Ο Κώστας Ποντικόπουλος, αρχιτέκτονας στο επάγγελμα, σχεδιάζει και υλοποιεί αριστοτεχνικά τη δομή ενός πολυεπίπεδου μυθιστορήματος με βασικά υλικά την αφηγηματική άνεση και τη μυθοπλαστική ικανότητα. Ήδη από τον τίτλο και το εξώφυλλο μας προετοιμάζει για ένα κείμενο συστατικό στοιχείο του οποίου θα είναι κάποια «ζαβολιά» – λέξη οικεία, που μας παραπέμπει στις ζαβολιές των παιδικών χρόνων αλλά και στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας, καθώς μεγαλώνοντας χρησιμοποιούμε άλλες σχετικές λέξεις, όπως «κομπίνα», «κόλπο», «λαμογιά», ιδίως όταν αναφερόμαστε στην ελλαδική πραγματικότητα…
Πρόκειται για ένα βιβλίο που παρακολουθεί την πορεία ζωής μιας παρέας αγοριών που ξεκίνησαν όλοι μαζί , οι δρόμοι τους όμως χωρίστηκαν μετά από ΤΗ «ζαβολιά», το τέχνασμα που καθόρισε την απότομη μετάβασή τους στην ενηλικίωση, δηλαδή στην επίγνωση της ενοχής. Στο εξώφυλλο, κάτω από τον τίτλο, βλέπουμε ένα ριγμένο σκοινί που ακολουθεί κι αυτό μια πορεία, χάνεται προς το οπισθόφυλλο , σαν να πορεύεται προς το πουθενά. Στο οπισθόφυλλο, εκεί που χάνεται εκείνο το σκοινί, διαβάζοντας στεκόμαστε στη φράση: «ό,τι ζήσαμε δεν ξεγράφει. Μένει μέχρι το τέλος, όποιο κι αν είναι αυτό. Και πιο πολύ απ’ όλα, η ενοχή και ο έρωτας».
Είναι, όμως, ένα βιβλίο γραμμένο μόνο για την ενοχή και τον έρωτα; Σίγουρα αναφέρεται κατά κύριο λόγο στην ενοχικότητα που μας πλημμυρίζει καθώς μεταβαίνουμε –σχεδόν πάντα επώδυνα- προς την ενηλικίωση, καθώς γευόμαστε τους καρπούς του έρωτα ή τις ματαιώσεις του. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Πρόκειται για κείμενο με έντονο τον κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό. Οι ήρωές του, μια ομάδα νεαρών αγοριών, ανδρώνονται στην ελληνική επαρχία της εποχής της επταετίας, κι ανακαλύπτουν όχι μόνο τον έρωτα στο πρόσωπο της, μοιραίας για όλους, Τασούλας αλλά και τη βία μιας κοινωνίας ασφυκτικού κοινωνικού ελέγχου, υποκρισίας, καταπιέσεων και πολλαπλών ανισοτήτων.
Η πορεία ζωής τους αναδεικνύει, μέσα στο συγκείμενό της, όλο το οικονομικοκοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο των τελευταίων δεκαετιών στην Ελλάδα. Παρελαύνουν μέσα από τις σελίδες όλα τα μείζονα γεγονότα του τελευταίου τέταρτου του 20ου αιώνα, δηλαδή της σύγχρονης ιστορίας μας: Χούντα, μεταπολίτευση, μεταναστευτικά ρεύματα από τις ανατολικές χώρες, εποχή της «ευμάρειας», κρίση. Η προσωπική, ηλικιακή, κρίση των ηρώων, όταν γίνονται μεσήλικες και οδεύουν προς το αναπόφευκτο τέλος (κάτι που έχει ήδη συμβεί σε έναν της αρχικής παρέας) συνυφαίνεται με την πολλαπλή ηθική, πολιτισμική, οικονομική κρίση του σήμερα. Παρακολουθώντας τις περιπέτειές τους, την απεγνωσμένη διαρκή προσπάθειά τους να αποδείξουν την αρρενωπότητά τους, τις ματαιώσεις και τις απογοητεύσεις τους, την πείσμωνα μοναξιά τους, παρακολουθούμε παράλληλα όλες τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας: ενδοοικογενειακή βία, σεξουαλική παρενόχληση αλλά και σεξουαλική κακοποίηση, αντικειμενικοποίηση της γυναίκας, κοινωνικός έλεγχος αλλά και σημαίνουσες σιωπές. Αποκρύψεις. Η ταξική παράμετρος πανταχού παρούσα, όπως και η ανάδειξη όλων των στρεβλώσεων μιας κοινωνίας που ζητά από τα μέλη της να «προκόψουν», να «αναρριχηθούν» κοινωνικά αλλά παράλληλα κόβει κάθε τέτοια δυνατότητα σε όσους είναι ευάλωτοι ή δεν επιλέγουν να ακολουθήσουν, στην ενήλικη ζωής τους, τις «άλλες» «ζαβολιές», αυτές που προαναφέρθηκαν και που οδηγούν στην κοινωνική καταξίωση (Χαρακτηριστική περίπτωση ο Φάνης/Τεό).
