/που θα σε έκοβε για πάντα στα δυο/βρίσκεσαι τώρα σε σταθερή ανάσα/σ’ ένα συγκεκριμένο/ χειμωνιάτικο τοπίο/Κοιτάς/της μνήμης σημάδι/για το γεράκι που θα’σαι/στο επόμενο όνειρο». Γιατί βέβαια όλα μπορούν να συμβούν στο όνειρο, ακόμη και το να είσαι γεράκι, αφού «μέσα στο όνειρο εγκαταλείπονται όλα/ και ξαναβρίσκονται σε μια στιγμή/ ακαριαία».
Μια πολύ σημαντική ομάδα ποιημάτων και, ίσως από τα ωραιότερα και τα πιο σπαραχτικά, αναφέρονται στις γυναίκες. Στις γυναίκες με τη μεγάλη καρδιά και τα σφραγισμένα στόματα, τις γυναίκες, όπως τις θέλουνε οι άλλοι, σε μόνιμη υπολειτουργία: «Είμαστε οι γυναίκες/που ζούμε/κλεισμένες ερμητικά/μέσα στο δικό τους ποίημα» («Τα μωβ θηλυκά»), «Της είχαν μάθει να μη λέει πολλά/και πώς να βγάζει εγγαστρίμυθα/τον στεναγμό απ’ το στόμα/σαν να’ τανε καπνού τουλύπα» («Στεναγμός»), «Μας θέλουνε να είμαστε πάντα/απαλές και λευκότατες./Να παραμένουμε μονίμως/σε μια κατάσταση άσηπτης/τρυφερότητας/τα χείλη να στάζουν/λόγια μελωμένα/ {…}Μας θέλουνε να είμαστε πάντοτε/αβρές κι ευλαβικές/σε υπολειτουργία/ολοστρόγγυλες/να μην κόβουν τα μαχαίρια μας/τα σώματά μας/να μην έχουνε αιχμές/τα λόγια μας να μην πληγώνουνε ποτές./Να ματώνουμε περιοδικά μονάχες» («Όπως μας θέλουνε»). Και μόνο, όταν απελευθερωθεί η γυναίκα από έναν τυραννικό έρωτα, συνειδητοποιείται και ξαναβρίσκει την ελευθερία: «Κάθε φορά που έφευγε/την άφηνε μισή./Με το ένα χέρι άγγιζε/τα πράγματα/της ξέφευγαν οι στιγμές/μέσα απ’ τα δάχτυλα/ {…}Μίλαγε σε όλους με μισόλογα./ Περίμενε τα απογεύματα/καρτερικά πίσω απ’την πόρτα/σε κατάσταση ημίαιμη/να σμίξει μαζί του έπρεπε/για να ολοκληρωθεί ξανά./Όταν έφυγε εκείνος πια για πάντα/την άφησε γυμνή./Φόρεσε ένα ρούχο ανδρόγυνο/άνοιξε την πόρτα/και πήρε/βαθιά ανάσα. («Μισόλογα»).
Η φύση είναι επίσης παρούσα, αλλά με μικρότερη ένταση, στα ποιήματα της Σ.Π., όπως στα: «Η Ευκάλυπτη», «Το ατύχημα», «Φθινόπωρο».
Τελικά δόθηκε απάντηση στο ποίημα «Τοαιώνιο αίνιγμα», από το οποίο τιτλοφορήθηκε και η συλλογή; Όχι, δεν δόθηκε απάντηση, το αίνιγμα θα παραμένει, όσες προσπάθειες κι αν έγιναν για την επίλυσή του. Γι’ αυτό και ο τόνος του ποιήματος, σε δεύτερο πρόσωπο, είναι επιτιμητικός, «πού πήγες κι έμπλεξες, γιατί προσκολλήθηκες; Τι τό’θελες τότε {…} και λικνίστηκες {…} κι έγινες το αιώνιο αίνιγμα;», αλλά και τιμωρητικός: Με μια σειρά προστακτικών, κάθισε, ηλεκτροφόρησε, Αναρωτήσου, θρόιζε: «Θρόιζε για πάντα τώρα/πάνω στα ουράνια/μεταλλικά μοτίβα».
Η Σοφία Περδίκη, με τα πενήντα ποιήματά της, μας έδωσε μια πλούσια, πολύ ενδιαφέρουσα και με μεγάλη ποικιλία θεμάτων, ποιητική συλλογή. Με ιδιαίτερη μαεστρία και θεατρικότητα οργανώνει έναν κόσμο που πάσχει, αγωνιά, αγωνίζεται, αλλά και ελπίζει.