Ο έρωτας ως υπαρξιακό σύνορο
Με τη δεύτερη ποιητική του συλλογή Σε ανακηρύσσω νικήτρια (Εκδόσεις Ιωλκός, 2021), ο Νίκος Παπάνας στοιχειοθετεί ένα προσωπικό ύφος γραφής, αλλά και μια σταθερή όσο και εξελισσόμενη θεματική, που συνδιαλέγεται με τον έρωτα ως υπαρξιακό σύνορο. Έχοντας βαθιά γνώση των συντεταγμένων της ποίησης επιλέγει δύο διαφορετικές ποιητικές φόρμες για να μας οδηγήσει σε μια όλο και πιο αφαιρετική αισθητική. Τα 14 ποιήματα της πρώτης ενότητα με τον τίτλο ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΜΟΥ γράφονται σε ελεύθερο στίχο και σε χρόνο απροσδιόριστο που επιτρέπει στον αναγνώστη φαντασιακά να οικειοποιηθεί την ιστορία. Εξομολογητικός, αυτοσαρκαστικός, ανατρεπτικός και κυρίως ερωτικός, ο Νίκος Παπάνας δεν εξηγεί, ούτε έχει τη διάθεση να πει μια ιστορία. Τα ποιήματα αιωρούνται σε ένα αιώνιο παρόν με ανέφικτο τέλος, καθώς ο ποιητής τρέφει τη λύπη του με λέξεις γήινες, ενώ οικειοποιείται στοιχεία προσωπικά όπως το κουστούμι και το ρολόι για να μας μεταφέρει σε ένα εύγλωττο μεταφορικό σύμπαν.
Ακολουθεί η δεύτερη ενότητα ποιημάτων με τον ευφάνταστο τίτλο ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕ ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ. Πρόκειται για δεκαεπτά χαϊκού, τα οποία αποτελούνται από δεκαεπτά συλλαβές, κατανεμημένες σε τρεις στίχους των 5, 7 και 5 συλλαβών αντίστοιχα. Η πιο σύντομη μορφή ποίησης στον κόσμο κρύβει μέσα της μικρά λεκτικά και εικονοπλαστικά διαμάντια που με την απαστράπτουσα οικονομία ενός ρομαντικού λυρισμού μας οδηγεί σε διαδοχικές αισθητικές εκρήξεις. Αρχή και τέλος, φως και σκοτάδι, λύκος και αμνός, νίκη και ήττα. Τα αντίθετα συνδιαλέγονται σε μία συνεχή αναζήτηση και εξερεύνηση της πραγματικότητας. Ο ποιητής ρωτάει και αναρωτιέται τί είναι αλήθεια και τί ψευδαίσθηση, αφήνοντας μας μετέωρους απέναντι στο βασικό υπαρξιακό ερώτημα της συλλογής. Μπορεί κάποιος να νικήσει τον έρωτα τη στιγμή που ξέρει πως θα χάσει; Χαρακτηριστικά είναι τα δύο ακόλουθα χαϊκού:
Αλήθεια; Ψέμα;
Τι φωτεινό σκοτάδι –
αγκάλιασε με
Χλωμό νυχτέρι,
άγνωστα τα χείλη σου,
σιωπηλή βροχή.
Μέσα από στίχους που πάλλονται αισθητικά και δραματουργικά μας οδηγεί σε μία άναρχη προσέγγιση της ιστορίας του έρωτα, η οποία αρχετυπικά ενυπάρχει μέσα σε όλες τις ιστορίες. Με απροσδόκητες γλωσσικές ανατροπές και προσπερνώντας τη σοβαροφάνεια λέξεων και νοημάτων, ο ποιητής μετατρέπει τον ψίθυρο σε κραυγή δηλώνοντας με τρόπο απτό και μονοσήμαντο πως αγαπώ σημαίνει υπάρχω. Ο ήρωας του, φτιαγμένος από το φθαρτό υλικό του έρωτα, ατενίζει το τέλος πριν ακόμα διηγηθεί την αρχή, ενώ, μέσα από έναν ήρεμο αλλά εσωτερικά καλπάζοντα ρυθμό, μοιάζει να κουβαλά ένα μόνο χρόνο, το χρόνο εκείνης που αγαπά. Ακριβή όσο και άπιαστη η αγαπημένη του, υπάρχει μέσα στα ποιήματα ως απουσία σε ένα διάλογο που τελικά καταλήγει σε μονόλογό, ενώ στους στίχους καθρεφτίζεται μόνο ως υπόνοια με αναφορές στα χέρια ή τη φωνή της. Η παλλόμενη από το λυρικό τόνο της ποίησης απουσία της αγαπημένης του υποκρύπτει τη συνύπαρξη της τελειότητας με το ανέφικτο, αφού πραγματικά αψεγάδιαστο είναι μόνο ό,τι δεν υπάρχει. Με αυτήν την έννοια, επίκεντρο των ποιημάτων δεν είναι η προσμονή μιας παρουσίας αλλά το κενό που αφήνει μια δυνητική απουσία, μέχρις ότου αυτή η απουσία να υποκαταστήσει την ίδια την ύπαρξη. Ο ποιητής λέει χαρακτηριστικά:
Έμαθα μαζί σου πως τα λόγια που δεν είπαμε δε χάνονται,
πεισμώνουν, και μεταμορφώνονται στα πιο αγκαθωτά, μα
και πιο κόκκινα τριαντάφυλλα.