Οι ήρωες του μυθιστορήματος μοιράζονται κοινές βιωματικές μνήμες, κοινά τραύματα αλλά και κοινές ενοχές. Βιώνουν στο επαρχιακό πλαίσιο ζωής ένα συνεχές βίας και το αναπαράγουν ελπίζοντας να επιβιώσουν. Η ταυτότητά τους καθορίζεται από τον τόπο τους και τα βιώματά τους. Οι ζωές τους ενώνονται γύρω από ένα νήμα που γίνεται σκοινί, βρόχος και καθορίζει τις επιλογές τους. Παρά την απότομη, βίαιη επί της ουσίας, απομάκρυνσή τους θα ξαναβρεθούν, μεσήλικες πια, για να διαλευκανθεί πλήρως η «ζαβολιά» που τους ένωσε, τους στοίχειωσε αλλά και τους απομάκρυνε. Η μοιραία «ζαβολιά» που αριστοτεχνικά θα τη μάθουμε μόνο προς το τέλος του βιβλίου για να αποδομηθεί, να καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος αμέσως μετά. Η «ζαβολιά» που η «μοιραία» της παρέας (κορίτσι που θα ενηλικιωθεί κι αυτό απότομα και τραυματικά μέσα από το βίωμα της σεξουαλικής κακοποίησης) θα σκαρφιστεί για να επέλθει η κάθαρση.
Το ενδιαφέρον είναι πως ο Π. καταφέρνει αυτό το πολυσύνθετο υλικό που συνίσταται σε διαφορετικές πορείες ζωής να το ενοποιήσει και να το οδηγήσει σε ένα εντυπωσιακό τέλος αποκαλύψεων και συντριβών. Το πετυχαίνει έχοντας απόλυτο έλεγχο αυτού του υλικού, χτίζοντας αργά και σταθερά τους χαρακτήρες και τις ιδιαιτερότητές τους, κάνοντας διαρκείς αναχρονίες αλλά κυρίως με μια δική του συγγραφική «ζαβολιά».
Όλο το βιβλίο είναι έτσι δομημένο ώστε να ενυπάρχει εντός του ένα άλλο βιβλίο, οι βιωματικές μνήμες του «συγγραφέα» της παρέας. Καθώς προχωρά η πλοκή τα βιβλία συντίθενται, ενώνονται και ο Π. αναλαμβάνει εκείνος τα ηνία. Ο Βλάσης –ένας από τους ήρωες, ο «συγγραφέας» – θα παραμερίσει. Με τρόπο εντυπωσιακό, επίσης.
Αυτό που επίσης θεωρώ πως είναι χαρακτηριστικό αλλά και ιδιαίτερο γνώρισμα του βιβλίου, είναι πως καθώς προχωρούμε στην ανάγνωση, όχι μόνο συνενώνονται τα δύο βιβλία –το «πραγματικό» του Ποντικόπουλου με το «φανταστικό» του Βλάση- αλλά και το φανταστικό με το πραγματικό, γενικότερα, σε τέτοιο σημείο που στο τέλος αναρωτιόμαστε αν όντως η Τασούλα υπήρξε ή ήταν γέννημα της φαντασίας των ηρώων, όπως γέννημα της φαντασίας κάθε αρσενικού είναι το «μοιραίο» θηλυκό που αποστολή του είναι να σκορπά μόνο την ερωτική απόλαυση και τον πόνο.
Νομίζω πως η «Ζαβολιά» του Π., το τέχνασμα που επιφυλάσσει στους αναγνώστες του, είναι η ανάδειξη της ίδιας της λογοτεχνίας ως «ζαβολιάς». Το τέχνασμα που γίνεται τέχνη. Το πραγματικό που φανταζόμαστε και το φανταστικό που υλοποιούμε. Αυτό, δηλαδή, που κάνει κάθε τέχνη: η μουσική, η γλυπτική, η αρχιτεκτονική, η λογοτεχνία… Αυτό που κάνει και η ίδια η ζωή, όταν τη ζούμε πραγματικά.
Υπάρχει, άραγε, μεγαλύτερη «ζαβολιά» από την ίδια τη ζωή; Νομίζω πως όχι. Κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι το πιο βαθύ μήνυμα του βιβλίου.