Η πόρτα
Πάει καιρός τώρα που έρχεται ξανάρχεται στα όνειρά μου εκείνη η σκουροπράσινη παλιά εξώθυρα με το μπρούτζινο ρόπτρο σα να παραφυλάει και να βρίσκει κάθε φορά την ευκαιρία να χωθεί σε μια γωνιά του ονείρου-αδικαιολόγητα τις περισσότερες φορές. Έτσι πέρασα από το δρόμο που την έβλεπα πριν από πολλά χρόνια καθημερινά σαν ερωτευμένη για να βεβαιωθώ ότι είναι εκεί και να πω μια καλημέρα. Δεν υπήρχε πια .Πικράθηκα που δεν είχα σκεφτεί να την φωτογραφίσω τότε λες και θα ήταν εκεί αιώνια . Δεν έφυγε απ΄το μυαλό μου μέχρι αργά το βράδυ που αποκοιμήθηκα
εκεί στα μισά του ύπνου ανοίγει μια μικρή απλή πόρτα και μια μαυροφορεμένη γριούλα με ανοίκειο πρόσωπο μου κάνει νόημα να μπω -θέλει, λέει, να την φωτογραφίσω στο σκοτεινό δροσερό άνοιγμα στημένη με σταυρωμένα τα χέρια κάτω απ΄το στήθος -μετά την κλείνει πίσω μας με πιάνει απ το χέρι παίρνει τη μηχανή και την ακουμπάει στο τραπέζι λέγοντας Δεν τη χρειάζεσαι πια και με οδηγεί σχεδόν τρομοκρατημένη από την στέρηση της μηχανής μου στο βάθος ενός μακριού διαδρόμου, Δες κι αυτή την πόρτα, λέει, Είναι η έξοδος ,κι εγώ ζαλισμένη στη θέα μιας παλιά ς σκουροπράσινης – καταπληκτικής τέχνης -πόρτας με μπρούτζινο ρόπτρο και τζαμάκια που καθρέφτιζαν ένα σκούρο μπλε πέλαγος στην άκρη βράχου κι από κάτω στο βάθος θάλασσα κουνιόταν και λίκνιζε μαζί της όλο το σπίτι, ναυτία με έπιασε κι η φωνή μου δεν έβγαινε ,Μα δεν είναι έξοδος, ψέλλισα με δυσκολία στη γριούλα που τώρα χαμογέλασε πικρά, Έτσι είναι η ζωή ,είπε, ανοίγοντας την θαυμάσια εκείνη πόρτα μπροστά μου ,μπήκες από τη μια, βγαίνεις από την άλλη