Ο ίδιος ο ήρωας των ποιημάτων είναι απόλυτα υπαρκτός και γήινος. Ζει μέσα από την πολυδιάστατη διαλογική σχέση που αναπτύσσει, τόσο με την αόρατη ύπαρξη του έρωτα, όσο και με την ποίηση, όπως εκείνη ενσαρκώνεται στο πρόσωπο των αγαπημένων του ποιητών Louis Aragon και William Burroughs και όπως πραγματώνεται μέσα από την εναγώνια ενασχόληση με τη γλώσσα. Έτσι, υιοθετεί ένα είδος μονολόγου με διαλογικά στοιχεία. Απευθύνεται στην αγαπημένη του όντας εκείνη απούσα· στην ουσία συνομιλεί με τον ίδιο του τον εαυτό, ανοίγοντας έναν ιδιότυπο διάλογο με αυτόν. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της διαλογικής μορφής των ποιημάτων είναι το ακόλουθο:
Εντάξει, θα έρθω κι εγώ.
Είπα, θα έρθω, επαναστάτες.
Κι αν δεν έρθεις εσύ, θα έρθω κι αύριο
μήπως έκανα λάθος στη μέρα.
Κι αν έρθεις εσύ, πάλι θα έρθω κι αύριο
να ξαναζήσω τη συνάντηση.
Καθώς τα ποιήματα εναλλάσσονται, εξελίσσεται ένα υπόκωφο βαλς, το οποίο ακροβατεί ανάμεσα στο λυρισμό και στη χρήση λέξεων πεζών ή ακόμα και τεχνικών, όπως ολοκλήρωμα, ρεκόρ, έλασμα, τηλεφωνική συνδιάλεξη, που όμως στο πλαίσιο μιας μοντέρνας πολυσυλλεκτικής γραφής, όπως είναι η γραφή του Νίκου Παπάνα, αναβαπτίζονται σε ακριβείς ψηφίδες μιας ποιητικής ανατροπής. Προσπερνώντας το αναμενόμενο και τους αισθητικούς κανόνες που το υποβάλλουν, ο ποιητής βυθίζεται στην ουσία των λέξεων ανασύροντας τις πιο λεπτές τους αποχρώσεις. Χρειάζεται, άλλωστε, αυτές τις αποχρώσεις, για να μας επιστρέψει πίσω τις λέξεις συνταιριασμένες με αιθέρια υφασμένες εικόνες και απροσδόκητες σημειολογικές αποκαλύψεις, οδηγώντας έτσι τον αναγνώστη σε μία συναισθηματική έκρηξη. Ταυτόχρονα, ερχόμενος σε αντίθεση με όλα τα καλέσματα της λογικής, ειρωνεύεται τις συνεπαγωγές, αν και χρησιμοποιεί λογικούς συνειρμούς για να μας αποδείξει το παράλογο του έρωτα που, τελικά, αντανακλά το ανέφικτο των επιθυμιών.
Αλήθεια, πως δικαιολογείται
να είναι το πένθος μου αντιστρόφως ανάλογο
της διάρκειας γνωριμίας μας;
Μήπως επειδή, αντί για πρόσθεση,
καταλήγω να κάνω αφαίρεση;
Προβλήματα προς επίλυση….
Εντυπωσιάζει η οικονομία των ποιημάτων όπως και η οικονομία του λόγου, καθώς και η συχνή χρήση των σημείων στίξης που δημιουργεί συνεχείς παύσεις. Σχεδόν κάθε στίχος συνοδεύεται και από ένα σημείο στίξης. Με αυτόν τον τρόπο, τα νοήματα αναπαύονται λίγο πριν αναγεννηθούν μέσα από τη δύναμη της σιωπής, και ταυτόχρονα εντείνεται το αίσθημα της διαρκούς προσμονής που με μαεστρία χτίζει ο ποιητής. Τα ηνία παίρνει μια αίσθηση έλλειψης ή μια συνεχής κίνηση που υπονοείται μέσα από τη χρήση του στερητικού άλφα. Έτσι, το φιλί είναι άλλοτε ανεξημέρωτο και άλλοτε ανεξερεύνητο, τα μονοπάτια είναι αδιέξοδα˙ το ανεκπλήρωτο, το ακούραστο ή το ανομολόγητο προϋπαντούν ένα τέλος που ποτέ δεν ολοκληρώνεται.
Το ποίημα ΓΑΛΑΖΙΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ είναι ο επίλογος. Πρόκειται για μια λεπτοκαμωμένη βροχή από εικόνες που αν και ζωγραφίζει το αδιέξοδο ̶ όπως αναφέρεται και στον τίτλο του ποιήματος ̶ τελικά με τη δήλωση πως όλα είναι μια Αέναη πεισματική εκδρομή στο νηπιαγωγείο των λέξεων οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα ξέφωτο. Νηπιαγωγείο ή πρώτη δημοτικού (όπως είναι ο τίτλος της προηγούμενης ποιητικής του συλλογής) δεν έχει σημασία, αυτό που συγκινεί είναι η νοσταλγική διάθεση του ποιητή και η ομολογία του πως μόνο για λίγο, όσο του επιτρέπει η ποίηση, μπορεί να επιστρέψει σε μία ειδυλλιακή κατάσταση αθωότητας και καθαρότητας. Με το γνωστό του μειδίαμα, ο Νίκος Παπάνας μας καλεί να θυμηθούμε πως, αν και φορτωμένοι με πανοπλίες και λέξεις τρομερές, τελικά είμαστε όλοι παιδιά στο παιχνίδι του έρωτα και πως τα σημάδια μας δεν είναι ήττες αλλά οι πιο ακριβές μας νίκες.
Η Ελένη Παπανδρέου είναι ποιήτρια