Το γκρίζο κι άχαρο κτίριο ήταν κιόλας πολύ μακριά, πίσω μας. Εκείνο το κτίριο που στεγάζει σε τέσσερις ορόφους παιδιά. Εφήβους κλείνει μέσα η βαριά σιδερένια εξώπορτα. Μπαίνοντας σε πιάνει στο λαιμό η ταγκίλα από το κυλικείο και βγαίνοντας στον ήλιο, στο κρύο ή την βροχή, φτου ξελεφτερία! Ένα τσούρμο παιδιά κάθε μεσημέρι κλείνουν τον δρόμο στα περαστικά αυτοκίνητα κι οι οδηγοί δυσανασχετούν. Η πίσω πλευρά του κτιρίου βλέπει σε μια μεγάλη αυλή- ίσως όχι αρκετή για τόσα παιδιά- περίκλειστη από παλιούς τοίχους κι ένα εκκλησάκι που χαρίζει άλλη μιαν αργία τον χρόνο- μεγάλη η χάρη της αγια- Βαρβάρας. Η εσωτερική σκάλα που οδηγεί επάνω στους ορόφους και χιλιοπατιέται καθημερινά είναι από άσπρο μάρμαρο, αλλά το ξεχνάς. Ο τοίχος στο πλάϊ της σκάλας βάφεται συχνότερα για να καλύψει ποδοσφαιρικά συνθήματα, ονόματα, καρδιές, υπογραφές. Στις αίθουσες ο Χριστός από ψηλά βλέπει λυπημένα τις κουρτίνες να κρέμονται αλλού σχισμένες κι αλλού πιασμένες μισές μέσα- μισές έξω απ΄τα παράθυρα να ανεμίζουν προς την μακρινή Ακρόπολη που άλλοτε φαίνεται καθαρά κι άλλοτε εξαφανίζεται στην αιθαλομίχλη.΄Ολα γκρίζα ακόμα κι οι καθηγητές που ήρθαν εδώ και πίστεψαν ότι κάτι θ΄αλλάξουν ﮲ αλλά εκείνο που άλλαξε στο μεταξύ είναι το χρώμα στα μαλλιά τους- πλην των βαμμένων βεβαίως βεβαίως.
Η εκδρομή για την Περιβαλλοντική Ομάδα ήρθε για να δώσει μιαν άλλη πνοή σε μαθητές και καθηγητές. Η όποια γραφειοκρατία και προετοιμασίες διεκπεραιώθηκαν πριν κλείσει το σχολείο για τις διακοπές. Το μεγάλο ραντεβού ήταν τον Αύγουστο.
Όταν βρεθήκαμε στο πούλμαν, ήδη, όλα τα είχαμε αφήσει πίσω. Η έξαψη της καρδιάς δε φώτιζε μόνο τα μάγουλα, φώτιζε τα πάντα τριγύρω και πριν ακόμα να βγει ο ήλιος.
Η άφιξη στην Σπάρτη ήρθε χωρίς να το καταλάβουμε. Οι μεγάλοι γιατί συζητούσαμε και σχεδιάζαμε πρακτικά θέματα της διαμονής μας και τα παιδιά γιατί είχαν μεταφερθεί αλλού, ψυχή τε και σώματι. Οι κοντινοί περίπατοι, οι ξεναγήσεις στα αρχαία και στο μουσείο, οι ενημερώσεις από ειδήμονες, η επίσκεψη στον Μυστρά, η γνωριμία με τους εκεί μαθητές δεν ήταν παρά μόνο διαλείμματα στη σκέψη μας και παράταση της αγωνίας. Γιατί, από την στιγμή που μπήκε στο πρόγραμμα η ανάβαση στην κορυφή, όλοι μας ενθουσιαστήκαμε και αγωνιούσαμε συγχρόνως ﮲ αν θα είμαστε ικανοί να το καταφέρουμε, αν προκύψει κάποιο εμπόδιο και πώς εμείς οι σωματικά απροετοίμαστοι θα καλύψουμε τις αδυναμίες με τα ψυχικά μας αποθέματα.
Ανηφορίζοντας στα μονοπάτια του Ταϋγετου όλα ήσαν πραγματικά πολύ μακριά: η πόλη, το γκρίζο κτίριο, οι ανεπάρκειες, οι αγωνίες. Ζωντανεμένα μάγουλα, λαχανιασμένα στήθη, κουρασμένα γόνατα, πληγιασμένα δάχτυλα, ούτε στο αλβανικό μέτωπο να είμασταν! Όλα αυτά μαρτυρούσαν ζωή αυθεντική και δεν μεταδιδόταν με μάθημα αλλά με βίωμα. Δεν είχε γίνει πρόβλεψη για ορειβασία κι έτσι η έλλειψη των κατάλληλων παπουτσιών έγινε ένα πραγματικό πρόβλημα. Ποιος να σκεφτόταν, όμως, τώρα τις μικρές αυτές αβαρίες ﮲ είπαμε ότι θα κατακτήσουμε την κορυφή και θα το κάναμε. Οι συμβουλές των δύο οδηγών μας σίγουρα έδωσαν έμπνευση και κουράγιο- χωρίς αυτούς δε θα φτάναμε ούτε στα μισά.
