ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥΔΙΑΣ
Εκείνο το δύσκολο καλοκαίρι που δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ-δηλαδή να διαβάσω, είδα τα χέρια της αμμουδιάς. Ξεφύλλιζα ένα περιοδικό μήπως βρω κάτι ενδιαφέρον . Ούτε κι αυτό κατάφερα. Είχε ανοίξει την πόρτα κι είχε τρυπώσει απρόσμενα, ύπουλα σχεδόν, η αρρώστια στο σπίτι. Τρύπα στην καρδιά, την σκέψη, τη συμπεριφορά. Παντού.
Άπλωσα την ψάθα κάτω απ΄την ομπρέλα, έστρωσα την πετσέτα θαλάσσης και ξάπλωσα αφήνοντας το περιοδικό στην άκρη. Προσπάθησα να κλείσω τα μάτια μου. Ούτε κι αυτό. Γύρισα το κεφάλι στο πλάι και αδιάφορα κοίταξα πιο πέρα. Ένα χέρι μού τράβηξε την προσοχή .Γυναικείο, ηλικιωμένο απ΄όσο μπορούσα να διακρίνω σημάδια, λεκέδες, φλέβες εξογκωμένες. Με περισσή φροντίδα κινιόταν στην πλάτη ενός άντρα κυρτωμένου. Έβαζε κάθε τόσο λάδι στο δεξί της και το άπλωνε αργά, απαλά, προσέχοντας να μην της ξεφύγει χιλιοστό από το ζαρωμένο δέρμα που να μην το αλείψει. Έμοιαζε να το κάνει από ώρα και να σκοπεύει να μη σταματήσει. Πάντως έπαψα να τους χαζεύω όταν του έβαλε καπέλο στο κεφάλι και του έκανε νόημα να γυρίσει κι από την άλλη .
Για να ξεκουράσω το λαιμό μου έστρεψα στα δεξιά. Έψαξα στην παραλία με τη ματιά . Θα εύρισκα άλλο θέμα. Όμως κι άλλο χέρι διέκοψε τον ορίζοντά μου. Ένα νεανικό, νευρώδες, λευκό χέρι άρπαζε στην κυριολεξία μια κρέμα από μια πολύχρωμη τσάντα θαλάσσης ενώ το άλλο το δεξί έσπρωχνε κάπως βίαια ένα μικρό αγοράκι να σταθεί ήσυχο. Το πασάλειψε με σβελτάδα ολόκληρο , χωρίς αγάπη θα ΄ λεγες, και έτσι κάτασπρο το παράτησε να παίζει μόνο του με τα χαλίκια κάτω απ΄τον καυτό ήλιο. Το λευκό της χέρι πήρε με προσοχή κι αγάπη το κινητό .
Ανασηκώθηκα ιδρωμένη. Η προοπτική μιας βουτιάς για να δροσιστώ με κινητοποίησε μετά από τόση ώρα. Πράγματι δροσίστηκα και βγήκα για να συνεχίσω νωθρή την ακίνητη πορεία μου. Ξαπλώνοντας πάλι είδα ένα ζευγάρι που ήρθε δίπλα. Ούτε πολύ νέοι ούτε μεγάλοι. Νωχελικά η γυναίκα με ένα ζωηρό φωσφοριζέ μαγιό περίμενε από τον άντρα να της ετοιμάσει την ξαπλώστρα. Κάτι της είπε κι εκείνη απλώθηκε μπρούμυτα παραδομένη, χαλαρή . Εκείνος άρχισε να την αλείφει με το αντηλιακό που η έντονη μυρωδιά του έφτασε στη μύτη μου αμέσως. Το γεροδεμένο χέρι του άπλωνε παντού το λάδι στο παχουλό της σώμα. Αυχένα, χέρια, κορμό, πόδια. Μετά την χάιδευε σχεδόν ερωτικά κάνοντας ελαφρό μασάζ για ώρα. Κι επέμενε. Τόση λατρεία γι αυτό το σώμα. Κάποια στιγμή πρέπει να της είπε να γυρίσει ανάσκελα. Δεν κινήθηκε καθόλου. Είχε αποκοιμηθεί.
Γύρισα στον εαυτό μου. Το χέρι μου άχρηστο. Δεν έχει σώμα άλλο, δίπλα ,να αλείψει .Το σήκωσα στην αύρα που είχε αρχίσει να έρχεται στην ώρα της. Μισόκλεισα τα μάτια και το είδα να με εγκαταλείπει- η παλάμη δηλαδή. Να πετάει πάνω απ΄την αμμουδιά. Να βρίσκει κι άλλες παλάμες στην πορεία της. Να παίζει μαζί τους σε φιγούρες χορευτικές. Χαμηλές πτήσεις από παλάμες που έψαχναν σώματα, συνεχίζονταν στο όνειρό μου.