Η βραδινή ανάπαυση στο καταφύγιο ήταν η πρώτη αξέχαστη εμπειρία. Συλλογικές διαδικασίες : μαγείρεμα, φαγητό και ανάπαυση. Η μπόχα από τόσα παπούτσια δεν σε άφηνε να μείνεις μέσα. Η βραδιά έξω κατανυκτική ﮲ η σιγή των πουλιών που κούρνιασαν, των δέντρων που ησύχασαν, του αέρα που έπεσε εντελώς, λες και έδιναν χώρο στον λαμπρό ουρανό και τα αστέρια που μοιάζαν τόσο κοντά, σαν να έπεφταν στο κεφάλι σου. Ερωτική ησυχία ﮲ ένα παιδί διάβαζε τ΄άστρα και εξηγούσε γιατί κάποια αναβόσβηναν κλείνοντάς μας το μάτι. Άλλα άστρα ολόλαμπρα σαν της Βηθλεέμ κι άλλα σχημάτιζαν αστερισμούς γνωστούς ή άγνωστους. Κανείς μας δεν είχε δει ως τώρα τόσα πολλά, τόσο καθαρά και τόσο κοντά μας. Για τον άνθρωπο της πόλης κατανοητό και αναμενόμενο ﮲ το παράξενο ήταν πως ούτε όσοι προερχόμασταν από χωριά, δεν είχαμε παρόμοιο βίωμα. Πιστέψαμε πλέον ότι όπου κι αν βρεθούμε στο μέλλον , κάτω από όποιον όμορφο ουρανό, μοιραία θα επισκιάζεται η νέα εντύπωσή μας από κείνο το νυχτερινό ουρανό τον « αστροβόλο». Η εύγλωττη σιωπή της μαγικής εκείνης νύχτας είχε μεταποιήσει και τα πιο ευτελή γύρω μας σε μια ποιότητα ζωής που επί ματαίω αναζητά και θα αναζητά ο άνθρωπος.
Πριν χαράξει καλά-καλά, την επόμενη μέρα κινήσαμε για την κορυφή, για να μη μας πιάσει η ζέστη. Πορεία με καθαρή καρδιά αλλά με άμαθα πόδια. Χωρίς πράσινο, σε στεγνές ράχες ή σάρες που γλιστρούσαν. Χαζεύαμε φυτά χαμηλά με σπάνια ανθάκια και φωτογραφίζαμε χωρίς να κόβουμε. Μόνη παρασπονδία που επιτρεπόταν στο βουνό είναι το μάζεμα τσαγιού- που δεν επιχειρήσαμε όμως. Η κορυφή μπροστά μας αλλά μακρινή ﮲ κάποιοι απελπιζόμαστε ότι δε θα τα καταφέρουμε-κανείς δεν το ομολογούσε για να μη δειλιάσει ο συνοδοιπόρος του. Καμμιά εκατοστή μέτρα από την τελική ανάβαση κάποιοι λιποψύχησαν, μα τα λίγα και σταράτα λόγια του οδηγού μας στάθηκαν ικανά να δυναμώσουν την ψυχή και τα ποδάρια. Είχε δίκιο! Να βγεις στην κορυφή του προφήτη Ηλία και ν΄αγναντέψεις κυριολεκτικά αφ΄υψηλού τον κόσμο είναι μια μοναδική ανταμοιβή. Ανάταση κι ανάσταση μαζί. Εκεί που νομίζεις ότι θα αγγίξεις τον ουρανό, εκεί τον βλέπεις να γλιστράει απ΄τα δάχτυλά σου και να χάνεται, αφού για μια στιγμή σε πήρε μαζί του και μετά σε ξανά άφησε στη γη να μυρίσεις χώμα, πέτρα, άνεμο για να θυμάσαι. Να θυμάσαι τα όριά σου αλλά και ότι μπορείς να τα υπερβείς καμιά φορά.
Το ρημαγμένο εκκλησάκι με τις σκόρπιες πέτρες, τους μισούς τοίχους και τα δυο μανουάλια μάς έδωσε δώρο μικρές σκιές για να σταθούμε οι ξέπνοοι αναβάτες ﮲ να ακουμπήσουμε το σώμα και την ψυχή που θέλει να ξεδιψάσουν ﮲ να στείλουμε πέρα τη ματιά που θέλει να πετάξει πλατύτερα, όσο γίνεται. Η θάλασσα μακριά σαν πετρωμένη. Δεν ξέραμε για το μοναδικό θέαμα-την τέλεια πυραμίδα που σχηματίζεται στον μεσσηνιακό κόλπο από την σκιά της κορυφής καθώς ξημερώνει. Μεταγενέστερα το βρήκα στο διαδίκτυο. Εκεί κάθε χρόνο του Αγιολιός, στις είκοσι Ιουλίου, η κορυφή 2407μ. γεμίζει κόσμο, που ανηφορίζει προς τιμήν του αγίου. Μάθαμε ότι κι ο ποιητής Ν.Βρεττάκος ανέβαινε ανελλιπώς μέχρι τα γεράματα.
Επειδή η κάθοδος είναι πιο δύσκολη, έπρεπε να αναχωρήσουμε αμέσως, αφού πάρουμε ανάσα, πιούμε νερό και απαθανατίσουμε το περιβάλλον στις φωτογραφίες μας. Μάλλον ξεχάσαμε να μπούμε και οι ίδιοι στα κάδρα μας- τόσο απορροφηθήκαμε. Εκείνες οι στιγμές εκεί κράτησαν λίγο ωρολογιακά ﮲ μέσα μας όμως έκαναν μια ισόβια κατάληψη. Κράτησαν χρόνο και χώρο για μιαν ολόκληρη ζωή.